Читайте только на ЛитРес

Книгу нельзя скачать файлом, но можно читать в нашем приложении или онлайн на сайте.

Читать книгу: «Τίμαιος, Τόμος Β», страница 6

Шрифт:

ΚΡΙΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗΣ ΚΟΣΜΟΓΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ

Αναγκαίον θεωρούμεν να ανακεφαλαιώσωμεν και να κρίνωμεν ενταύθα τας γενικάς αρχάς της διδασκαλίας του Πλάτωνος περί κόσμου και ψυχής, αφαιρούντες την μυθικήν μορφήν της εκθέσεως. Το ίδιον της φιλοσοφίας του Πλάτωνος, η αθάνατος δόξα αυτού είναι η περί των ιδεών θεωρία και η διαλεκτική μέθοδος. 1) Πάντα τα πράγματα έχουσιν έκαστον μίαν ουσίαν άληπτον υπό των αισθήσεων και μίαν ιδέαν αντιστοιχούσαν εις αυτά, ούτω δε πάντα, πνεύμα και ύλη, χώρος και χρόνος, φυτόν και ζώον κλπ. σύγκεινται εξ ιδεών και στοιχείων νοητών. Η ιδέα είναι η ουσία και η υπόστασις των όντων, είναι η αρχή, ήτις παρέχει εις τα όντα ύπαρξιν (το είναι) και ουσίαν, και δι' ης ταύτα νοούνται και γινώσκονται. 2) Πάσα ιδέα συνδέεται ενδομύχως και αχωρίστως προς την εναντίαν αυτής ιδέαν και αμφότεραι αποτελούσιν έν όλον, ώστε δοθείσης της μιας δίδοται άμα και η ετέρα. Ούτως ο τρόπος του είναι, η αχώριστος μορφή των ιδεών είναι η διαλεκτική, στηριζομένη επί της συνυπάρξεως των εναντίων. Επειδή δε πάσαι αι ιδέαι αλληλουχούνται, ο νους εκ μιας αυτών ορμώμενος δύναται να ανεύρη πάσας τας άλλας και να γνωρίση την φύσιν του παντός.

Αι ιδέαι λοιπόν, τα νοητά, είναι τα μόνα πραγματικά όντα, διότι ταύτα είναι καθολικά και αμιγή, αιώνια και αναλλοίωτα· δεν είναι απλώς υποκειμενικαί έννοιαι, νοήματα ψυχής, αλλ' απ' εναντίας αι έννοιαι ημών προϋποθέτουσι τας ιδέας ως αντικείμενα έχοντα ιδίαν ανεξάρτητον ύπαρξιν. Τα αισθητά όμως, τα οποία απαύστως ρέουσι και μεταβάλλονται, και γεννώνται και φθείρονται, είναι όντα σχετικά και εξηρτημένα, απλά φαινόμενα, εν οις εμφανίζονται αι ιδέαι. Η σχέσις αισθητού και ιδέας είναι σχέσις εικόνος και αρχετύπου, μιμήσεως και παραδείγματος. Το αισθητόν άρα δεν είναι όντως ον, ή άλλως, είναι μη ον, είναι τι γινόμενον. Όπως δε εις το αντίτυπον, εις τον ορατόν κόσμον υπάρχει κλίμαξ όντων από του ατελεστάτου μέχρι του τελειοτάτου, του Σύμπαντος, ούτω και εν τω νοητώ κόσμω αι ιδέαι αποτελούσιν ιεραρχίαν, εις την κορυφήν της οποίας ίσταται η ιδέα του Αγαθού, ήτις δεσπόζει του όλου, και περιέχει και εξηγεί τας άλλας ιδέας, υπερέχουσα αυτών κατά την πραγματικότητα και την τελειότητα. Απέναντι αυτής αι άλλαι είναι υπάλληλοι και εξηρτημέναι, αποτελούσιν όμως ολοκληρωτικόν μέρος της φύσεως αυτής, και εν αυτή ευρίσκουσι την τελειότητα και την ενότητα αυτών, ούτως ώστε εκείνη είναι ο τελικός αυτών σκοπός και αύται υπάρχουσι χάριν εκείνης, ή άλλως, εκείνη παρέχει εις ταύτας το είναι και την ουσίαν. Περιέχει άρα η ιδέα του Αγαθού και το νοητόν και το νοούν και υπερέχει αυτών. Αλλά τι είναι αυτό το Αγαθόν δεν ορίζει ο Πλάτων. Την ιδέαν του Αγαθού καλεί Θεόν, αι άλλαι είναι (κατώτεροι) Θεοί.

Έχομεν ούτω την ιδέαν, ήτις είναι η μόνη πραγματικότης, το παντελώς ον, και διά τούτο εκτός αυτής ουδέν υπάρχει, ει μη το (σχετικώς) μη ον. Αλλ' η ιδέα ως κατ' εξοχήν πραγματικότης είναι και η υπερτάτη ενέργεια, είναι το ον, όπερ ποιεί το μη ον μέτοχον εαυτού, εικόνα εαυτού, και ούτως αύτη μεν γίνεται αιτία ποιητική, αρχή δημιουργική, το δε μη ον γίνεται τοιούτον τι, οίον είναι το ον. Αύτη είναι η θεία αγαθότης. Το απόλυτον αγαθόν γεννά το σχετικόν αγαθόν, αγαθόν δ' είναι ή μετέχει του αγαθού πάσα ύπαρξις θετική. Μόνη η απόλυτος άρνησις είναι το κακόν. Ούτως ο Πλάτων την Κοσμογονίαν εξηγεί μόνον διά της θείας αγαθότητος, το δε στοιχείον της ανάγκης προσθέτει έξωθεν διά της ύλης. Επειδή δε το αγαθόν έγκειται κυρίως εν τη αναλογία και τω νόμω, εν τη τάξει και εν αρμονία, ενί λόγω εν τη ενότητι, ο Πλάτων την ενότητα πανταχού ζητεί να καταλάβη και εξηγήση. Αδιαφορών προς τα φαινόμενα μεταρσιούται εις τον Ουρανόν των ιδεών και πλήρης ενθέου ζέσεως μελετά την υπόστασιν των πραγμάτων, το όντως ον, την ιδέαν, ης ίδιον χαρακτηριστικόν είναι η ενότης και η δημιουργία της ενότητος, ήτοι η εις έν αρμονικόν σύστημα διάταξις του παντός.

Αι πρώται αρχαί της Φύσεως είναι ο χώρος και ο χρόνος, ήτοι αι δύο μορφαί της εξωτερικότητος των όντων, οι δύο όροι της κινήσεως και της γενέσεως. Τας ιδέας ταύτας προσδιορίζει ο Τίμαιος τον μεν χρόνον εν κεφ. Χ – XI τον δε χώρον εν κεφ. XIII. Όπως η κίνησις και η γένεσις υπήρξαν αείποτε «αεί γενόμεναι» σ. 27 «και πριν ουρανόν γενέσθαι» σελ. 52, ούτω και ο αχώριστος απ' αυτών χρόνος είναι άπειρος, μήτε αρχήν έχων μήτε τέλος, της ακινήτου αιωνιότητος αιώνιος κινητή εικών, ρέουσα διηνεκώς και προσδιοριζομένη δι' αριθμών. Μόνον το μέτρον του χρόνου γεννάται διά της κινήσεως των αστέρων. Εξ άλλου ο χώρος είναι το δοχείον πασών των μορφών, των εικόνων των ιδεών, και αν δεν είναι αυτή η ύλη, είναι πάντοτε αχώριστος της ύλης, ήτις είναι η ιδέα του μη όντος, η καθαρά δυνατότης, ην γονιμοποιεί η υπερτάτη πραγματικότης, η Ιδέα. Ο Πλάτων λέγει, ότι είναι δύσκολον να εννοηθή η ιδέα της ύλης, διότι αληθώς είναι δυσχερής ο ορισμός αυτής, αλλά και διότι αυτός ο φιλόσοφος, όπως θεωρεί πάσας τας ιδέας εκτός της συστηματικής υπάρξεως αυτών, ούτω και την ύλην, αποκόπτων από του όλου και εξετάζων αυτήν εν τη αφηρημένη ταύτη καταστάσει της, συλλαμβάνει ως την απόλυτον αδιοριστίαν. Οπωσδήποτε η ιδέα της ύλης είναι αιώνιος, όπως αιώνιος είναι ο χώρος και τα γεωμετρικά σχήματα αυτού και αι σχέσεις και οι νόμοι αυτών· πάντα είναι τα μέρη του θείου λόγου, της απολύτου ιδέας.

Η ύλη λοιπόν ως δυνατότης του κόσμου υπήρξε πάντοτε εν τη απολύτω ιδέα· αείποτε άρα υπήρξε κίνησις και μορφή τις εν τω κόσμω, διότι η ιδέα ως ψυχή και νους εισδύουσα εις τον κόσμον πάντοτε ενεργεί, ίνα πραγματοποιή αυτόν. Όμως η τελεία τάξις και διακόσμησις δεν πραγματοποιείται αμέσως, αλλά διαδοχικώς και προοδευτικώς διακοσμείται το παν συμφώνως προς τας ιδέας, το αυτοζώον. Ο κόσμος άρα είναι γεννητός, ρέει και γεννάται πάντοτε, είναι διηνεκής γένεσις, ουχί μεν αΐδιος, αλλά και άνευ αρχής εν χρόνω. Την παράλογον παράστασιν του χάους δεν ήτο δυνατόν να παραδεχθή ο Πλάτων, εκτός εάν ως χάος νοήται ατελής τις διάταξις σχετικώς προς άλλην τελειοτέραν. Ο κόσμος όμως είναι πάντοτε ζώον έμψυχον και έννουν.

Η ψυχή ως μέσος όρος μεταξύ του νοητού και υλικού, του αμεταβλήτου και του μεταβλητού, της ιδέας και της ύλης, συνδέουσα ταύτα προς άλληλα, διαμορφοί, διοργανοί και ζωοποιεί την ύλην κινούσα αυτήν και προσδιορίζουσα κατά αριθμητικάς και γεωμετρικάς σχέσεις, και απεργάζεται αυτήν πραγματικόν ομοίωμα των ιδεών. Ούτως ο κόσμος είναι είς, τέλειος την μορφήν (σφαιροειδής), περιστρέφεται απαύστως περί το αυτό κέντρον, είναι αυτάρκης και μηδενός έχων χρείαν είναι ευδαίμων Θεός μονογενής.

Αι μεγάλαι αρχαί της φυσικής του Πλάτωνος είναι η της περιώσεως ή κυκλικής ώσεως, η της έλξεως των ομοίων, ο νόμος των μεταμορφώσεων των σωμάτων, και τέλος η διάκρισις τεσσάρων στοιχειωδών σωμάτων. Η μεν γη είναι εν τω κέντρω, το δε πυρ εν τοις άκροις του κόσμου· του αέρος και του ύδατος αι χώραι κείνται μεταξύ δύο πρώτων.

Της νοούσης ψυχής τα νοητά στοιχεία, ως είρηται, είναι αι τρεις αύται ιδέαι, η του ταυτού ή της ενότητος (αμέριστος ουσία), η του ετέρου ή των πολλών (μεριστή ουσία), και τρίτη η ουσία η συνενούσα τας δύο πρώτας. Κατά ταύτα η ψυχή έχει δύο αρχικάς κινήσεις, την του ταυτού και την του ετέρου, εις εκατέραν των οποίων αντιστοιχεί είς των κύκλων αυτής. Αι κινήσεις αύται είναι βεβαίως αι δύο ενέργειαι του πνεύματος, ήτοι: α) η νόησις ή ο λόγος (κίνησις του ταυτού) αντικείμενον έχουσα το αναλλοίωτον και όντως ον, τας ιδέας· β) η δόξα (κίνησις του ετέρου) αντικείμενον έχουσα τον αισθητόν και αλλοιούμενον κόσμον. Ο Πλάτων όμως διακρίνει και τρίτον είδος γνώσεως, τον διασκεπτικόν νουν, ή την διάνοιαν, ήτις αντιστοιχεί προς την μικτήν ουσίαν και αντικείμενον έχει τα μεταξύ των δύο πρώτων, τας γενικάς εννοίας και τα μαθηματικά, ήτοι τους τρόπους και τους νόμους, καθ' ους αι ιδέαι απεικονίζονται εν τοις αισθητοίς.

Αι θεωρίαι του Πλάτωνος περί του Πλανητικού συστήματος, περί της οργανικής φύσεως κλπ. είναι βεβαίως σήμερον εν πολλοίς εσφαλμέναι επιστημονικώς, αλλ' όμως έχουσι φιλοσοφικήν αξίαν, καθ' όσον εν αυταίς ο λόγος προσπαθεί να εύρη εαυτόν εν τη φύσει, ως εν κατόπτρω, καθ' όσον ο νους ζητεί να αποδείξη, ότι η φύσις είναι έργον του Αγαθού. Δια τούτο ο Πλάτων πάντα εξηγεί τελολογικώς, ολιγωρεί δε των ποιητικών αιτίων.

Η Πλατωνική φιλοσοφία δεν είναι μόνον η ευγενεστάτη και καθαρωτάτη εκδήλωσις του Ελληνικού πνεύματος, αλλ' είναι και η τελειοτάτη ποιητική έκφρασις της εποπτικής νοήσεως. Εις τον υλισμόν των Ιώνων αντιτάσσει την αιωνιότητα του νου, εις δε τον άγονον ενισμόν των Ελεατών την αιωνιότητα της ύλης. Αλλ' ο Πλάτων ανευρών και ακραδάντως εμπεδώσας τας αιωνίους αρχάς της επιστήμης, δεν ήτο δυνατόν αυτός αμέσως να εφαρμόση και αναπτύξη αυτάς ούτως, ώστε να πραγματοποιήση την απόλυτον γνώσιν. Εκ τούτου πηγάζουσιν αι ατέλειαι του συστήματος αυτού. Ως προς την μέθοδον λ. χ. αντί να εξάγη και να αποδεικνύη τους όρους, τας ιδέας και τας ουσιώδεις αναφοράς αυτών, προϋποθέτει αυτούς παραλαμβάνων έξωθεν και άλλοτε μεν εκ της πείρας ανάγεται εις τας αρχάς και αντί να εξηγή διά των αρχών τα γινόμενα, αντιστρόφως εξηγεί τας αρχάς διά των γινομένων, άλλοτε δε δι' εμμέσου και αρνητικής μεθόδου ζητεί να αποδείξη την ύπαρξιν και τας σχέσεις των εναντίων. Αλλ' ούτως, επειδή δεν προσδιορίζει την ενδόμυχον φύσιν και ουσίαν των όρων, δεν δύναται να διαλλάξη την αντίθεσιν αυτών, ούτε να αναγάγη τας ιδέας εις έν σύστημα και να πραγματοποιήση την ενότητα της επιστήμης.

Αι ιδέαι πάλιν προς μεν τα αισθητά είναι υποστάσεις αυτών, αλλά προς το αγαθόν γίνονται τρόποι της ιδέας ταύτης. Αφ' ετέρου εκάστη των ιδεών είναι μονοειδές τι, καθ' αυτό ον τέλειον. (Φαίδ.). Ούτως αι ιδέαι είναι τούτο μεν χωρισταί και αυθυπόστατοι, τούτο δε μέλη αχώριστα υπερτέρας ενότητος. Ο Πλάτων βεβαίως αποκλίνει μάλλον ή οι οπαδοί αυτού εις την ενότητα. Και αληθώς αι ιδέαι δεν χωρίζονται, διότι είναι ανεξάρτητοι από του χρόνου και του χώρου, οίτινες είναι οι όροι του χωρισμού, του μη όντος, της πενίας. Αλλ' όμως ο Πλάτων δεν επιχειρεί να πορισθή, να εξαγάγη τας ιδέας εκ της απολύτου ιδέας· το ζήτημα πραγματεύεται εμπειρικώς. Αν αι ιδέαι ηδύναντο να μεταβαίνωσιν εις αλλήλας και να έχωσι την ύπαρξιν αυτών εν αλλήλαις, θα ήτο ευχερής η διαλεκτική ανάπτυξις αυτών. Αλλ' αι ιδέαι παρίστανται ως ανεξάρτητοι, αυτοτελείς και αΐδιοι ουσίαι, επιδεκτικαί μόνον συγκρίσεως και εξωτερικών σχέσεων. Η δε του αγαθού παρίσταται μεν ως αρχή της γνώσεως και της υπάρξεως, αλλ' ούτε η ιδέα εκείνη διορίζεται ακριβώς, ούτε αι έννοιαι αύται εξάγονται εξ εκείνης λογικώς. Ούτως η Πλατωνική αρχή απέβη άγονος και ανίσχυρος να συνδιαλλάξη τας αντιφάσεις. Ο κόσμος των ιδεών δεν είναι το τέλειον, αύταρκες, όντως ον; Διατί λοιπόν να καταπέση εις την αντίπαλον ύλην και να μολυνθή; Προς το αγαθόν ο Πόρος συνεζεύχθη με την Πενίαν (Συμπ.), ίνα γεννήσωσι το κράμα τούτο της τελειότητος και της αθλιότητος, όπερ άγεται κόσμος; Τοιαύται ενστάσεις θα κατέπιπτον, αν η δημιουργία συνελαμβάνετο, ουχί ως πτώσις της ιδέας, αλλ' ως πρόοδος, ουχί ως αγαθόν έργον αυθαιρέτου βουλήσεως, αλλ' ως αναγκαίος σταθμός της θείας ζωής.

Αναλόγως προς τον κόσμον των ιδεών διοργανοί ο Πλάτων και την ανθρωπίνην κοινωνίαν. Η Πολιτεία αυτού είναι ως ιδανική υπόστασις, ης απλά μόνον συμβεβηκότα είναι τα άτομα. Οι πολίται ζώσι μόνον διά την πόλιν. Ιδιοκτησία και οικογένεια καταλύονται, αντ' αυτών δε επιβάλλεται η κοινοκτησία και η κοινογαμία. Πάσα ελευθερία του ατόμου προγράφεται αμειλίκτως. Αύτη η ποίησις και η θρησκεία είναι ανεκταί μόνον ως μέσα προς το αγαθόν της πόλεως. Τοιαύτη όμως τυραννική πολιτεία είναι απραγματοποίητος. Ο Πλάτων είχε βεβαίως προ οφθαλμών τας συγχρόνους πολιτείας και μάλιστα την Σπαρτιατικήν. Αλλά πάσαι κατεστράφησαν ταχέως, διότι δεν ανεγνώριζον τα δίκαια και την ενέργειαν των ατόμων. Καταλυθείσης της αρχαίας πολιτείας, φυσικόν ήτο να υπολάβη το άτομον ότι το ύψιστον καθήκον αυτού ήτο να φεύγη την ύλην, την κατά Πλάτωνα πηγήν του κακού, να ταλαιπωρή την σάρκα, να καταφρονή πάντα κοινωνικόν δεσμόν και εν ερήμω μονάζον να ζητή ασκητικώς να ομοιωθή προς τον Θεόν. Το ιστορικόν τούτο φαινόμενον είναι εν μέρει καρπός μιας όψεως της Πλατωνικής φιλοσοφίας. Η σαρξ, το καθαρώς ανθρώπινον, ετιμήθη και εδοξάσθη βραδύτατα εν ταις νεωτέραις κοινωνίαις διά της αναπτύξεως της χριστιανικής ιδέας του θεανθρώπου.

Ο Πλάτων ούτε την ιδέαν του αγαθού διώρισε σαφώς, ούτε συνέλαβε την αληθή φύσιν του Απολύτου όντος. Τούτο κατενόησεν ο Αριστοτέλης, αντί του Αγαθού ανακηρύξας υπερτάτην αρχήν την Νόησιν. Η νόησις είναι ανωτέρα του αγαθού, διότι το αγαθόν, ως αγαθόν, είναι μία ιδέα, και εξ άλλου το νοούμενον αγαθόν είναι υπέρτερον του μη νοουμένου. Προσέτι κατ' αυτόν τον Πλάτωνα (Θεαίτ.) αναγκαίως υπάρχει πάντοτε υπεναντίον τι εις το αγαθόν, όπερ ούτως αδυνατεί να απαλλαγή της αντιθέσεως και να διαλλάξη πάντα τα εναντία. Η νόησις όμως νοεί εαυτήν και πάντα τα άλλα. Η δε απόλυτος νόησις νοούσα ποιεί τα πράγματα και είναι νους άμα και νοητόν.

Ο Πλάτων εδίδαξεν, ως είπομεν, ότι ο νοητός κόσμος των ιδεών είναι ο μόνος αληθινός, και ότι το άτομον έχει ύπαρξιν παροδικήν και φαινομενικήν. Αλλ' ο Αριστοτέλης αντέταξεν, ότι η τοιαύτη ιδέα είναι απλή δύναμις, ήτοι υπάρχει μόνον εν δυνάμει, και ότι εν τω ατόμω μόνον υπάρχει ενεργεία, ήτοι είναι πραγματικότης. Η ιδέα, κατά τον Αριστοτέλην, είναι ουσιωδώς ενέργεια, είναι δηλ. εσωτερική αρχή (δύναμις), ήτις ενεργοποιείται και εξωτερικεύεται, και ούτως είναι ενότης του εσωτερικού και του εξωτερικού, της ύλης και του είδους, του καθολικού και του ατομικού, ή άλλως, δεν είναι αφηρημένον τι και ατελές, αλλά συγκεκριμένη πραγματικότης. Η ιδέα είναι εν τω ατόμω, είναι η εσωτερική μορφή, ήτις ενεργοποιεί την απλήν δύναμιν αυτού, μορφώνει την ύλην αυτού. Επειδή λοιπόν το άτομον είναι αυτό το καθολικόν (το γένος, η ιδέα), η νόησις (το καθόλου) αναγνωρίζει εαυτήν εν τω ατόμω και ούτως είναι νόησις της νοήσεως. – Ίνα εννοήση τις την επί της παγκοσμίου ιστορίας τεραστίαν επίδρασιν της Αριστοτελικής αρχής της Ατομικότητος, ην ήσκησε παραλλήλως προς την Πλατωνικήν αρχήν της Καθολικότητος, αρκεί να παρακολουθήση την εξέλιξιν αυτής από του Σοφού των Στωικών και του περί πάντων Επέχοντος υποκειμένου των Σκεπτικών μέχρι του ανθρωπίνου Νου των Αλεξανδρινών, αναγνωρίζοντος εαυτόν ως την πρώτην απόρροιαν του θείου Νου, μέχρι του Θεανθρώπου των Χριστιανών, δι' ου εφανερώθη εις αυτήν την αισθητικήν αντίληψιν ημών η ταυτότης της θείας και της ανθρωπίνης φύσεως. «Εγώ (το ατομικόν) και ο Πατήρ μου (το καθολικόν) έν εσμέν». Η διδασκαλία αύτη της συνδιαλλαγής των δύο φύσεων, επομένως και των δύο φιλοσοφικών θεωριών, αποτελεί αυτήν την ουσίαν του Χριστιανισμού και εξηγεί την μεγάλην ιστορικήν αξίαν και επενέργειαν αυτού.

Ο Μετάφρ.

Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.

Τίμαιος Αποτελεί σύστημα μεταφυσικής φιλοσοφίας περί γενέσεως του κόσμου και περί φύσεως του ανθρώπου, που παρουσιάζει πολλή συγγένεια με τις θεωρίες των Πυθαγορείων. Ο Τίμαιος αναπτύσσει βαθύτατες ιδέες γιά τον χαρακτήρα του κόσμου και ο Σωκράτης διευκρινίζει, συντελώντας στην ενάργεια και την παραστικότητα του πλατωνικού ύφους. Η μετάφραση έγινε από τον Π. Γρατσιάτο.

Возрастное ограничение:
12+
Дата выхода на Литрес:
30 сентября 2017
Объем:
102 стр. 5 иллюстраций
Переводчик:
Правообладатель:
Public Domain