Читайте только на ЛитРес

Книгу нельзя скачать файлом, но можно читать в нашем приложении или онлайн на сайте.

Читать книгу: «Αγαμέμνων», страница 2

Шрифт:
 
 
ΧΟΡΟΣ
 
Κι από πότε λοιπόν είναι παρμένη η πόλη;
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
 
Σου λέω: τη νύχτα πόχει αυτό το φως γεννήση.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Και ποιος θα μπόρειε μηνυτής να φτάση αμέσως;
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
 
Ο Ήφαιστος! στέλλοντας λαμπρή φωτιά απ' την Ίδα.
Και πάνω πανωτές φωτιές αγγαρεμένες
ξεπροβοδούν τη φλόγα εδώ· και πρώτη η Ίδα
στον κάβο Ερμή της Λήμνου, κι από κείθε τρίτο
τ' Αγιονόρος φωτιά τρανή παραλαβαίνει.
Και πεύκα αρίφνητη σκεπάζοντας ως πέρα,
σαν χρυσοφέγγισμα ήλιου, του πελάου τα πλάτη
στις βίγλες του Μακίστου αγγάρεψε τη φλόγα·
και κείνος όχι ανάμελλος ουδ' από ύπνο
βαριά παρμένος ξαστοχά τα χρέη ταγγέλου·
μα πέρα η λάμψη στου Εύριπου το ρέμμα φτάνει
και στου Μεσσάπιου τους σκοπούς τα νέα φέρνει·
και τούτοι αντιφωτούν και τα ξεπροβοδίζουν
πιο μπρος, ανάβοντας ξερά ταρείκια στίβες·
και πάντα φουντωμένη της φωτιάς η λάμψη
τους κάμπους του Ασωπού σαν μελιχρό φεγγάρι
περνά και στις ψηλές κορφές του Κιθαιρώνα
φωλιά καινούργια η ταξιδεύτρα η φλόγα στήνει·
και δεν αρνιέται η βίγλα, κι απ' το προσταγμένο
πιότερα ανάβοντας, πιο πέρα να τη στείλη·
κ' η λάμψη δρασκελόντας τη Γοργώπη λίμνη
και πέφτοντας στο Αιγίπλαγκτο, μηνάει την τάξι
να μη αμελούνε της φωτιάς, κι αυτοί με ζήλο
γλώσσες φλογών σηκώνουν τέτοιες, που περνόντας
τακρόβραχα, όπου το Σαρωνικό κοιτάζουν,
πέφτει σαν κεραυνός και φτάνει εδώ η λάμψη
στις βίγλες τις γειτονικές μας του Αραχναίου,
ως που σ' αυτές των Ατρειδών χτυπάει τις στέγες
το φως, που προπάππο έχει τη φωτιά της Ίδας.
Τέτοιους εγώ λαμπαδοφόρων έχω νόμους
να παίρνη και να δίνη ο ένας με τον άλλο
κι ο πρώτος που ήρθε νίκησε και τελευταίος.
Αυτά σου λέω τα σύμβολα και τα σημάδια
που μόχει στείλη ο άντρας μου απ' την Τρωάδα.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Τις προσευχές μου στους θεούς κατόπι κάνω,
βασίλισσα, μα τώρ' αυτά που λες τα λόγια
νακούω θάθελα άπαυτα και να θαυμάζω.
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
 
Δική τους είναι σήμερα, η Τροία των Αχαιών!
φαντάζομαι, τι ασύσμιχτη βουή στη πόλη!
καθώς σαν χύσης μες σ' ένα πινάκι λάδι
και ξύδι, να ταράζουνται θα ιδής ανάρια,
έτσι χώρια των νικητών και νικημένων
ξεφωνητά θάχης νακούς ανόμοιας μοίρας.
Αυτοί απ' εδώ πεσμένοι επάνω στα κουφάρια
αντράδων κι αδερφών και των παιδιώ των γέροι
γονιοί θενά θρηνούνε των αγαπημένων
τη συμφορά, μα μ' όχι πια λεύτερο στόμα.
Τους άλλους πάλι νηστικούς από τη μάχη
νυχτοπλάνητος κόπος φέρνει στα τραπέζια
της πόλεως και τους στρώνει δίχως καμμιά τάξη
μα μ' όποιον ο καθένας τους λαχνό τραβήξη.
Τώρα τα σκλαβωμένα σπίτια τους στεγάζουν
των Τρώων και γλυτωμένοι απ' τανοιχτού του κάμπου
τις παγωνιές και τις δροσιές, όλη τη νύχτα,
πόσο ευτυχείς! αφύλαχτοι θα κοιμηθούνε.
Κι αν σεβαστούνε τους θεούς τους πολιούχους
της νικημένης χώρας και τα ιδρύματά των,
μια που νικήσαν δεν θα νικηθούνε πάλι·
φτάνει μην πιάση πριν το στρατό κακός πόθος
ναρπάζη όσα δεν πρέπει, απ' αγάπη κέρδους·
γιατί για τον καλό στα σπίτια γυρισμό του
έχει και τάλλο χέρι του σταδίου να στρίψη·
κι αν δίχως κρίμα στους θεούς γυρίσουν πίσω,
μα πάλι ακοίμητο μπορεί των σκοτωμένων
το αίμα να μένη, κι άλλη συμφορά αν δεν λάχη.
Άκου λοιπόν αυτά από μένα, τη γυναίκα·
και το καλό ας αξιωθώ να δω όπως θέλω,
γιατί απ' όλα ταγαθά αυτό θα ευχόμουν!
 
ΧΟΡΟΣ
 
Με γνώση αντρός, βασίλισσα, μιλείς φρονίμου,
κι αφού σημάδια αλάθευτα σου έχω ακούση
τώρα τους θεούς θα ετοιμαστώ να ευχαριστήσω,
γιατί άξιος δόθηκε ο μιστός για τόσους κόπους.
 
ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
 
Ω Δία παντοδύναμε και νύχτα αγαπητή,
οπόχεις ταναρίθμητα στολίδια,
πυκνά πλεμμάτια έρριξες στη γη την Τρωική
με σιδερένια δαχτυλίδια.
Μήτε μεγάλοι να μπορούν μήτ' άγουρα παιδιά.
 – κι ανώφελα κανείς ας μη γυρεύη —
το δίχτυ να πηδήσουνε που ξάπλωσε η σκλαβιά
κι όλους τριγύρω μέσα του μαζεύει.
Σε τρέμω, ω Δία ξένιε, και τα έργα σου τιμώ,
που από καιρό τεντώνεις το δοξάρι
για να μη ρίξης άνεργο το δίκιο σου θυμό
επάνω στον αδικητή τον Πάρη!
Έχεις να πης κ' έχεις να κρίνης
το χέρι της Δικαιοσύνης·
τον βρήκε το άδικο στο δρόμο,
κι ας λέη κάποιος πως θ' αφήση
απλέρωτον όποιος τολμήση
το θείο της να πατήση νόμο.
Αργά ή νωρίς θαρθή μια μέρα
να πάθη ο γυιός για τον πατέρα,
που άδικο πόλεμο σηκώνει,
και που μ' ασήμι σκορπισμένο
και με χρυσάφι μαζεμένο
τα σπίτια του παραφορτώνει.
Ο φρόνιμος μονάχα αρκιέται
μ' όσο να μη στενοχωριέται·
γιατί οι θησαυροί οι περισσοί
δεν τον γλυτώνουν δίχως άλλο
όποιος της Δίκης το μεγάλο
βωμό θενά ποδοπατήση.
 
 
Μας σπρώχνει των φρενών η βλάβη
κι άλλου κακού τον πόθο ανάβει,
μα τότε γιατριά δεν έχει·
δεν κρύβεται το κρίμα· βγαίνει
και σα φωτιά καταραμένη
φαντάζει ολόγυρα και τρέχει.
Έτσι το ψεύτικο χρυσάφι
με τη τριβή τέλος ξεβάφει
και μαύρη φαίνεται η θωριά του·
όπως μωρό παιδί να πιάση
πουλί ζητά – κ' έχει ντροπιάση
την πόλη και τα γονικά του.
Μα δεν ακούει τα παρακάλια
κανείς θεός, και στα κεφάλια
ταμαρτωλά φωτιά θα βρέξη.
Νά ο Πάρης! που ψωμί κι αλάτι
δεν ντράπηκε, απ' το παλάτι
γυναίκα φίλου του να κλέψη.
 
 
Κι αφίνοντας λογχών κι ασπίδων κρότους
και ναυτικούς στην πύλη εξοπλισμούς
και στους Τρωαδίτες φέρνοντας
αντίς για προίκα, αφανισμό τους,
γοργά τις πύλες διάβηκε
όσα κανείς δεν τόλμησε τολμόντας!
Και πολυαναστενάζοντας
ελέγανε του παλατιού οι προφήτες:
Ω σπίτι, σπίτι κι άρχοντες
ω κλίνη, κερωτόθυμα του αντρός της χνάρια!
δήτε τον τώρα στη βουβή ατιμία του
κι απαραπόνευτο στη συμφορά του,
παρατημένο αδιάντροπα·
κι απ' τη λαχτάρα της φευγάτης
πως στα παλάτια μέσα ζη
φαντάζεται το φάντασμά της!
Χάρη δεν έχει άλλη εμορφιά
για το θλιμμένο,
και σβύνει κάθε αποθυμιά
στο μάτι του το στειρεμένο.
 
 
Κέρχουνται ονειροφάνταχτοι
και θλιβεροί στους ύπνους ήσκιοι
φέρνοντας χάρη ανώφελη!
γιατί του κάκου! όταν κανείς νομίζει
πως βλέπει ένα καλό στα ονείρατά του
γλυστρά μες απ' τα χέρια τόραμα
και δεν αργεί νακολουθήση
το δρόμο του ύπνου του φευγάτου!
Τέτοιες μες στα παλάτια συμφορές
μα κι άλλες είναι πιο βαριές ακόμη·
για όσους ξεκίνησαν από τη χώρα,
σ' όλων τα σπίτια αβάσταγο
πένθος και θλίψη βασιλεύει τώρα·
πολλά ραγίζουν τις καρδιές,
γιατί καθένας ξέρει εκείνους
πόστειλε για τον πόλεμο,
μα τώρ’ αντίς για κείνους
στάχτη και νεκροδόχες μοναχά
στα σπίτια καθενός γυρίζουν!
 
 
Κι ο Άρης, παλλάζει τα κορμιά με μάλαμα,
και που κρατάει ζυγαριά στις μάχες,
απ' το Ίλιο στέλλει πίσω στους δικούς
βαρυά και πικροθρήνητα
καρβουνωμένα θρύψαλα,
γιομίζοντας τα ευκολοβάσταγα λεβέτια
με στάχτη των ανθρώπω των·
κ' εγκωμιάζουν και θρηνούν τους άντρες των
τον ένα, τι άξιζε στη μάχη,
τον άλλο, πόπεσε στον πόλεμο
παλικαρίσια, για γυναίκα ξένη!
Έτσι κρυφά από κάποιο ψιθυρίζεται
κι ο φθόνος έχθρητα γιομάτος
σιγογλυστράει στους πρόμαχους Ατρείδες.
Μα κείνοι εκεί, στο τείχη ολόγυρα,
καλά κρατούν, οι πολυεπαινεμένοι,
της Τρωικής της γης τα μνήματα
που κρύβει τους εχθρούς της νικημένη.
 
 
Βαρύς ο λόγος του λαού, βαριά η οργή
κι απλέρωτη η κατάρα του δε μένει·
η έγνοια μου κάτι μαύρο σκοτεινό
νακούση περιμένει.
Γιατί έτσι δεν αφίνουν οι θεοί
κείνους που χύνουν πολύ γαίμα.
Κι οι μαύρες Ερινύες με τον καιρό
την άδικη του ανθρώπου ευτυχία
μ' έν' αναποδογύρισμα της τύχης
μαυρίζουν· κι όταν ξεγραφή
δύναμη πια καμιά δεν έχει.
Βαρύ ναι φήμη αμέτρητη
νάχη κανείς, γιατί απ' του Δία
το μάτι πέφτει ο κεραυνός.
Προκρίνω αζήλευτη ευτυχία,
ούτε καταχτητής νάθελα γένω
μα ούτε κάτω απ' άλλους πάλι
να δω το βίο μου σκλαβωμένο!
 
 
 – Της καλοφάνερης φωτιάς τρέχει στη πόλη
γρήγορη η φήμη· μα κι αν είναι αληθινή
ποιος ξέρει, ή τάχα απάτη θεϊκή;
 – Ποιος είν' έτσι παιδί και με κρίση λειψή
που να πυρώση πρώτα την καρδιά
με τα καινούργια της φωτιάς μαντάτα
για να θλιβή αν έβγη αλλιώς ο λόγος;
 – Αυτό ναι το γυναίκειο φυσικό,
νανοίγη την καρδιά της στο καλό
και πρι φανερώση ακόμη.
 – Και τώρα η προσταγή της γυναικός
ευκολοπίστευτη πολύ ξαπλώνει..
μα σβήνει ταχυθάνατος
ο γυναικόσπαρτος ο λόγος.
 
Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
 
Όπου κι αν είσαι θενά μάθωμε αν ήταν
αληθινές οι επανωτές φωτιές και φλόγες
ή μήπως ήρθε το τερπνό το φως εκείνο
σαν όνειρο και μας ξεσήκωσε το νου μας.
Τον βλέπω, νά, που απ' το γιαλό προβαίνει ο κήρυξ
ελιάς κρατάει κλαδόφυλλα, και μάρτυράς μου
ο κορνιαχτός, της λάσπης το στεγνό ταδέρφι,
πως δε μου φέρνει, ανάβοντας βουνίσια ξύλα,
με των καψάλων τους καπνούς βουβά σημάδια,
και ή τη χαρά μας μ' ό,τι πη θα βεβαιώση,
ή – πιο καλά αμελέτητο το ενάντιο νάναι,
και το καλό που φάνηκε σε καλό νάβγη —
 
ΧΟΡΟΣ
 
Όποιος τανάντια εύχεται απ' αυτά στην πόλη
αυτός των λογισμών του ας τρυγάη το κρίμα.
 
ΚΗΡΥΚΑΣ
 
Χαίρε της πατρικής μου γης, του Άργους χώμα,
που σε πατώ πάλι ύστερ' από δέκα χρόνια
και μια καν απ' τις τόσες μου χάρηκα ελπίδες!
γιατί ποτέ δεν τόλεγα πως θαξιωνόμουν
τάγια μας χώματα νεκρό να με σκεπάσουν·
τώρα, χαίρε πατρίδα, χαίρε φως του ήλιου
και συ μεγάλε Δία της χώρας και συ Πύθιε,
χωρίς πια με τα βέλη σου να μας σαϊτεύης
φτάνει όσο εκεί στο Σκάμαντρο μας πολεμούσες·
τώρα βοηθός μας και σκεπός άμποτε νάσαι
Απόλλων! κι όλους τους θεούς τους αγωνίους
προσκυνώ, και τον δικό μου τον προστάτη
τον Ερμή, φίλον κήρυκα, τιμήν κηρύκων·
κ' ήρωες, που μας στείλετε, καλοδεχτήτε
πάλι όσοι απ' το στρατό γλυτώσαν το κοντάρι.
Ω, ω, του βασιλιά τιμημένα παλάτια,
πολυσέβαστοι θρόνοι και θεοί προσήλιοι,
χαρούμενοι, αν και πριν, το βασιλιά από χρόνια
να τον δεχτήτε που έρχεται, σε σας και σ' όλους
εμάς στη μαύρη σκοτεινιά μας φως να φέρη·
χαρούμενοι δεχθήτε τον γιατί του πρέπει,
που με του Δία τη δίκελλα του δικαιοκρίτη
την Τροία γκρέμνισε και ρήξαμε τη γη τους,
και ρείπια οι βωμοί των θεών και τα ιερά τους
κι ουδέ σπόρος δε μένει απ' όλη τους τη χώρα·
τέτοιο ζυγό στον τράχηλο έβαλε της Τροίας
κ' έρχεται τώρα ο ευτυχισμένος βασιλιάς μας,
που μέσα σ' όσους τώρα ζουν τιμές του πρέπουν
γιατί ουδ' ο Πάρις ουδέ η Τροία είναι, να πούνε
αν άξιζε το πάθημα το κάμωμά τους·
και δεν μπορεί να πη πως δεν το βρήκε ως τόσο
το δίκιο του και με το παραπάνω ο κλέφτης,
αφού συθέμελα έσβησε το πατρικό του
και πλέρωσαν διπλά το κρίμα οι Πριαμίδες.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Του αχαϊκού στρατού χαίρε, κήρυκα, χαίρε!
 
ΚΗΡΥΚΑΣ
 
Χαίρω· και τώρα, αν θέλουν οι θεοί, ας αποθάνω.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Της πατρικής μας γης σε δάμασε ο πόθος;
 
ΚΗΡΥΚΑΣ
 
Τόσο, που απ' τη χαρά μου πλημμυρούν τα μάτια.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Την ίδια θα είχετε και σεις γλυκειάν αρρώστεια.
 
ΚΗΡΥΚΑΣ
 
Τι πάει ο λόγος σου να πη; δος μου να νοιώσω.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Πως έδερνε και σας και μας ο ίδιος πόθος.
 
ΚΗΡΥΚΑΣ
 
Η χώρα που εποθούσαμε λες μας ποθούσε;
 
ΧΟΡΟΣ
 
Ναι, και στενάζαμε συχνά απ' τα φυλλοκάρδια.
 
ΚΗΡΥΚΑΣ
 
Και πόθε αυτός ο μαύρος πόνος της καρδιάς σου;
 
ΧΟΡΟΣ
 
Τόσο καιρό τη σιωπή βρήκα γιατρειά μου.
 
ΚΗΡΥΚΑΣ
 
Μη, λείποντας ο βασιλιάς, κάποιο εφοβόσουν;
 
ΧΟΡΟΣ
 
Τόσο, που ως λες και συ, τώρα κ' εγώ ας ποθάνω!
 
ΚΗΡΥΚΑΣ
 
Τέλος καλόν όλα καλά· μέσα στο διάβα
του χρόνου, άλλα μας έρχουνται δεξιά και πάλι
άλλα ζερβά· γιατί έξω απ' τους θεούς ποιος άλλος
όλο το βίο του θα χαρή με δίχως πάθη;
Γιατί αν λέω τους κόπους και τις κακοπέρασες
τανάριο ξεμπαρκάρισμα, τα κακοστρώσια,
ποια μέρ' αστέναχτη είτανε να μη μας λάχουν;
Στη στεριά πάλι το κακό είταν ποιο μεγάλο:
Κάτω απ' τα κάστρα των εχθρών τόχαμε στρώση
και πια η δροσιά απ' τον ουρανό κι απ' τα λειβάδια
της γης, μας περεχούσε και μας είχε πάντα
ολόμουσγα τα ρούχα μας κι άγρια την τρίχα·
κι αν πης για τον χειμώνα, των πουλιώ το χάρο,
που αβάσταγο κατέβαζε η χιονιά της Ίδας,
ή για τη ζέστη, όταν ο πόντος δίχως κύμα
κι αγέρα στις μεσημερνές κοιμόνταν κοίτες.
Μα τι να κλαίω γι' αυτά; έχει περάση ο πόνος·
κι έχει περάση, τόσο για τους πεθαμένους,
που πια σκοπό δεν τόχουνε ναναστηθούνε·
τι να τους λογαριάζουμε τους πεθαμένους,
και τι να φέρνη ο ζωντανός τις λύπες πίσω;
τις συμφορές τις στέλλω στο καλό να πάνε,
γιατί σ' εμάς που μείναμεν απ' το στρατό μας
πλήθιο το κέρδος τη ζημία αντισηκώνει,
που αξίζει αλήθεια μπρος σ' αυτό το φως του ήλιου
να καυχηθούμε πάνω από στεριές και θάλασσες:
«Αφού την Τροία επήρε ο στόλος των Αργείων
αυτά για τους ελληνικούς θεούς τα λάφυρα
στις εκκλησιές των κρέμασε, λαμπρά στολίδια».
Κι όποιος ακούη αυτά θα πρέπει να παινεύη
την πόλη και τους στρατηγούς και χάρη νάχη
του Δία που τάφερε δεξιά· είπα ότι είχα.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Με νίκησαν οι λόγοι σου και δεν ταρνιούμαι.
γιατί είναι πάντα ο γέρος νιος για να μαθαίνη,
μα αυτά την Κλυταιμνήστρα και ταρχοντικό της
πιότερο γνοιάζουν· μα και με συνάμα ευφραίνουν.
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
 
Απ' τη χαρά μου ερέκαξα και τότε αμέσως
που ήρθε το πρώτο μήνυμα της φλόγας, νύχτα,
κ' είπε της Τροίας το πάρσιμο κ' είπε το τέλος,
και κάποιος μ' επερίπαιξε: από τις φλόγες
γελάστηκες και πίστεψες πως η Τροία επάρθη;
ω πόσο τόχει ο νους να τρέχη της γυναίκας!
Μ' αυτά τα λόγια μέχανε πως πήρα πέρα,
όμως εγώ εθυσίαζα και στη γυναίκεια
υπάκουοι προσταγή, παντού μέσα στην πόλη
στις εκκλησιές, χαράς αλλαλαγμοί αντηχούσαν,
 
Возрастное ограничение:
12+
Дата выхода на Литрес:
27 июня 2017
Объем:
50 стр. 1 иллюстрация
Переводчик:
Правообладатель:
Public Domain

С этой книгой читают