Читайте только на ЛитРес

Книгу нельзя скачать файлом, но можно читать в нашем приложении или онлайн на сайте.

Читать книгу: «Τίμαιος, Τόμος Β», страница 3

Шрифт:

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXX

Περί όψεως. Γένεσις των χρωμάτων. Λευκόν και μέλαν – Μαρμαρυγή. Λαμπρόν, ερυθρόν, ξανθόν κ.λ. Συναίτια δημιουργίας. Το θείον αίτιον και το αναγκαίον αίτιον.

Το τέταρτον γένος αισθητών πραγμάτων μας υπολείπεται, όπερ πρέπει να διαιρέσωμεν εις είδη, διότι κατέχει πολυαρίθμους ποικιλίας, τας οποίας όλας ομού εκαλέσαμεν χρώματα, (και είναι) φλοξ απορρέουσα από έκαστον των σωμάτων και έχουσα μόρια ανάλογα προς την όψιν, ώστε να είναι αισθητά.

Δ. | Περί των αιτίων δε της παραγωγής της όψεως είπομεν ολίγα εις τα προηγούμενα49. Περί των χρωμάτων λοιπόν τούτο φαίνεται πιθανώτατον, και θα ήτο πρέπον νυν να διεξέλθωμεν περί αυτού προσηκόντως· ότι δηλαδή τα μόρια, τα οποία απορρέουσιν από των άλλων πραγμάτων και πίπτουσιν εις την όψιν, είναι άλλα μεν μικρότερα, άλλα δε μεγαλύτερα, και άλλα ίσα προς τα μέρη αυτής της όψεως. Και τα μεν ίσα δεν είναι αισθητά και τα λέγομεν διαφανή, τα δε μεγαλύτερα και τα μικρότερα, εκείνα μεν όντα ικανά να συστέλλωσι, ταύτα δε να διαστέλλωσι την όψιν, είναι τοιαύτα, οποία προς την σάρκα είναι το θερμόν και το ψυχρόν και προς την γλώσσαν το στρυφνόν και όσα θερμαντικά όντα Ε. | τα εκαλέσαμεν δριμέα. Και το λευκόν και το μέλαν είναι αι αυταί εντυπώσεις των πραγμάτων τούτων, αίτινες όμως γίνονται εις άλλο γένος, και φαίνονται διάφοροι διά τας ειρημένας αιτίας50.

Ούτω λοιπόν πρέπει να ονομάζωμεν αυτά, το μεν διαστέλλον την όψιν λευκόν, το δε εναντίον αυτού μέλαν. Εάν δε οξυτέρα ορμή πυρός διαφόρου γένους (εξωτερικού) προσπέση εις το οπτικόν πυρ και διαστείλη αυτό μέχρι των ομμάτων, βιαίως ωθούσα και διαλύουσα 68. | τους πόρους των οφθαλμών, ώστε να εκχύνεται πυρ και ύδωρ άφθονον, το οποίον καλούμεν δάκρυα, ενώ αυτή αύτη η ορμή είναι πυρ, και έρχεται εις συνάντησιν (ενώ το έν πυρ πηδά έξω ως από αστραπήν, το δε άλλο εισέρχεται και σβύνεται εις την υγρασίαν του οφθαλμού), και εις την σύγχυσιν ταύτην γεννώνται ποικίλα χρώματα, την εντύπωσιν ταύτην ονομάζομεν μαρμαρυγήν51, εκείνο δε όπερ παράγει αυτήν ονομάζομεν λαμπρόν και Β. | στίλβον. Το δε μεταξύ τούτων είναι γένος πυρός, το οποίον φθάνει εις το υγρόν των ομμάτων και αναμιγνύεται με αυτό, αλλά δεν στίλβει, και την λάμψιν ταύτην του πυρός η οποία αναμιγνύεται μετά του υγρού, επειδή παρέχει χρώμα του αίματος, την ονομάζομεν ερυθρόν.

Το λαμπρόν ενούμενον με το ερυθρόν και το λευκόν γεννά το ξανθόν. Αλλά κατά ποίον μέτρον είναι έκαστον τούτων, ουδέ εάν τις γνωρίζη αυτό, έχει σημασίαν προς αυτόν να το εξετάζη, διότι ουδείς θα ηδύνατο να δείξη επαρκώς ανάγκην τινά αυτού ούτε λόγον πιθανόν. Το δε ερυθρόν ενωθέν με το μέλαν και το λευκόν, C. | παράγει το πορφυρούν. Όταν δε εις ταύτα, αφού μιχθώσι και καώσι, προστεθή περισσότερον μέλαν, γεννάται το σκοτεινόν (βαθύ) χρώμα. Το πυρρόν δε γεννάται εκ της μίξεως του ξανθού και του φαιού, το δε φαιόν εκ του λευκού και του μέλανος, το δε ωχρόν (κίτρινον) εκ του λευκού μιχθέντος με το ξανθόν. Το λευκόν δε συνδυαζόμενον με το λαμπρόν και μεταπίπτον εις πυκνόν μέλαν παράγει το κυανούν χρώμα. Το δε κυανούν ενούμενον με το λευκόν παράγει το γλαυκόν και το πυρρόν συνδυαζόμενον με το μέλαν Δ. | παράγει το πράσινον. Τα δε λοιπά χρώματα εκ τούτων των παραδειγμάτων είναι σχεδόν φανερόν με ποίας μίξεις δύνανται να εξηγηθώσι και να διατηρηθή η πιθανότης του λόγου. Αλλ' εάν τις εξετάζων ταύτα εν τη πραγματικότητα θέλη να κάμη δοκιμήν αυτών, θα εδεικνύετο αγνοών την διαφοράν μεταξύ της ανθρωπίνης και της θείας φύσεως, ότι δηλ. ο Θεός έχει την επιστήμην άμα και την δύναμιν επαρκείς, ίνα αναμιγνύη πολλά πράγματα εις έν και πάλιν εκ του ενός να τα διαλύη εις πολλά, αλλ' εκ των ανθρώπων ουδείς είναι ικανός να κάμη ούτε το έν ούτε το άλλο εκ Ε. | τούτων, ούτε τώρα ούτε θα είναι ποτέ εις το μέλλον.

Ταύτα λοιπόν πάντα γεννηθέντα τοιουτοτρόπως εξ ανάγκης, ο δημιουργός του καλλίστου και του αρίστου τα προσελάμβανε τότε εις τα γεννώμενα πράγματα, ότε εγέννα τον αυτάρκη και τον τελειότατον Θεόν, μεταχειριζόμενος αυτά ως βοηθητικάς αιτίας, ενώ το αγαθόν εις όλα τα γεννώμενα αυτός το επραγματοποίει.

Διά τούτο πρέπει να διακρίνωμεν δύο είδη αιτιών, το μεν αναγκαίον, το δε άλλο θείον, και το μεν θείον να ζητώμεν εις όλα τα 69. | πράγματα, διά να ζήσωμεν ευτυχείς εφ' όσον η φύσις ημών επιδέχεται· το δε αναγκαίον χάριν εκείνου, αναλογιζόμενοι ότι άνευ αυτού δεν είναι δυνατόν ούτε εκείνο, το οποίον επιποθούμεν, να κατανοήσωμεν μεμονωμένον, ούτε πάλιν να το συλλάβωμεν52 ή να μετάσχωμεν αυτού κατ' άλλον τινά τρόπον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXI

Ο Δημιουργός εκ της αταξίας έφερε τα όντα εις τάξιν. Δημιουργία της ψυχής του ανθρώπου. Το λογικόν μέρος αυτής έπλασεν ο Θεός και έθεσεν εν τη κεφαλή. Το θνητόν μέρος επλάσθη υπό των γεννητών Θεών και διηρέθη εις δύο μέρη, το θυμικόν, όπερ ετοποθετήθη εις το στήθος, και το επιθυμητικόν. Σύστασις και λειτουργία της καρδίας και του πνεύμονος.

Επειδή λοιπόν τώρα, ως εις τέκτονας τα υλικά, ευρίσκονται ενώπιον ημών τα δύο είδη των αιτιών, καλώς ωρισμένα, εκ των οποίων πρέπει να συνυφάνωμεν τον επίλοιπον λόγον ημών, πάλιν ας επανέλθωμεν συντόμως εις την αρχήν και ταχέως ας πορευθώμεν εις αυτό εκείνο το σημείον, εκ του οποίου ορμηθέντες εφθάΒ. | σαμεν εδώ, και ας δοκιμάσωμεν να θέσωμεν εις τον λόγον και κεφαλήν και τέλος αρμόζοντα εις τα προειρημένα. Καθώς λοιπόν και κατ' αρχάς είπομεν, εις τα πράγματα ταύτα, τα οποία ευρίσκοντο εις αταξίαν, ο Θεός έθεσεν εις έκαστον αναλογίας (συμμετρίας) και προς εαυτό και προς τα άλλα, καθ' όσας και όπου ήτο δυνατόν να γίνωσιν ανάλογα και σύμμετρα. Διότι τότε ουδέν πράγμα μετείχεν αναλογιών και μέτρων, εκτός αν τι εξ αυτών μετείχε κατά τύχην, ούτε το παράπαν υπήρχε κανέν άξιον να λάβη το όνομα των πραγμάτων, τα οποία τώρα έχουσι το όνομα τούτο, ως C | πυρ και ύδωρ και ει τι άλλο. Αλλ' όλα ταύτα κατά πρώτον ο Θεός διέταξε, και έπειτα εκ τούτων εσύστησε το σύμπαν τούτο, ζώον ον, το οποίον περιλαμβάνει εν εαυτώ όλα τα ζώα, θνητά και αθάνατα. Και των μεν θείων πραγμάτων αυτός ούτος έγεινε δημιουργός, την γέννησιν δε των θνητών ανέθεσεν εις τα πλάσματα αυτού53, ίνα τα δημιουργήσωσι. Και ούτοι μιμούμενοι αυτόν, λαβόντες παρ' αυτού την αθάνατον αρχήν της ψυχής, μετά τούτο ετόρνευσαν πέριξ αυτής έν σώμα θνητόν, και όλον τούτο το σώμα έδοσαν εις αυτήν ως όχημα· και έν άλλο είδος ψυχής έπλασαν προσέτι, το θνητόν, το οποίον έχει εντός αυτού φοβερά και Δ. | αναπόφευκτα πάθη54, πρώτον μεν την ηδονήν, το μέγιστον δέλεαρ του κακού, έπειτα τας λύπας, διά τας οποίας φεύγομεν ταγαθά, και προσέτι θάρρος και φόβον, άφρονας συμβούλους, και τον θυμόν, όστις δυσκόλως ακούει τας συμβουλάς, και την ελπίδα, ήτις ευκόλως παρασύρεται υπό του παραλόγου αισθήματος και του τα πάντα τολμώντος έρωτος. Αναμίξαντες δε ταύτα ομού διά της ανάγκης έπλασαν το θνητόν γένος.

Και διά ταύτα φοβούμενοι μήπως μιάνωσι το θείον, ει μη μόΕ. | νον όσον ήτο απολύτως αναγκαίον, χωριστά από εκείνο (το θείον), κατώκισαν το θνητόν55 εις άλλην κατοικίαν του σώματος, και έκτισαν ισθμόν και όριον μεταξύ της κεφαλής και του στήθους, θέσαντες εν τω μέσω τον αυχένα, διά να είναι κεχωρισμένον. Εις το στήθος λοιπόν και εις τον λεγόμενον θώρακα έδεσαν το θνητόν είδος της ψυχής. Και επειδή μέρος μεν αυτής είναι φύσει καλύτερον, μέρος δε χειρότερον, ωκοδόμησαν την κοιλότητα του θώρακος και εν τω μέσω αυτής έπλασαν χώρισμα, καθώς χωρίζεται η κατοικία των ανδρών από της των γυναικών, θέσαντες 70. | ως μεσότοιχον το διάφραγμα. Το μέρος λοιπόν της ψυχής, το μετέχον ανδρείας και θυμού, επειδή είναι φιλόνεικον κατώκισαν πλησιέστερον της κεφαλής, μεταξύ του διαφράγματος και του αυχένος, ίνα δύναται να ακούη την φωνήν του λογικού και από κοινού μετ' αυτού εξουσιάζη διά της βίας τας επιθυμίας, οπόταν αύται δεν θέλουσιν εκουσίως να υπακούωσιν ευπειθώς εις τα εκ της ακροπόλεως ερχόμενα προστάγματα και λόγους. Την καρδίαν δε, ήτις είναι ο δεσμός των φλεβών και η πηγή του αίματος του Β. | κυκλοφορούντος ορμητικώς εις όλα τα μέλη του σώματος, ετοποθέτησαν εις την κατοικίαν του δορυφόρου (του λόγου), ίνα οσάκις ο θυμός ήθελε βράσει διά άγγελμα του λόγου, ότι γίνεται πράξις τις άδικος ως προς ταύτα τα μέλη ή έξωθεν, ή εκ μέρους των εσωτερικών επιθυμιών, ταχέως τότε διά μέσου πάντων των στενών πόρων, πάντα τα μέρη του σώματος όσα δέχονται τα αισθήματα, ακούοντα τας προτροπάς και τας απειλάς, υπακούωσιν εις αυτάς και ακολουθώσι κατά πάντα, και αφίνωσιν ούτω το άριστον μέρος να ηγεμονεύη εις όλα ταύτα. Εις την ανασκίρτησιν C. | δε της καρδίας διά την προσδοκίαν των κινδύνων και διά την εξέγερσιν του θυμού, προγινώσκοντες οι θεοί ότι όλη αύτη η οίδησις (φούσκωμα) των οργιζομένων έμελλε να γίνεται διά του πυρός, ίνα προμηθεύσωσιν επικουρίαν εις αυτήν, εφύτευσαν εκεί τον πνεύμονα, όστις είναι προ πάντων μαλακός και χωρίς αίμα, και έχει εντός σπήλαια τετρυπημένα ως τα του σπόγγου, ίνα δεχόμενος την πνοήν και το ποτόν και δροσίζων παρέχη αναπνοήν και ανακούφισιν εις τόσην θερμότητα. Διά τούτο τους οχετούς της Δ. | τραχείας αρτηρίας διηύθυνον εις τον πνεύμονα· τούτον δε έθεσαν περί την καρδίαν ως τι μαλακόν πράγμα, επί του οποίου αύτη να σκιρτά, ίνα, όταν ο θυμός εν τη καρδία είναι εις την ακμήν του, πηδώσα επί πράγματος αποχωρούντος και λαμβάνουσα αναψυχήν, με ολιγώτερον κόπον δύναται περισσότερον να υπηρετή τον λόγον διά του θυμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXII

Το επιθυμητικόν τροφής, ποτού κ.λ. ετέθη μεταξύ του διαφράγματος και τον ομφαλού και προσεδέθη ως εις φάτνην, ίνα τρέφηται και τρέφη το σώμα. Το ήπαρ πυκνόν, λείον, λαμπρόν, γλυκύπικρον αντανακλά τα διανοήματα τον νου και ως κάτοπτρον παρουσιάζει αυτά εις την άλογον ταύτην ψυχήν. Ο σπλην διατηρεί το ήπαρ λαμπρόν και καθαρόν. Μαντική. Σχέσις ήπατος και μαντικής, ην έχει το άφρον μέρος της ψυχής.

Το μέρος δε της ψυχής, το οποίον επιθυμεί τας τροφάς και τα ποτά και όσα έχει χρείαν ένεκα της φύσεως του σώματος, τούτο κατώκισαν εν τω μέσω μεταξύ του διαφράγματος και του ορίου Ε. | του ομφαλού, κατασκευάσαντες εις όλον τούτον τον τόπον ως μίαν φάτνην διά την θρέψιν του σώματος. Και εδώ έδεσαν αυτό ως θρέμμα άγριον, το οποίον όμως ήτο αναγκαίον να τρέφηται, ως συνδεδεμένον (μεθ' ημών), εάν βέβαια έμελλε να υπάρχη το ανθρώπινον γένος. Ίνα λοιπόν πάντοτε, βόσκον εις την φάτνην και κατοικούν όσον το δυνατόν μακρότερον του μέρους, το οποίον 71. | βουλεύεται, προξενή ελάχιστον θόρυβον και ενόχλησιν, και αφίνη το καλλίτερον μέρος να σκέπτηται και αποφασίζη με ησυχίαν περί του κοινού συμφέροντος εις όλα τα μέρη, διά ταύτα έδοσαν εις αυτό θέσιν ενταύθα. Και επειδή εγνώριζον, ότι τούτο δεν έμελλε να ακούη τον λόγον, και ότι εάν και κατά τινα τρόπον ήθελε μετάσχη τινός εκ των αισθήσεων, δεν ήτο εις την φύσιν αυτού να φροντίζη περί του αιτίου αυτής, και ότι νύκτα και ημέραν θα παρασύρηται υπό εικόνων και φαντασμάτων, προϊδόντες Β. | τούτο οι θεοί κατεσκεύασαν το ήπαρ και το έθεσαν εις την κατοικίαν αυτού. Και έπλασαν τούτο πυκνόν, λείον και λαμπρόν και γλυκύ56, έχον δε και πικρίαν, ίνα η δύναμις των νοημάτων, η οποία φέρεται από τον νουν καταβαίνουσα εις αυτό, ως εις κάτοπτρον, το οποίον δέχεται τας εικόνας και αφίνει να βλέπη τις αυτάς, προξενή μεν φόβον εις το μέρος τούτο της ψυχής, (όπερ συμβαίνει) οσάκις μεταχειριζομένη μέρος της συγγενούς αυτής πικρίας η δύναμις αύτη επιτιθεμένη βαρεία και απειλητική, και αναμιγνύουσα αυτήν ταχέως καθ' όλον το ήπαρ εμφανίζει τα χρώC. | ματα της χολής και πιέζουσα αυτό το κάμνει όλον πλήρες ρυτίδων και τραχύ, ενώ κάμπτουσα τον λοβόν όντα ορθόν και συστέλλουσα αυτόν, φράττουσα δε και συγκλείουσα τας θύρας και τα αγγεία της χολής, παράγει λύπας και αηδίας· – και ίνα αντιστρόφως, όταν έμπνευσις πραότητος, ερχομένη εκ της διανοίας, ζωγραφίζη τας εναντίας εικόνας προξενούσα ησυχίαν από της πικρίας, επειδή ούτε κινείται ούτε θέλει να θίγη την φύσιν, ήτις είναι εναντία προς εαυτήν (την πικρίαν), και μεταχειριζομένη προς αυτήν την έμφυτον εις αυτήν γλυκύτητα και καθιστώσα πάλιν πάντα ορθά και Δ. | λεία και ελεύθερα, – ίνα (λέγω) η έμπνευσις καθιστά γαλήνιον και ήμερον το μέρος της ψυχής, το οποίον κατοικεί πλησίον του ήπατος, και την νύκτα έχει διάθεσιν κατάλληλον να μαντεύη κατά τον ύπνον, επειδή δεν μετέχει λόγου και φρονήσεως. Διότι ενεθυμούντο το πρόσταγμα του πατρός οι πλάσαντες ημάς, ότε διέταττε να ποιήσωσι το ανθρώπινον γένος όσον το δυνατόν άριστον, και διά τούτο διορθούντες και το κακόν μέρος ημών, ίνα κατά τινα τρόπον προσεγγίζη την αλήθειαν, έθεσαν εις τούτον τον τόπον το μαντείον. Ικανή δε απόδειξις του ότι ο Θεός έδωκε την μαντείαν εις την ανθρωπίνην αφροσύνην, είναι ότι ουδείς, όστις είναι εις τον νουν του, έρχεται εις μαντείαν εμπνευσμένην και αληθή, αλλά μόνον εις τον ύπνον, όταν έχη δέσει την δύναμιν της συνειδήσεώς του ή όταν δι' ασθένειαν ή ενθουσιασμόν τινα γίνη έξω εαυτού.

Ίδιον όμως του έμφρονος ανθρώπου είναι να σκέπτηται αναλογιζόμενος τους ρηθέντας λόγους ή κατά τον ύπνον ή κατά την εγρή72. | γορσιν υπό της μαντικής και ενθουσιαστικής φύσεως, και όσαι εικόνες εφάνησαν, πάσας διά του λογισμού να αναλύη, κατά τίνα τρόπον και προς ποίον δηλουσί τι κακόν ή αγαθόν, μέλλον ή παρελθόν ή παρόν. Ο δε παθών μανίαν και διατελών ακόμη εις το πάθος τούτο δεν δύναται να κρίνη αφ' εαυτού ούτε τα οράματα ούτε τους λόγους αυτού, αλλά από πολλού χρόνου και ορθώς λέγεται ότι το να πράττη και να γνωρίζη εαυτόν και τα εαυτού πράγματα είναι έργον μόνου του σώφρονος57. Εκ τούτου βέβαια Β. | προήλθε και το έθος να γίνωνται κριταί των εμπνευσμένων μαντείων οι προφήται58, τους οποίους τινές ονομάζουσι μάντεις, διότι αγνοούσιν εντελώς, ότι ούτοι είναι μόνον ερμηνευταί φωνών και οραμάτων αινιγματικών και ουδόλως μάντεις, και δικαιότατα δύνανται να ονομάζωνται ερμηνευταί των μαντείων (προφητειών).

Διά ταύτα λοιπόν η φύσις του ήπατος έγεινε τοιαύτη και ετέθη εις τον τόπον τον οποίον είπομεν, δηλαδή χάριν της μαντικής.

Και εφ' όσον τις ζη, το ήπαρ έχει φανερώτατα σημεία, αλλά όταν στερηθή της ζωής, γίνεται τυφλόν και τα μαντεύματα είναι λίαν αμυδρά ή ώστε να δηλώσι τι σαφές59.

C. | Σπλην. Η κατασκευή δε και η έδρα του γειτονεύοντος εις το ήπαρ σπλάγχνου (του σπληνός) έγεινεν εις τα αριστερά χάριν του ήπατος, δηλ. διά να το διατηρή πάντοτε λαμπρόν και καθαρόν, ως εις κάτοπτρον παρακείμενον έν μάκτρον (σπόγγος) έτοιμον πάντοτε και προητοιμασμένον. Διά τούτο και όταν γεννώνται πέριξ του ήπατος ακαθαρσίαι εκ νόσου τινός του σώματος, η αραιότης του σπληνός καθαρίζει αυτάς όλας δεχομένου εντός εαυτού, διότι έχει υφανθή κοίλος και χωρίς αίματος. Όθεν γεμίζων από Δ. | τας ακαθαρσίας αυξάνει μεγάλως και εξογκούται, και πάλιν όταν το σώμα καθαρισθή, ταπεινούται και επανέρχεται εις τον πρώτον όγκον αυτού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXIII

Το θνητόν μέρος της ψυχής. Έντερα. Μυελός. Οστά. Σπέρμα. Εγκέφαλος. Κεφαλή. Σπονδυλική στήλη – Νεύρα και Σάρκες. Στόμα. Δέρμα. Τρίχες – Όνυχες 60.

Περί της ψυχής λοιπόν, πόσον μέρος έχει θνητόν και πόσον θείον και πού και μετά ποίων οργάνων και διά τίνας αιτίας ετοποθετήθησαν ταύτα τα μέρη χωριστά, την αλήθειαν, ως είπομεν, μόνον όταν ο Θεός συμφωνήση, τότε δυνάμεθα να διισχυρισθώμεν ότι γνωρίζομεν αυτήν. Ότι όμως είπομεν πιθανά, και τώρα και εφεξής όσον περισσότερον εξετάζομεν τούτο, δυνάμεθα να διακινδυνεύσωΕ. | μεν να το βεβαιώσωμεν και το βεβαιούμεν. Το δε ακολουθούν εις ταύτα πρέπει να επιζητήσωμεν κατά τον αυτόν τρόπον, είναι δε τούτο το πώς έγεινε το επίλοιπον του σώματος61. Ότι δε συνετέθη κατά τον εξής συλλογισμόν, δύναται να αρμόζη εις αυτό περισσότερον πάντων. Οι συστήσαντες το γένος ημών εγνώριζον την ακολασίαν των ποτών και των φαγητών, η οποία θα υπάρχη εις ημάς, και ότι διά την λαιμαργίαν θα κάμνωμεν χρήσιν αυτών πολύ περισσοτέραν του πρέποντος και του αναγκαίου. Λοιπόν διά να μη γείνη διά τας νόσους αιφνιδία καταστροφή, και ίνα μη το ανθρώπινον γένος απολεσθή ευθύς πριν ή φθάση εις την τελειό73. | τητά του, ταύτα προβλέποντες, κατεσκεύασαν δοχείον όπερ καλείται κάτω κοιλία, ίνα περιλαμβάνη το περίσσευμα του ποτού και του φαγητού, και συνέστρεψαν εις γύρους τα έντερα, όπως μη διαπερώσα έξω η τροφή ταχέως αναγκάζη το σώμα να ζητή πάλιν ταχέως άλλην τροφήν, και ίνα μη γεννώσα απληστίαν καταστήση όλον το ανθρώπινον γένος ένεκα της γαστριμαργίας αφιλόσοφον και άμουσον και ανυπότακτον εις το θειότατον μέρος, το οποίον είναι εντός ημών.

Περί δε των οστών και των σαρκών και περί όλου εκείνου, Β. | το οποίον είναι ομοίας φύσεως, λέγομεν ότι ταύτα έχουσιν ως εξής: Εις όλα ταύτα αρχή υπήρξεν η γέννησις του μυελού.

Διότι οι δεσμοί της ζωής, διά των οποίων η ψυχή είναι συνδεδεμένη με το σώμα, επειδή είναι δεδεμένοι εις τον μυελόν, είναι ως αι ρίζαι του ανθρωπίνου γένους. Αυτός δε ο μυελός έγεινεν εξ άλλων πραγμάτων. Δηλαδή εκ των τριγώνων όσα ήσαν αρχικά, κανονικά και λεία, ικανά να παραγάγωσι μετά της μεγίστης ακριβείας πυρ και ύδωρ και αέρα και γην, ο Θεός αποχωρίζων από C | τα σχετικά είδη αυτών και αναμιγνύων μεταξύ των μετά τινος αναλογίας, ίνα προμηθεύση το κοινόν γεννητικόν σπέρμα εις όλον το ανθρώπινον γένος, κατεσκεύασε τον μυελόν εξ αυτών. Και μετά τούτο εφύτευσεν εις τον μυελόν τα τρία είδη της ψυχής και τα συνέδεσε. Και όσα και οποία ήσαν τα σχήματα, τα οποία έκαστον των ειδών αυτών έμελλε να έχη, εις τοσαύτα και τοιαύτα σχήματα διήρεσεν αυτόν τον μυελόν ευθύς κατά την αρχικήν διανομήν. Και το μέρος αυτού, όπερ έμελλε να έχη εν εαυτώ, ως αγρός, το θείον σπέρμα, πλάσας αυτό στρογγύλον πανΔ. | ταχόθεν επωνόμασεν εγκέφαλον, διότι όταν έκαστον ζώον ήθελεν αποτελεσθή, το αγγείον, όπερ θα περιείχε το μέρος τούτο, θα ήτο η κεφαλή. Το μέρος δε, το οποίον έμελλε να κατέχη το λοιπόν και θνητόν μέρος της ψυχής, διήρεσεν εις σχήματα στρογγύλα άμα και προμήκη και τα ωνόμασεν όλα μυελόν· και εκ τούτων ως εξ αγκυρών ρίπτων τους δεσμούς όλης της ψυχής πέριξ αυτού έπλασεν όλον το σώμα ημών, αφού πρώτον συνέπηξε δι' όλον τον μυελόν έν σκέπασμα οστέινον.

Ε. | Το οστούν δε τούτο συνέστησεν ως εξής: Κοσκινίσας γην καθαράν και λεπτήν εζύμωσεν αυτήν και ύγρανε με μυελόν· μετά δε τούτο την έβαλεν εις το πυρ, έπειτα την εβύθισεν εις το ύδωρ και πάλιν εις το πυρ και πάλιν εις το ύδωρ, και μεταφέρων τοιουτοτρόπως πολλάκις αυτήν εις τούτο και εις εκείνο την έκαμε τοιαύτην, ώστε να μη δύναται να διαλυθή ούτε υπό του ενός ούτε υπό του άλλου. Μεταχειριζόμενος λοιπόν ταύτην την ύλην ετόρνευσε πέριξ του εγκεφάλου οστεΐνην σφαίραν, εις την οποίαν 74. | αφήκε στενήν διέξοδον. Και πέριξ του αυχενίου και του νωτιαίου μυελού πλάσας εκ της αυτής ύλης σπονδύλους, διέταξε τον ένα υπό τον άλλον ως στρόφιγγας αρχίσας από της κεφαλής καθ' όλον τον κορμόν. Και ίνα διασώση το όλον σπέρμα, περιέφραξεν αυτό εντός λιθίνου περιβόλου, κατασκευάσας αρθρώσεις, και μεταχειριζόμενος την ενέργειαν του ετέρου (του μεταβλητού), ίνα ούτω μεταξύ αυτών εκτελήται κίνησις και κάμψις62.

Θεωρήσας δε ότι ο τρόπος του είναι της οστεΐνης φύσεως ήτο Β. | πολύ σαθρότερος του δέοντος και ακαμπτότερος, και ότι γινόμενος διάπυρος και ψυχόμενος63 εναλλάξ, θα σαπή και θα διαφθείρη ταχέως το σπέρμα εντός αυτού, διά τούτο επενόησε τα νεύρα και την σάρκα, ίνα με εκείνα μεν, συνδέσας όλα τα άλλα μέλη, καθ' όσον (τα νεύρα) εντείνονται ή χαλαρούνται, δώση εις το σώμα την ευκολίαν να κάμπτηται και να εκτείνηται πέριξ των σπονδύλων. Την δε σάρκα επενόησεν, ίνα γίνη προπύργιον κατά των υπερβολικών καυμάτων και ασφάλεια κατά του χειμώνος, προσέτι δε και κατά των πτώσεων, ως ένδυμα συμπιλητόν, διότι η σαρξ C. | μαλακώς και ευκόλως υποχωρεί εις τα άλλα σώματα και έχει εν εαυτή υγρόν θερμόν, το οποίον κατά μεν το θέρος ιδρώνει και νοτίζον την επιφάνειαν δύναται να προξενή εις όλον το σώμα φυσικόν ψύχος, τον δε χειμώνα απεναντίας με αυτό τούτο το πυρ δύναται να υπερασπίζηται αρκούντως κατά του ψύχους, το οποίον την προσβάλλει και την περικυκλώνει έξωθεν. Ταύτα διανοηθείς ο Πλάστης ημών, συμμείξας και συναρμόσας την σάρκα εξ ύδατος και πυρός και γης συνθέσας ζύμωμα από οξύ και αλμυρόν, και Δ. | αναμίξας ταύτα εσχημάτισεν ούτω την σάρκα πλήρη χυμών και μαλακήν. Τα δε νεύρα έκαμεν από μίγμα οστών και αζύμου σαρκός, ως μίαν μέσην φύσιν μεταξύ εκείνων και ταύτης, μεταχειρισθείς προσέτι, χρώμα ξανθόν. Διά τούτο τα νεύρα απέκτησαν φύσιν περισσότερον έντονον και γλοιώδη, παρά τας σάρκας, περισσότερον δε μαλακήν και υγράν παρά τα οστά. Διά τούτων (νεύρων και σαρκών) περικαλύψας ο Θεός τα οστά και τον μυελόν, Ε. | τα συνέδεσε μεταξύ των διά των νεύρων και μετά ταύτα εσκέπασε πάντα ταύτα διά σαρκών. Και όσα μεν οστά περιείχον μεγαλύτερον μέρος ψυχής, τα περιέφραξε με ολιγίστας σάρκας, όσα δε είχον ολιγώτερον με πλείστας και πυκνοτάτας64. Και προσέτι κατά τας συνδέσεις των οστών, όπου ο λόγος δεν εδείκνυεν ανάγκην τινά, διά την οποίαν έπρεπε να υπάρχωσι σάρκες, έθεσεν ολίγας σάρκας, ίνα μη εμπόδιον γινόμεναι εις τας κάμψεις κάμνωσι τα σώματα δυσμεταχείριστα (βαρέα), ως γινόμενα ούτω δυσκίνητα, και ίνα πάλιν, όταν θα ήσαν πολλαί και πυκναί και πολύ πεπιεσμέναι μεταξύ των, διά την στερεότητα αυτών παράγουσαι αναισθησίαν, μη καθιστώσι τας ενεργείας της διανοίας περισσότερον δυσμνημονεύτους και περισσότερον μωράς.

75. | Διά τούτο και οι μηροί και αι κνήμαι, τα ισχία, τα οστά των βραχιόνων και πήχεων, και πάντα τα άλλα όσα είναι άνευ αρθρώσεων, και όσα εντός ημών δι' ολιγότητα ψυχής εις τον μυελόν είναι κενά νοήσεως, πάντα ταύτα είναι πλήρη σαρκών· όσα δε έχουσιν εντός αυτών νόησιν, έχουσιν ολίγας σάρκας, εκτός εκεί όπου ο Θεός συνέστησεν ούτω σάρκα τινά, ίνα υπάρχη αυτή καθ' εαυτήν όργανον αισθήσεων, καθώς είναι η γλώσσα. Αλλά τα πλείστα συνέστησε κατά τον ανωτέρω τρόπον. Διότι ο οργανισμός όστις γίνεται και συντηρείται κατά τους νόμους της ανάγκης65 ουΒ. | δαμώς επιδέχεται πυκνόν οστούν και πολλήν σάρκα και μετά τούτων συγχρόνως οξύτητα αισθήσεων. Τω όντι περισσότερον παντός άλλου οργάνου η κεφαλή θα είχε τα δύο ταύτα, εάν ηδύνατο να ευρίσκωνται αυτά ομού, και το ανθρώπινον γένος, έχον κεφαλήν σαρκώδη και νευρώδη και ισχυράν, ήθελεν αποκτήσει βίον δις και πολλάκις μακροχρονιώτερον και υγιεινότερον και αλυπότερον του σημερινού. Νυν όμως οι δημιουργοί της γενέσεως ημών συλλογιζόμενοι, εάν έπρεπε να πλάσωσι γένος πολυχρονιώτερον C. | και χειρότερον, ή βραχυχρονιώτερον αλλά καλύτερον, έκριναν ομοφώνως, ότι κατά πάντα τρόπον ο ολιγοχρονιώτερος και καλύτερος βίος είναι απολύτως προτιμότερος του πολυχρονιωτέρου αλλά φαυλοτέρου. Διά τούτο και με λεπτόν μεν οστούν, ουχί όμως με σάρκας και με νεύρα, εστέγασαν την κεφαλήν, διότι δεν έμελλε να έχη ουδέ κάμψεις. Συμφώνως λοιπόν προς πάσας ταύτας τας αιτίας, η κεφαλή ευαισθητοτέρα και φρονιμωτέρα αλλά πολύ ασθενεστέρα του λοιπού μέρους του ανθρώπου προσετέθη εις το σώμα αυτού. Διά τούτο και τα νεύρα ο Θεός ομοίως στήσας πέριξ του κάτω άκρου της κεφαλής ολόγυρα περί τον τράχηλον, εκόλΔ. | λησεν αυτά ομοιομόρφως και συνέδεσε μετ' αυτών τα άκρα (κλείδας) των σιαγόνων υπό το πρόσωπον, τα άλλα δε διένειμεν εις όλα τα άλλα μέλη συνδέων άρθρωσιν με άρθρωσιν.

Στόμα. Ομοίως δε την σύστασιν του στόματος ημών με τους οδόντας και την γλώσσαν και τα χείλη διέταξαν οι διακοσμήσαντες αυτόν, όπως είναι τώρα διατεταγμένος και ένεκα της Ε. | ανάγκης και χάριν του αρίστου (αγαθού). Και την είσοδον μεν εποίησαν χάριν της ανάγκης, την έξοδον δε χάριν του αρίστου.

Διότι αναγκαίον μεν είναι παν ό,τι εισέρχεται, ίνα δίδη τροφήν εις το σώμα, αλλά το ρεύμα των λόγων, όπερ ρέει έξω και υπηρετεί την νόησιν, είναι το κάλλιστον και άριστον πάντων των ναμάτων.

Δέρμα. Εξ άλλου την κεφαλήν δεν ήτο δυνατόν να αφήση μόνον οστεΐνην και γυμνήν διά την κατά τας εποχάς υπερβολικήν ζέστην ή το ψύχος, ούτε να επιτρέψη αφού αύτη σκεπασθή να γίνη κωφή και αναίσθητος από το βάρος των σαρκών.

76. | Διά τούτο, όταν η σαρξ ξηραίνεται, συνήθως αποχωρίζεται66πέριξ έν κατάλειμμα μεγαλύτερον της σαρκός, εκείνο όπερ τώρα λέγεται δέρμα· τούτο δε διά την πέριξ του εγκεφάλου υγρασίαν αυξάνον κυκλικώς και συνερχόμενον εις εαυτό περιέβαλαν όλην την κεφαλήν. Η δε υγρασία εξερχομένη υπό τας ραφάς επότιζεν αυτό και συνέκλειεν εις την κορυφήν της κεφαλής, συλλέγουσα αυτό ως εις ένα δεσμόν. Τα διάφορα δε είδη των ραφών υπάρχουσι διά την ενέργειαν των περιόδων (της ψυχής) και διά την της τροφής, και όταν αύται μάχωνται περισσότεΒ. | ρον αναμεταξύ των, αι ραφαί είναι περισσότεραι, όταν δε ολιγώτερον, ολιγώτεραι. Όλον λοιπόν τούτο το δέρμα η θεότης εκέντει ολόγυρα διά πυρός, αφού δε ετρυπήθη, και το υγρόν εφέρετο έξω δι' αυτού, το μεν υγρόν και θερμόν, καθ' όσον ήτο καθαρόν, απήρχετο, το δε μικτόν εκ των στοιχείων, εκ των οποίων ήτο και το δέρμα, ωθούμενον άνω υπό της ιδίας αυτού ορμής, εξετείνετο μακράν, έχον λεπτότητα ίσην με το κέντημα. Αλλ' ένεκα της βραδύτητός του απωθούμενον υπό του αέρος του περιεστώτος έξωθεν, πάλιν στρεφόμενον εντός ελάμβανε ρίζας υπό το δέρμα. Κατ' C. | ακολουθίαν λοιπόν των παθημάτων τούτων, εγεννήθησαν αι τρίχες εις το δέρμα, συγγενείς με αυτό, καθ' όσον είναι όμοιαι με ιμάντας, αλλά είναι σκληρότεραι και πυκνότεραι ένεκα της εκ του ψύχους πυκνώσεως, την οποίαν υπέστη εκάστη θριξ ψυχθείσα, όταν απεχωρίζετο από του δέρματος. Ούτω λοιπόν πυκνότριχα έπλασε την κεφαλήν ο ποιήσας αυτήν, μεταχειριζόμενος τας ειρημένας αιτίας, φρονών ότι τούτο, αντί της σαρκός, πέριξ του εγκεΔ. | φάλου έπρεπε να είναι το κάλυμμα αυτού προς ασφάλειάν του ελαφρόν, και κατά τε το θέρος και τον χειμώνα ικανόν να παρέχη σκιάν και σκέπην, αλλά μη δυνάμενον να γείνη ουδόλως εμπόδιον εις την ορθότητα των αισθήσεων.

Όνυχες. Εκείνη δε η πλοκή νεύρου, δέρματος και οστού η πέριξ των δακτύλων, αφού εμίχθη εκ των τριών τούτων και εξηράνθη, έγεινεν εξ όλων έν μόνον πράγμα, έν σκληρόν δέρμα, το οποίον εδημιουργήθη μεν διά τας δευτέρας ταύτας αιτίας, αλλά παρήχθη υπό της ανωτάτης αιτίας, της Διανοίας, χάριν εκείνων τα οποία έμελλον να υπάρξωσιν έπειτα. Διότι οι συστήσαντες ημάς εγίνωσκον ότι ένα καιρόν εκ των ανδρών θα γεννηθώσι γυναίκες και Ε. | τάλλα ζώα, και ότι πολλά θρέμματα θα λάβωσιν ανάγκην να μεταχειρισθώσι τους όνυχας εις πολλάς περιστάσεις. Όθεν και τους όνυχας έπλασαν ευθύς άμα εγεννήθησαν οι άνθρωποι. Διά τον λόγον τούτον και διά τας αιτίας ταύτας δέρμα, τρίχας και όνυχας έπλασαν εις τας άκρας των μελών.

49.Σελ. 45 Β. Εδώ εξηγεί τα αίσθημα του χρώματος. Εάν το πυρ του αντικειμένου είναι το αυτό με το της όψεως δεν υπάρχει αίσθημα. Εάν είναι μείζον ή ελάσσον, τότε η διαφορά παράγει τo αίσθημα.
50.Ο Ιταλός μεταφραστής εξαίρει την διδασκαλίαν, ότι αι εντυπώσεις των διαφόρων αισθήσεων παράγονται πάσαι εκ της αυτής αιτίας, ήτις προσβάλλει διαφοροτρόπως τα διάφορα όργανα. Τα πράγματα λοιπόν κατά ταύτα έχουσι σταθεράν υπόστασιν, καίτοι ημείς τα αντιλαμβανόμεθα διαφοροτρόπως κατά τας διαφόρους αισθήσεις ημών. Παρατηρητέον έτι την αντίθεσιν του λευκού και του μέλανος. Τα άλλα χρώματα θεωρεί ο Πλάτων ως τροποποιήσεις ή βαθμούς διαμέσους μεταξύ των αντιθέτων τούτων.
51.Απλούστερον δυνάμεθα να είπωμεν, ότι η λάμψις, η μαρμαρυγή γεννάται εκ της επί της κόρης συγκρούσεως των δύο πυρών, του πυρός όπερ έρχεται εκ του εξωτερικού αντικειμένου και εκείνου όπερ εξέρχεται εκ των ομμάτων. Η σύγκρουσις αύτη παράγει δάκρυα κ.λ.
52.Περί των συναιτίων και της ανάγκης όρα σελ. 46C, 48Α και 76Δ. Η θεωρία των θείων απαιτεί την μελέτην των φυσικών νόμων ως αναγκαίον βοήθημα. Είναι δε αύτη υγιεστάτη αρχή, συνδιαλλάττουσα την θρησκείαν και την επιστήμην· ο κόσμος κυβερνάται υπό νόμων, ους μελετά η επιστήμη, αλλ' ο έσχατος λόγος αυτών είναι το αντικείμενον της θρησκείας και της φιλοσοφίας· η επιστήμη είναι μέσον, η θρησκεία και η φιλοσοφία σκοπός· αλλά μόνον διά της θεωρίας του γινομένου δυνάμεθα να φθάσωμεν εις την γνώσιν του όντος. Ο Πλάτων εν σελ. 59C εθεώρει την σπουδήν των φυσικών νόμων ως πάρεργόν τι. Ενταύθα όμως κρίνει αυτήν καλύτερον και δικαιότερον.
53.Τρόπος μεταβάσεως από του θείου εις το πεπερασμένον και γήινον.
54.Η διαίρεσις θείου και θνητού είναι η αυτή με την εν τη Πολιτεία διάκρισιν λογιστικού και αλόγου, η υποδιαίρεσις του θνητού προς την υποδιαίρεσιν του αλόγου εις θυμοειδές και επιθημητικόν εν τη Πολιτεία και προς την του ευγενούς και κακού ίππου εν τω Φαίδρω.
55.Τα μέρη της ψυχής, κατά τον Πλάτωνα, είναι τρία: τo νοητικόν, το θυμοειδές και τελευταίον το επιθυμητικόν. Ταύτα δεν είναι δυνάμεις αλλά μέρη οικούντα εις διάφορα μέρη του σώματος. Από τούτων διακρίνονται αι δυνάμεις της ψυχής εξαρτώμεναι εκ των σχέσεων υποκειμένου και αντικειμένου, και αίτινες είναι η επιστήμη, η δόξα και η αίσθησις. Η ψυχολογία του Πλάτωνος έχει χαρακτήρα ηθικοτελολογικόν.
56.Το ήπαρ έχει τας ιδιότητας ταύτας χάριν των δύο λειτουργιών αυτού. Είναι ως κάτοπτρον εις ό αντανακλάται η νόησις της ψυχής, και ή διαταράττει αυτήν διά της πικρίας της χολής ή πραΰνει διά της γλυκύτητος ην έχει, ώστε να την διαθέτη προς μαντείαν καθ' ύπνους, ήτις αναπληροί εν τω μορίω τούτω της ψυχής την συνείδησιν και τον λόγον, άτινα λείπουσιν εν αυτώ.
57.Ο Πλάτων λοιπόν αποδίδει την μαντείαν εις το άλογον, το σωματικόν μέρος του ανθρώπου, και θεωρεί πολύ κατωτέραν της συνειδητής γνώσεως.
58.Διερμηνείς.
59.Δήλα δη η οιωνοσκοπία είναι όλως αβέβαιον και αμφίβολον πράγμα.
60.Ο Τίμαιος εξακολουθεί πραγματευόμενος τα μέλη του οργανισμού εκ τελολογικής απόψεως. Το υπογάστριον σκοπόν έχει να δέχηται το περίσσευμα των τροφών, αι δε περιστροφαί των εντέρων σκοπόν έχουσι να κρατώσι τας τροφάς περισσότερον χρόνον, ίνα μη ανανεώνται αύται συχνά. Ο μυελός επλάσθη, ίνα συνάπτη τους ζωτικούς δεσμούς τους ενούντας την ψυχήν προς το σώμα. Ο εγκέφαλος, κυκλοτερής γενόμενος, εδέχθη την αθάνατον ψυχήν. Το λοιπόν μέρος του μυελού διηρέθη εις σχήματα στρογγύλα και επιμήκη, και εις ταύτα ως εις αγκύρας προσεδέθη η θνητή ψυχή. Έπειτα εποιήθησαν τα οστά· δι' οστεΐνης σφαίρας εστεγάσθη ο εγκέφαλος και περί τον διαυχένιον και τον νωτιαίον μυελόν ετέθησαν σφόνδυλοι ως στρόφιγγες οι μεν υπό τους δε. Έπειτα επλάσθησαν τα νεύρα και η σαρξ· εκείνα μεν ίνα συνδέωσι τα μέλη και ίνα δίδωσιν εις τας αρθρώσεις την δύναμιν να κινώνται ελευθέρως, αι δε σάρκες, ίνα προφυλάττωσι το σώμα κατά της θερμότητος και του ψύχους. Αι σάρκες διενεμήθησαν κατά λόγον της θέσεως και της χρήσεως των μελών. Τέλος επλάσθησαν το δέρμα ως περικάλυμμα της σαρκός, και αι τρίχες και οι όνυχες ως όργανα αμύνης, άτινα έλαβον την πλήρη εξέλιξιν αυτών εις τα άλλα ζώα.
61.Όρα σελ. 61C.
62.Η κάμψις είναι κίνησις ουχί κυκλική, ούτε πάντοτε κατά τον αυτόν τρόπον δεν έχει λοιπόν την φύσιν του ταυτού. Έπειτα είναι πολλαπλή ως προς τας αρθρώσεις.
63.Κατά τας μεταβολάς της θερμοκρασίας.
64.Επειδή ο μυελός είναι η έδρα της ψυχής, το ποσόν αυτού αντιστοιχεί προς το της ψυχής. Αλλ' αι φράσεις αύται δεν πρέπει να λαμβάνωνται υλικώς. Ο Πλάτων διακρίνει την ουσίαν του νωτιαίου μυελού από του των άλλων οστών.
65.Η ανάγκη και ενταύθα φαίνεται ως μία διάταξις, ην έχουσι τα πράγματα καθ' εαυτά ανεξαρτήτως πάσης εκ προνοίας διατάξεως.
66.Ο Τίμαιος λέγει απεχωρίζετο, εκθέτων την πρώτην μόρφωσιν του ανθρώπου υπό μυθικήν μορφήν.
Возрастное ограничение:
12+
Дата выхода на Литрес:
30 сентября 2017
Объем:
102 стр. 5 иллюстраций
Переводчик:
Правообладатель:
Public Domain

С этой книгой читают