Читайте только на ЛитРес

Книгу нельзя скачать файлом, но можно читать в нашем приложении или онлайн на сайте.

Читать книгу: «Αγαμέμνων», страница 3

Шрифт:
 
κι άλλοι τις φάουσες κοίμιζαν μυριστές φλόγες.
Και τώρα τι τα θέλω πιότερα από σένα;
Όλα τα πάντα από τον ίδιο θα τα μάθω,
και θα βιαστώ να κάμω τα καλύτερά μου
για τα καλά του σεβαστού μου αντρός δεξίμια·
γιατί ποιο φως γλυκύτερο θα ιδή γυναίκα,
παρ' απ' τον πόλεμο ο θεός τον άντρα αν σώση,
τις πόρτες να του ανοίξη; – πήγαινε και πε του
ναρθή το γρηγορώτερο, η χαρά της χώρας,
και να βρη, όπως την άφησε, πιστή γυναίκα
μες στα παλάτια του, που φύλαγε σαν σκύλα
καλή για κείνον και άγρια για τους εχθρούς του·
και σ' όλα τα ίδια πάντα, δίχως να χαλάση
καμιά, τόσον καιρό που έλειπε, σφραγίδα·
και τόση γνώρισα χαρά ή κακό λόγο
για άλλον άνδρα, όσο και το χαλκό πως βάφουν.
 
ΚΗΡΥΚΑΣ
 
Δεν είναι τέτοια καύχηση, γιομάτη αλήθεια,
αταίριαστη σε στόμα ευγενικής γυναίκας.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Άκουσες τώρα κ' έμαθες έτσι που σου είπε
σαν ξάστερος εξηγητής τα ωραία της λόγια.
Μα εσύ για τον Μενέλαο θα σ' ερωτήσω —
πες μας, έχει γλυτώση, κήρυκα, και θάρθη
μαζί με σας, ο καλός άρχοντας της χώρας;
 
ΚΗΡΥΚΑΣ
 
Πώς να μπορέσω να το πω το έμορφο ψέμμα
και να το χαίρουνται πολύν καιρόν οι φίλοι;
 
ΧΟΡΟΣ
 
Άμποτε να μας πης καλά και νάν' κι αλήθεια
γιατί τόνα δεν κρύβεται χώρια από τάλλο
 
ΚΗΡΥΚΑΣ
 
Άφαντος μέσ' από το στόλο των Αργείων
κι αυτός και το καράβι του· αυτή ναι η αλήθεια.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Σας άφησε απ' την Τροία φανερά, ή τάχα
μπόρα σας βρήκε και τον χώρισε απ' τους άλλους;
 
ΚΗΡΥΚΑΣ
 
Σαν άξιος πέτυχες τοξότης το σημάδι
και με δύο λόγια ιστόρησες κακό μεγάλο.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Και δεν ακούστηκε απ' τους άλλους κανείς λόγος
αν είναι τάχα ζωντανός ή πεθαμένος;
 
ΚΗΡΥΚΑΣ
 
Δεν ξέρει τίποτε σωστό να πη κανείς γι' αυτό
έξω απ' τον ήλιο που τον κόσμον όλον θρέφει.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Πες μας λοιπόν πώς βρήκε η χειμωνιά το στόλο
και πώς η θεϊκή η οργή επήρε τέλος;
 
ΚΗΡΥΚΑΣ
 
Μια τέτοια μέρα με κακές δεν πρέπει ειδήσεις
να βεβηλώσω· χώρια των θεών η χάρη·
γιατί όταν πάθη αδήγητα που ηύραν το στράτευμα
μ' όψη στυγνή ο μηνυτής φέρνει στην πόλη,
πρώτα είναι για όλους μια πληγή το κοινό πάθος,
και χώρια κι όσους ξέκαμε από τόσα σπίτια
με τη διπλή του μάστιγα, που ξέρει ο Άρης,
δίκοπη συμφορά, διπλού ζευγάρι ολέθρου·
κι όποιος τόσα κακά φορτωμένος θα φέρη
των Ερινύων του πρέπει αυτός Ύμνο να ψάλλη·
μα εγώ που άγγελος έρχομαι της σωτηρίας
στην πόλη τη χαρούμενη στο θρίαμβό της,
πώς στα καλά κακά να σμίξω, κι ιστορίσω
την τρικυμία, που απ' τη θεία οργή μας βρήκε;
Γιατί η φωτιά κ' η θάλασσα που είταν ως τότε
άσπονδοι εχθροί φιλιώθηκαν κ' έδωκαν όρκο
να φθείρουνε τον άθλιο των Αργείων στόλο.
Νύχτα, και το μεγάλο το κακό εσηκώθη
κι άμπωθε τόνα πάνω στάλλο τα καράβια
ο άγριος ο θρακιάς και τα βροντούσε αντάμα,
ως που απ' τη μάνητα της μπόρας και τη ζάλη
της ανεμόδαρτης βροχής, άφαντα πάνε
σαν νάταν και κακός βοσκός τα είχε προγγίξη.
Μα έδωκε και ξημέρωσε και βγήκε ο ήλιος
και βλέπομε ν' ανθή το πέλαγος το Αιγαίον
από Αχαιών κορμιά και καραβιών συντρίμια·
μα εμάς και το καράβι μας άβλαβο κάποιος
με μαστοριά ξεγλύτωσε κ' έβγαλε πέρα
θεός κι όχι άνθρωπος, κρατόντας το τιμόνι·
κι ο σωτήρας η Τύχη εκάθησε πιλότος
να μη μας λύση τους αρμούς τάγριο το κύμα,
ή κάπου σε ξερόβραχα έξω μας ρίξη.
Κ' έτσι απ' της θάλασσας το χάρο γλυτωμένοι
χωρίς να το πιστεύουμε, στη χρυσή μέρα
τη συμφορά μας βόσκαμε με έγνοιες καινούριες
για το στρατό πανεμοσκόρπισε κ' εχάθη.
Και τώρα αν ζη κανείς και πνέη κι από κείνους
θα μας λογιάζουν για χαμένους· και πώς όχι;
μήπως το ίδιο και γι' αυτούς και μεις δε λέμε;
όμως ας έβγη σε καλό, και πρώτο απ' όλους
και βέβαια το Μενέλαο να ιδής καρτέρει,
γιατί αν τον ξέρη κάπου μια του ήλιου αχτίνα
πως ζη και βασιλεύει, με του Δία τη γνώμη,
που δε θέλει το γένος του να σβύση ακόμη,
υπάρχει ελπίδα πάλι εδώ να μας γυρίση·
αυτή 'ναι, που είπα κι άκουσες η πάσα αλήθεια.
 
ΧΟΡΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
 
Ποιος να της τόδινε έτσι αυτό
τόνομα σ' όλα ταιριαστό;
μην κάποιος που δε βλέπομε
και ξέροντας το πεπρωμένο
τη γλώσσα ωδήγα στο σωστό;
Ελένη! νύφη με σπαθιά και φόνους γυρεμένη!
γιατί αλήθεια όλεθρος
ανδρών και πλοίων και κάστρων
απ' την παστάδα εκίνησε
την πολυξομπλιασμένη
με τις πνοές του γίγαντος
Ζεφύρου, η Ελένη!
Και κυνηγοί αναρίθμητοι
σιδεροφορεμένοι
πίσω απ' τα ίχνη τάφαντα
των καραβιών που αράξανε εκεί πέρα,
που οι όχθες του Σιμόεντα χλωρές
βλαστομανούνε από πολέμων αίμα.
 
 
Έτσ' η εκδικήτρα η οργή
στην Τροία να φέρη δεν αργεί
συμπεθεριό, όνομα και πράμμα,
για να ξοφλήσουν με καιρό
του τραπεζιού την ατιμία
και του φιλόξενου του Δία
κείνοι που τότε από καρδιάς
έψαλλαν το νυφιάτικο τραγούδι
του υμεναίου, που η μοίρα τόφερνε
έτσι οι γαμπροί να τραγουδούνε·
τον ξέμαθε όμως ύστερα
τον ύμνο η πόλη του Πριάμου·
τώρα βαρυαστενάζει, πολυθρήνητο
καλόντας τον κακόγαμπρο τον Πάρη,
αλήθεια πολυθρήνητο
για τόσες πολιτών ψυχές
και το αίμα τάδικο που εχάθη.
 
 
Έτσι στο σπίτι του έθρεψε
κάποιος γαλαθηνό λιοντάρι,
αποκομμένο απ' το βυζί της μάννας του·
στων πρώτων του ημερώ τη χάρη·
ήμερο στα παιδιά πασίχαρο,
και των γεροντοτέρων χάδι·
συχνά στην αγκαλιά του τόπερνε
σαν νάτανε νεογέννητο παιδάκι,
και χαρωπά χαϊδεύονταν
στο χέρι που του χόρταινε την πείνα.
 
 
Μα ήρθε καιρός και χρόνισε
και τόδειξε από ποιους κρατούσε·
για το σπολλάτη της τροφής του, ακάλεστος
το γιόμα του ετοιμάζει
μες στα κοπάδια, πόπνιξε,
κ' αίμα πλημμύρισε το σπίτι —
κακό στους σπιτικούς αγιάτρευτο
και φονικό, ζημία μεγάλη.
Θεός τον είχε θρέψη επίτηδες
σαν ιερέα συμφοράς στο σπίτι!
 
 
Έτσι και στις αρχές λέω πως νάρθε
στην Τροία σαν μια ιδέα ανάνεμης γαλήνης,
σαν ένα ατίμητο αρχοντιάς στολίδι
σαν μαλακό ματιών σαΐτεμα,
καρδιών λίγωμα, έρωτος άνθος.
Μ' άλλαξεν όψη κ' έφερε
πικρό στους γάμους τέλος,
κι ασύντυχη και κακοσύβαστη
σηκώθηκε στους Πριαμίδες,
σταλμένη από το Δία τον ξένιο
νυμφόκλαυτη Ερινύα!
 
 
Είν' ένας λόγος παλαιός παμπάλαιος,
που όταν τανθρώπου η ευτυχία περσέψη
γεννά και δεν πεθαίνει άκλερη,
κι απ' την καλοτυχιά βλασταίνει
αχόρταγη στο γένος δυστυχία.
Μα εγώ χώρια απ' τους άλλους σκέπτομαι,
πως πιότερα παιδιά γεννά το κρίμα
που του γονιού των όλα μοιάζουν,
ενώ τα σπίτια τα καλά και δίκια
πάντα καλότυχη γεννιά θα βγάζουν.
 
 
Τόχει το κρίμα το παλιό
καινούργιο να γεννοβολάη κρίμα
στους άδικους ανθρώπους,
 – αργά ή νωρίς όταν θε νάρθη ημέρα
της γέννας η γραφτή —
και συμφορά απολέμητη ανίκητη κι ανίερη
στα σπίτια την απόκοτη μαύρη Εκδικήτρα,
με τους γονιούς της απαράλλακτη.
 
 
Μα η Δίκη λάμπει στα φτωχά
κι άραχλα σπίτια
και του δικαίου το βίο τιμά,
ενώ απ' τα χρυσοστόλιστα με αδικίες παλάτια
φεύγει και δε γυρνάει τα μάτια
και πάει στα τιμημένα, δίχως να ψηφά
τη ψευτοφημισμένη δύναμη του πλούτου
κι όλα σε δίκιο τέλος κυβερνά.
 
 
Τώρα εσέ, βασιλιά, νικητή της Τρωάδας
του Ατρέα γεννιά,
και το πώς να σε πω και πώς να τιμήσω,
χωρίς πέρα να πάω, μηδέ πίσω ναφήσω
των επαίνων το μέτρο;
Γιατί ξέρω, πολλοί προτιμούν
ό,τι φαίνεται μόνο
και το δίκιο αψηφούν·
κι ο καθένας στον πόνο σου είν έτοιμος τάχα
να στενάζη μαζί σου
ενώ δεν του ραγίζει η καρδιά του από μέσα·
και σου κάνει πως χαίρει με σένα ο άλλος
και το αγέλαστο πρόσωπο βιάζει.
Μα ο καλός ο βοσκός που γνωρίζει από τέτοια
δεν γελιέται απ' το μάτι ανθρώπου που δείχνει
τάχα γνώμη καλόκαρδη κι όμως
σε χαϊδεύει με αγάπη χλιαρή.
Και λοιπόν, όταν συ ξεκινούσες το στόλο
για τη μαύρη Ελένη,
δεν το κρύβω, γι' ανόητο σε είχα
και πως όχι σωστά κυβερνούσες το νου σου
σαν να επήαινες σ' ανθρώπους γραμμένους του χάρου
ανωφέλευτο θάρρος.
Όμως τώρα που βγήκαν σε τέλος καλό
αναγαλλιάζει η ψυχή μου απ' τα βάθη,
και συ πια δε θαργήσης ρωτόντας να μάθης
ποιος στην πόλη σου φύλαξε γνώμη πιστή
και ποιος όχι.
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
 
Το Άργος για πρώτα δίκιο 'ναι να χαιρετήσω
και τους εγχώριους τους θεούς που μου είν' αιτία
του γυρισμού και της εκδίκησης που πήρα
από την Τροία· γιατί οι θεοί, όχι από λόγια
γρικόντας, ρίξανε στην κάλπη του θανάτου
το ψήφο τους αμέραστο για της Τρωάδας
τον τέλειο το ξολοθρεμό, ενώ στην άλλη
σίμωνε η ελπίδα του χεριού κ' έμενεν άδεια.
Κι απ' τον καπνό γνωρίζεται η παρμένη η πόλη
και τώρα ακόμη· ζούνε του ολέθρου οι μπόρες
κ' η στάχτη η δυσκολόσβυστη, ψηλά και γύρω
παχιές σκορπίζει μυρωδιές του αρχαίου του πλούτου.
Και πρέπει χάρη αξέχαστη νάχουμε πάντα
για τούτα στους θεούς, που τα θεόργητά μας
στήσαμε δίχτυα και για χάρι μιας γυναίκας
ξολόθρεψε ταργείτικο θεριό την πόλη,
ο ασπιδοφόρος ο λαός, πουλάρι αλόγου,
πηδόντας τον καιρό που βασιλεύει η Πούλια·
και μες στα κάστρα πέφτοντας τωμό λιοντάρι
βασιλικόν εχόρτασε γλείφοντας αίμα.
Αυτά να πω για τους θεούς έπρεπε πρώτα.
Κι όσο για τη δική σου γνώμη, μες στη μνήμη
κρατώ όσα μούπες, κ' είμαι σύμφωνος με σένα·
αλήθεια, λίγοι άνθρωποι τόχουν φυσικό τους
την ευτυχία του φίλου τους να μη φθονούνε·
μα στην καρδιά κατασταλάζει το φαρμάκι
της ζούλιας και διπλαίνει του άρρωστου τον πόνο,
που, χώρια απ' της δικής του δυστυχίας το βάρος,
την ευτυχία του γείτονα βλέπει και σκάζει.
Ξέρω που σου μιλώ· γιατί πολλούς γνωρίζω
που η τόση αγάπη πόδειχναν είταν μονάχα
σαν του καθρέφτη ζουγραφιά και σκιάς εικόνα·
και μόνου ο Οδυσσέας, που ακλούθησε άθελά του
μια που ζεύχτηκε, πρόθυμος σύντροφός μου είταν
 – καλή του η ώρα ή ζωντανός ή πεθαμένος —
Και τώρα τάλλα, για τους θεούς και για την πόλη,
σε σύνοδο κοινή, δουλειά μας κάνοντάς το,
μαζί θε να σκεφθούμε, κι ό,τι καλά στέκει
πρέπει να ιδούμε πως θα καλομείνη πάντα
κι ό,τι από γιατρειά και φάρμακα έχει ανάγκη
καίοντας και κόβοντας στοχαστικά με γνώση
θα δοκιμάσομε, αν μπορή, να φύγη η αρρώστεια.
Τώρα στων παλατιών την τιμημένη εστία
πηγαίνω, πρώτα τους θεούς να προσκυνήσω
που όπως με καταβόδωσαν μ' έφεραν πίσω·
κ' η νίκη μια π' ακλούθησε, ας στεριώση!
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
 
Της πόλεως του Άργους τιμημένοι εσείς γερόντοι,
δε θα ντραπώ να πω σε σας την τόση αγάπη,
που αισθάνομαι του αντρός μου, γιατί ο χρόνος σβήνει
τη συστολή απ' τον άνθρωπο· δεν τάχω ακούση
απ' άλλους, τα δικά μου θα σου πω τα πάθη
όσον καιρόν έλειπε αυτός κάτω στην Τροία·
και πρώτα δίχως άντρα κ' έρμη μες στο σπίτι
είναι φριχτό κακό να κάθεται η γυναίκα
κι όλο ν' ακούη πολλά συφοριασμένα λόγια·
και μόλις μπαίνη ο ένας με κακά μαντάτα
χειρότερη άλλη συμφορά να φέρνη ο άλλος·
κι αν τόσες είταν οι λαβωματιές του, όσες
καθημερνά μας έφερνε στο σπίτι η φήμη
θάταν να πης πιο τρύπιος κι απ' το δίχτυ αλήθεια.
Κι αν όσες φορές τόπανε, είχε πεθάνη
σαν άλλος δεύτερος τρισώματος Γηρυόνης
[πολύ από πάνω, κι από κάτω πια δε λέγω]
τρίδιπλο ντύμα γης πως πήρε θα καυχιόνταν
για να πεθάνη μια φορά στο κάθε σχήμα.
Γι' αυτές λοιπόν και για τις τέτοιες κακές φήμες
πολλές κρεμάθρες άλλοι γύρω απ' το λαιμό μου
με το στανιό μου λύσανε που είχα σφιγμένες.
Γι αυτά δεν βρίσκεται κ' εμπρός σου εδώ κι ο γυιός σου
το ενέχυρον της πίστης μου και της δικής σου,
ο Ορέστης, καθώς έπρεπε, και μη απορήσης·
γιατί τον τρέφει καλοθελητής μας φίλος
απ' τη Φωκίδα ο Στρύφιος, προλέγοντάς μου
διπλά ενδεχόμενα κακά: και το δικό σου
κάτω στην Τροία τον κίντυνο, ή μήπως ρίξη
κάποια αναρχία του λαού την γερουσία,
ως καθώς τόχουν φυσικό οι άνθρωποι πάντα,
πιότερο να ποδοπατούν έναν που πέση.
Μια τέτοια βέβαια πρόφαση δεν κρύβει απάτη·
μα εμένα οι άφθονες πηγές των δάκρυών μου
έχουν στειρέψη και σταλαματιά δε μένει·
και ταργοκοίμητα μου βλάβηκαν τα μάτια
να κλαίω τις παραμελημένες φωταψίες
που πρόσμενα από σένα· και στα ονειρατά μου
από τανάλαφρο του κουνουπιού εξυπνούσα
φτεροσουσούρισμα, γιατί έβλεπα για σένα
πιότερα πάθη κι απ' του ύπνου μου τις ώρες.
Τώρα χαρούμενη που πέρασα όλα ετούτα,
πώς να μη λέω τον άντρα αυτό, σκύλλο της στάνης,
άγκυρα σωτηρίας του πλοίου, και ψηλής στέγης
στερεό στύλο, μονάκριβο παιδί, πατέρα,
στεριά που βλέπει ανέλπιστα ο θαλασσομάχος,
μέρα λαμπρότατη ύστερ' από κακωσύνη,
τρεχάμενο νερό στον δρομομαχισμένο!
Τέτοιων λοιπόν χαιρετισμών τιμή του αξίζει
κι ας λείπη ο φθόνος! φτάνουνε τα περασμένα
που τράβηξα· και τώρ' αγαπητό κεφάλι
κατέβαινε απ' τ' αμάξι σου, δίχως ναγγίξης
στη γης το πόδι σου, που χάλασε την Τροία!
Δούλες τι στέκεσθε; πόχω το χρέος προστάξη
να στρώσετε χαλιά στου δρόμου του τη στράτα;
ευθύς ας γίνη πορφυρόστρωτος ο δρόμος
κι ας τον φέρη στανέλπιστα παλάτια η Δίκη!
Για τάλλα – η έγνοια μου άγρυπνη, σε δίκιο τέλος
θα φέρη – πρώτα ο Θεός – τα πεπρωμένα.
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
 
Κόρη της Λήδας, των σπιτιών μου κυβερνήτρα,
σύμφωνα με της απουσίας μου το μάκρος
και τα λόγια σου μάκρυνες, αν και ταιριάζη
νάρχεται απ' άλλους η τιμή του δίκιου εμένα
κι απ' άλλο, με καμώματα γυναίκεια εμένα
μη θες να με χαλάσης και σα βάρβαρο άντρα
ταπεινοπροσκυνάς με χαμόσυρτα λόγια,
μηδέ στρώσης στο δρόμο μου, με τις πορφύρες,
το φθόνο· στους θεούς η τιμή τούτη πρέπει·
θνητός σε τέτια πολυξόμπλιαστα στολίδια
δεν πάει σ' εμένα να πατώ με δίχως φόβο·
 
Возрастное ограничение:
12+
Дата выхода на Литрес:
27 июня 2017
Объем:
50 стр. 1 иллюстрация
Переводчик:
Правообладатель:
Public Domain

С этой книгой читают