Читайте только на ЛитРес

Книгу нельзя скачать файлом, но можно читать в нашем приложении или онлайн на сайте.

Читать книгу: «Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες», страница 11

Шрифт:

ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ

ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ ΚΑΤΟΠΙ
ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ

Στο δρόμο κοντά στης Δέσπως. Λείψανο από μακριά γυρίζει την κόχη τον δρόμου. Ψαλμωδίες από μπρος, κι από πίσω σιγανά μυρολόγια. Οι γειτόνισσες στέκουνται και κοιτάζουνε λυπημένες.

ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ, ύστερα ΣΥΝΕΣΙΟΣ

Περμ. (Στο κατώφλι της, σφουγγίζοντας τα μάτια με την ποδιά της). Αχ, και να είχες μάτια να τα δης αυτά, Κωσταντάκη, που σε κουβαλούνε, κ' έννοια δεν την έχεις τη ρήμαξη που αφίνεις μέσα στ' αρχοντικό σου. Ποιός τόλεγε, Πιπινιώ μου, πως σε τρία φεγγάρια μέσα είτανε γραμμένο να τα φάη το χώμα και τα τρία ταδέρφια. (Χάνουνται οι ψαλμωδίες και τα μυρολόγια).

Πιπ. Και που έκαμε μαθές νισάφι ο απόνετος ο χάρος να κάμη και δω. Πέντε πέντε και δέκα δέκα τους θερίζει μαζί καθεμέρα. Ως και ταργαστήρια κλείστηκαν πια. Ψυχή πια δε βγαίνει στο δρόμο. Ρημάχτηκε το χωριό, κι άλλο δεν ακούς παρά μυρολόγια, άλλο δε βλέπεις παρά ξυλοκρέββατα, και τον Πάτερ Συνέσιο που περπατάει από μπρος και σιγοψέλνει. Κ' ύστερα από κάθε θάψιμο τρέχει, λέει, από σπίτι σε σπίτι με την άγια μετάληψη για τους φτωχούς που ψυχομαχούν. Άγιος είνε, καημένη, και κολαζόμαστε τη βραδινή που μιλούσε της Αρετούλας. Θυμάσαι;

Περμ. Και δε θυμάμαι; Και δεν το συλλογίστηκα χίλιες φορές, να μην τους καταράστηκε τότες, σαν άγιος που είνε;

Πιπ. Από πού κι ως πού να καταραστή, αθεόφοβη, που είταν ο πρώτος να πάη στης κερά Δέσπως σα συχωρέθηκε ο Σαράντης! Αγιασμένο άνθρωπο είχαμε στο χωριό μας, και τώρα το νοιώθουμε, που δε μας μένει ψυχή να τον προσκυνήση. (Κάνει το σταυρό της).

Περμ. Τη χάρη του νάχουμε. Δεν πήγε, λέει, με τούτο το λείψανο, για νάρθη, λέει, να παρηγορήση την κερά Δέσπω, που δε μπορούσε η δύστυχη να βγη και να δώση στερνό φιλί του παιδιού της. Νά τος που πρόβαλε κιόλας. Τη χάρη του νάχουμε.

(Κάνει το σταυρό της).

Πιπ. Ο Θεός να μας τον πολυχρονίζη, κοίταξε πώς έρχεται με τα χαμηλωμένα τα μάτια. Πάμε, καημένη, μαζί του και μεις να πούμε δυο λόγια της καλής μας αρχόντισσας. Είμουνα η πρώτη που πήγα στο γάμο της κόρης της, πρώτη θα πάγω και στη μεγάλη αυτή τη θλίψη της.

Συνέσ. Καλημέρα, χριστιανές μου. Να μην έχετε τίποτις, και σας βλέπω κλαμμένες; Είστε καλά όλες δω; Να μη χρειάζεστε τίποτις; (τονέ σιμώνουν οι δυο γειτόνισσες και φιλούνε τα ράσα του). Τι πάθετε, χριστιανές μου; Να μην ήρθε ο Χάρος στο σπιτικό σας;

Περμ. Χαριτωμένε μου δάσκαλε, που ν' αγιάσουν τα πεθαμμένα σου, παρακάλειε και για τα μας τις αμαρτωλές, να γλυτώσουμε από το θανατικό.

Πιπ. Ίσια με το μπόγι σου λαμπάδα σου τάζω, χαριτωμένε μου άγιε, μια και να περάση αυτή η φουρτούνα.

Συνέσ. Τις λαμπάδες, χριστιανή μου, στους αληθινούς τους άγιους, που είνε μεγάλη τους η σπλαχνιά. Εμείς οι αμαρτωλοί άλλο δεν έχουμε να δώσουμε παρά την προσευκή μας και την αγάπη μας σε τέτοιες μέρες που μας φανερώνει ο Μεγαλοδύναμος την οργή του.

Πήτε μου, είστε καλά; Σας φοβερίζει η αρρώστια;

Περμ. Δόξα νάχη ο Θεός, ως την ώρα καλά, δάσκαλε. Μα σε κείνο ταρχοντικό ο Χάρος έκαμε φοβερό πανηγύρι, τάφαγε όλα τα παλικάρια της Κερά Δέσπως. Ό,τι έβγαλαν του Κωστάκη το λείψανο. Πηγαίνουμε να την παρηγορέσουμε την κακόσυρτη, πουμένε ολομόναχη σαν την καλαμιά μες στο ξεροκάμπι.

Συνέσ. Τα ξέρω, τα ξέρω. Μεγάλη και φοβερή συφορά. Τάλλα δυο παιδιά της τα συνόδεψα στο στερνό τους ταξίδι, τον Κωσταντή της δεν πήγε η καρδιά μου να τονέ διαβάσω απατός μου. Κάλλιο, είπα, στης χαροκαμένης που ζη ακόμα, ίσως και της δώσω στάλα παρηγοριά. (Φτάνουνε στην πόρτα της Δέσπως). Σταθήτε· μη μπήτε ακόμα εσείς· ελάτε λίγο κατόπι. Δε θα τα βαστάξη τόσα πρόσωπα δακρισμένα. Είναι παρηγοριές που βασανίζουν κι από τη λύπη γερότερα. (Μπαίνει στης Δέσπως).

ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ

Χαγιάτι της Δέσπως. Η Δέσπω μαυροφορεμένη κάθεται και μυρολογάει.

Η Γαρουφαλιά στέκεται πλάγι της.

ΔΕΣΠΩ, ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ύστερα ΣΥΝΕΣΙΟΣ

Δέσπω. Αχ και πάλι αχ! Άλλο από το αχ να πω πια δεν έχω. Σώθηκαν τα λόγια, κι ο πόνος πληθαίνει. Φουσκώνει ο πόνος, πέλαγο γίνεται και με πνίγει, βράχος άψυχος έγινα και τα βαστώ τα τόσα του κύματα, που με δέρνουνε, με δέρνουν, και να με λυώσουνε δε μπορούν. Τα παιδιά μου τα συνεπήρε η οργή τους, και γω ορθοστέκουμαι ακόμα και ζω κι ανεσαίνω μέσα στη φοβερή τη φουρτούνα.

Αχ, Αρετούλα μου, Αρετούλα! Τι όνειρα να λογιάζης μέσ' απ' το ξενιτεμένο σου στρώμα! Κι ως τόσο μύριους και μύριους ζωντανοθαμμένους να ονειρεύεσαι, αρίθμητους πλακωμένους και να βογκούνε, πάλε δε θα σου παρασταίνουν το βογκητό της καρδιάς μου.

Αχ Κωσταντάκη μου, Κωσταντάκη! Έφυγες, και πια δε θα ξανάρθης στη μάννα σου. Έρμη την αφήκες και δίχως παιδί στο πλευρό της.

Τρέλλα, τρέλλα με πιάνει! Ας έρθη κι ας με πάρ' η τρέλλα στα τετράνοιχτά της φτερά, κι ας με σύρη στανάθεμα! Σκόρπα τον, τρέλλα, το νου μου! Μαύρο σύννεφο κάμε τονα, κι ας ξεσπάση να χύση κατακλυσμό δάκρια πάνω στα μνήματα των παιδιώ μου!

Γαρουφ. Κερά μου, για χάρη της μονάκριβης κόρης σου, και για την ψυχή των αγοριώ σου που τα πήρ' ο Θεός κοντά του, μην αφίνης τη θλίψη να σε παρασέρνη σε τόσο βάθος. Κάμε καρδιά, κερά Δέσπω, και μην ξεχνάς πόσες μάννες μυρολογάνε μαζί σου αυτές τες μέρες.

Δέσπω. Όσες μάννες κι αν είνε, ας έρθουν κι ας ανθίζουν τα φυλλοκάρδια τους. Σαν αστέρια θα φέγγουνε μπροστά στο βαθύ το σκοτάδι που καταχνιάζει το νου μου. (Μπαίνει ο Συνέσιος). Δάσκαλε, γλυκέ μου δάσκαλε, που βλέπω το πονετικό πρόσωπό σου, και πάλε ο σπαραγμός δε μ' αφίνει! Δες τα τά μαύρα μου χάλια, και σύρε να παρακαλέσης το Θεό να στείλη το Χάρο να με γλυτώση.

Συνέσ. Ο μεγάλος ο Θεός να σε λυπηθή, κερά Δέσπω. Αυτός μόνος δύνεται να σε βοηθήση. Τάκουσα πως έμεινες μονάχη, κ' ήρθα να σου πω πως μονάχη δεν είσαι, πως έχεις πάντα τον Πλάστη μαζί σου. Εκείνος το ξέρει γιατί μας παίρνει τις πιο αγαπημένες ψυχές μας. Ίσως για να μας διδάξη την μεγαλήτερη την αγάπη που μας κάνει παιδιά του. Κερά μου, κοίταξε με μένα τι έχασα. Ήρθε μέρα που την είχα χαμένη όλη μου τη ζωή. Σίμωσα το Θεό, και μου χάρισε την αγάπη όλου του κόσμου. Στάλα του δίνω, και με πέλαγο με πλερώνει. Έχε το Θεό στη καρδιά σου, κερά μου, και θα ταξιωθής το φως που γυρεύει η τυρρανισμένη ψυχή σου σε τέτοιο σκοτάδι απέραντο.

Δέσπω. Αχ, μου ζητάς αγιωσύνη, κι άλλη δεν ξέρω από της μάννας την αγιωσύνη, μήτε άλλο μαρτύριο, μήτε άλλη αγάπη που τέλος δεν έχει. Στην άκρη του κόσμου μου πήραν την κόρη μου, κ' έρχεται κι ο Χάρος και μου αρπάζει ταδέρφια της από την αγκαλιά μου, να μαρτυρήσω, ν' αγιάσω! Φτάνει πια τα μαρτύρια, σώνουν τα βάσανα. Θάματα, θάματα μου πρέπουνε τώρα. Εσύ, ταγαπημένο παιδί του Θεού που δείχτεις με τη μεγάλη καρδιά σου τι θησαυρό μας φύλαγε η μοίρα μας και τον αρνηθήκαμε για τη φοβερή αυτή Κόλαση, που είνε ο στεναγμός σου θυμίαμα κι ο λόγος σου ψαλμωδία, κάμε κι αυτή τη [θυσία, βάσταξέ το κι αυτό το μαρτύριο. Έπαρε τον πόνο που με φλογίζει και κάμε τον προσευκή στο κελλί σου, και πες του Μεγαλοδύναμου πως είνε άδικο τόσο βάσανο, πως δεν κλαίγω για τάγιο του θέλημα, κλαίγω που έφυγαν και μάφησαν τα παιδιά μου δίχως παρηγοριά, δίχως την Αρετούλα μου. Παρακάλεσε να την ακούσω τη γλυκειά της τη φωνή, να τα δω τα γλυκά της μάτια, κι ας βγη και μένα η ψυχή μου κατόπι. (Μπαίνουν οι δυο γειτόνισσες). Τρέξτε και σεις, γειτόνισσες μου, κι ανάψτε λαμπάδες, τάξτε στους Αγιούς τις έρμες αυτές αρχοντιές μου, να γίνη το θάμα και νάρθη η Αρετούλα, γιατί πεθαίνω. Πεθαίνω και σωτηριά πια δεν έχω. Όλα της γης τα φαρμάκια τακρύβ' η αρρώστια μου. (Γέρνει στην αγκαλιά της Γαρουφαλιάς).

Συνέσ. Ας βγούμε, χριστιανές μου, κι ας την αφήσουμε μονάχη της, ίσως και τη σπλαχνιστή ο Θεός και τη φέρη στο νου της. Πάμε να γονατίσουμε και να προσευκηθούμε. Από το χέρι μας τίποτις άλλο δε βγαίνει. (Βγαίνει Συνέσιος, Περμαθιώ και Πιπινιώ).

ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ

Κοιμητήριο της Αγιά Μαρίνας. Νύχτα.

ΔΕΣΠΩ, ύστερα ΣΥΝΕΣΙΟΣ.

Δέσπω (περπατώντας μονάχη κατά τα μνήματα των παιδιών της). Και που να βρη μάννα του παιδιού της την πλάκα σε τόσα νιαρόστρωτα μνήματα και με τέτοιο σκοτάδι! Πλάγι σταδερφάκια του είπα να τονέ βάλουν, εκείνα θα μου πουν πού είνε ο Κωσταντής μας. Αχ, Σαράντη μου και Θανάση, άχαρη και κρύα συντροφιά που την έχετ' απόψε! Κι ως τόσο δεν μπορεί να μην έτριξαν τασάλευτα κόκκαλά σας σαν ήρθε και πλάγιασε δίπλα σας! Δεν μπορεί να μην το νοιώσατε πως απάνω στο σπίτι μας είνε τώρα ο τάφος, και μέσα σ' αυτό το χώμα γίνεται το σκοταδερό το νυχτέρι.

Παράξενο να μη με πιάνη τρομάρα! Να μην τονέ θολώνη φόβος το νου μου! Σίδερο, σίδερο μ' έκαμ' ο Χάρος, και μήτε μέσα στη σπηλιά του δε με τρομάζει ταχόρταγο το θεριό. Και πού να με τρομάξη, που άλλη ελπίδα δεν έχω! Ψεύτικη ελπίδα κι αυτή! Αν είτανε βλαστάρι τρυφερό η ζωή μου, ένας του ανασασμός θα με μάραινε, μια του δρεπανιά θα με θέριζε. Τον παρακαλείς το Χάρο, και δε σε παίρνει. Τονέ φοβάσαι, σαΐτα γίνεται και σε προφταίνει.

Να τα τα τρία καντήλια, να το το τρίδιπλο μνήμα. Να το το χώμα που τα μαυροτρώει τα σπλάχνα μου! Τρίκλωνο δέντρο, που τόρριξε το ποτάμι και το συνεπήρε, κι αφήκε την άχαρη αυτή ρίζα.

Μήτε βογκητό δεν ακούγω! μήτε μάννα δε φωνάζουν πια τα χειλάκια τους! Έχουνε δεν έχουνε μάννα, το ίδιο τους κάνει τώρα.

Να είνε τάχα φωνή τους η απέραντη αυτή σιωπή; Γίνεται μάννα να σας μυρολογάη, παιδάκια μου, και σεις ασάλευτα να την αποδέχεστε την τόση ανεμοζάλη; Γίνεται, Κωσταντή μου, να σε τράβηξε ο Χάρος σε τέτοια βάθια, που να μην το κλονίζη μήτε ο στεναγμός μου το ναρκωμένο κορμί σου; Κωσταντή, φρόνιμε Κωσταντή μου! Μίλησέ μου από τα κατακλείδια της γης και πες μου πως τη νοιώθεις τη ρήμαξή μου! Πες μου πως δεν το στοχάστηκες αυτό το κακό! Πες μου πως το θυμάσαι το ταξιμό σου, πως απ' όλο σου το χώμα βαρύτερα σε πλακώνει αυτό το τάξιμο! Η Αρετούλα μας, Κωσταντή μου, η Αρετούλα!

Να την που ήρθε η πίκρα, να τον που ήρθ' ο Χάρος! Έλιωσα και πήγα στο μυρολόγι, και κόρη δεν έχω να κλάψη μαζί μου, να λαφρύνη τον πόνο μου που τον αγριεύει η μοναξιά, και λες είνε άνεμος και φυσομανάει σ' ολομόναχα δάσια.

Ξύπνησε, Κωσταντάκη μου, και φέρε μου πίσω την Αρετούλα! Το Θεό και τους Αγιούς του έχεις βαλμένους μαρτύρους. Μήτε του Χάρου η δύναμη δεν μπορεί ένα τέτοιο τάξιμο να θάψη. Αν πέταξε η ψυχή σου εκεί που ζωντανού δε φτάνει φωνή, ο πόνος αυτός που με δέρνει ας γίνη ψυχή σου, να ζωντανέψης και νακούσης το παρακάλιο της μάννας σου. Έβγα να σου φυσήξω ζωή με τους στεναγμούς μου, να σπαρταρήξ' η νεκρωμένη καρδιά σου, να φρίξη ο νους σου, πουλί να γίνης πετάμενο και να φέρης από τα ξένα την αδερφή σου.

(Φαίνεται ο Συνέσιος από μακριά).

Συνέσ. (μονάχος του). Σα να μ' έστειλε ο Θεός και τη βρίσκω τη δύστυχη στην τρομερή αυτή μοναξιά.

Δέσπω. Μήτε βογκητό μήτε στεναγμός δεν ανεβαίνει από το μαύρο το χώμα. Έρμη, έρμη έμεινα πια στον κόσμο! Ας σύρω και ας ρίξω στον γκρεμνό το κορμί μου, τα όρνια να το φαν και να πετάξουνε στα ξένα να της πουν της Αρετούλας ταμέτρητα βάσανά μου. (Ξεκινάει).

Συνέσ. (μονάχος του). Να της μιλήσω, θα την παρατρομάξω, κ' είνε ο νους της φαρφουρί πυρωμένο που ταγγίζεις και σκάνει. Ας την ακολουθήσω, ίσως και χρειαστή βοήθεια στο δρόμο της. (Ακολουθάει τη Δέσπω και βγαίνουν).

ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ

Η ίδια. Σκουντάει την πλάκα και βγαίνει ο Κωσταντής βουρκολακιασμένος.

Κωστ. Τανάθεμα με σήκωσε από το βαθύ μου τον ύπνο· Τέτοιο ανάθεμα ποιος τάφος να το βαστάξη! Βουνό να κατρακυλήσης απάνω του, και πάλε ξεσπάνει ο τάφος και ξαναφέρνει στον κόσμο μια λάκερη κόλαση.

Φωνή τρομερή με ζωντάνεψε, αν είνε ζωή αυτός, του θανάτου ο θάνατος. Την άκουγα τη φωνή της, και γύρευα να ξεσκίσω την παγωμένη μου σάρκα, να τα τραβήξω σύρριζα τα μισοχυμένα μαλλιά μου. Και καθώς πολεμούσα να σαλέψω, ν' απλώσω τα χέρια, ν' ανοίξω το στόμα, και να φωνάξω πως τακούγω τα σπαραχτικά της τα λόγια, κατέβαιναν άλλα λόγια πιο τρομερώτερα και ταποσβόλωναν το κορμί μου. Αγκομαχούσε μέσα μου απέραντος πόνος, κι ως τόσο βογκητό δεν έβγαινε να της πη πως φτάνει, φτάνει ο απελπισμένος θρήνος, γιατί σηκώνετ' ο γιος της να της ξαναφέρη την Αρετούλα, που την πήρ' από πλάγι της και από 'να Χάρο πιο άκαρδα.

Τάκουσα κατόπι το μυρολόγι που διάβαινε κ' έφευγε σαν ανέμου βουητό. Δράκο μ' έκαμε τότες ο πόνος, και το ξετίναξα το λιθάρι και ξαναπρόβαλα στον απάνω κόσμο.

Σα να τρεμουλιάζουν ταστέρια στην όψη μου. Σα να μουχλιάζη ταγέρι τριγύρω μου. Σβύνουν τα καντήλια και σωπαίνουν οι τρουξαλλίδες. Από το κορμί μου σκορπιέται φαρμακωμένη κρυάδα που τάφος δεν τηνέ γνώρισε. Πώς να με δη, να με σιμώση, και να μη ξαφνιστή ταθώο το πλάσμα, που του είχα και γω μια αγάπη, κι ας είταν αγάπη που ρημάζει καρδιές!

Κι αν πάλι την κρύψω την κόλαση που μέσα μου βράζει, μα τα λιβάνια που μυρίζουν ακόμα, ταραχνιασμένο το πρόσωπο, τα σβυσμένα τα μάτια, τα χωματιασμένα τα σάβανα – ποιος μάγος θα μου τα κρύψη!

Εσύ, μαύρη νύχτα, θα με σκεπάσης. Εσείς ανέμοι, θα μου δώστε τα φτερά σας, και σεις, σύννεφα, το σκοτάδι σας. (Χάνεται μέσα σε σύννεφα).

ΠΕΜΤΗ ΣΚΗΝΗ

Στο δρόμο κοντά στης Δέσπως.

ΣΥΝΕΣΙΟΣ, ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ

Συνέσ. (Βγαίνει από την πόρτα της Δέσπως με φανάρι στο χέρι). Έχετε το νου σας, καλές μου, στη χαροκαμένη την αρχόντισσα. Την αφήκα με τη Γαρουφαλιά, αφού την καθησύχασα με δυο λόγια, κ' ελπίζω πως δε θα της ξανάρθη το φρένιασμα της απελπισιάς. Έτρεχα με τρομάρα κατόπι της, σα βγήκε από το κοιμητήριο, και να την προφτάξω δεν είχα δύναμη. Ο Θεός με φώτισε και πήρα το μονοπάτι και βρέθηκα ομπροστά της τη στιγμή που χύμιζε όξω φρενών κατά τον γκρεμνό. Την έφερα πίσω, και της έταξα πως ολονυχτής θα προσεύκουμαι για νάρθη πίσω η κόρη της. Η προσευκή μου, χριστιανές μου, πρέπει να γίνη ταξίδι. Άλλος δε μένει να τη φέρη την ταλαίπωρη κόρη από τέτοια μακρινή ξενιτειά. Πηγαίνω ατός μου, κ' αφίνω την τύχη της μάννας στα χέρια του Παντοδύναμου. Αχ, και νάρθη, και τι να βρη! Ολοτρόγυρα θάνατο και τη μάννα της σαλεμένη!

Πιπ. (της Περμαθιώς). Δε σου τάλεγα πως σάλεψε ο νους της; (Στο Συνέσιο). Ο Χριστός κ' οι Αγιοί μαζί σου, μεγαλόχαρή μου ψυχή, που τέλος δεν έχει η καλωσύνη σου.

Συνέσ. (μονάχος του πηγαίνοντας). Κι α δε με είχε δυναμωμένο η άγια μας η πίστη, α δε με είχαν καμωμένο πέτρα του κόσμου οι συφορές, θάλεγα κάλλιο στο μνήμα και γω, παρά να την ξαναδώ ξένη, σε ξένα χέρια, και να την ποτίζω τέτοια φαρμάκια. (Φεύγει).

Περμ. Πάει να μας δείξη πάλι την αγιωσύνη του. Πολεμάει να γλυτώση την αρχόντισσα, μα πού να προφτάξη, που θέλει μέρες και μέρες να πάη και νάρθη!. Ανατριχιάζω, καημένη, και δε συμμαζεύουμαι από την τρεμούλα. Και τέτοιο σκοτάδι! Φέρ' ένα φανάρι από μέσα να καθίσουμε στο κατώφλι αυτουδά! Α μας χρειαστούνε, η Γαρουφαλιά θανοίξη το παραθύρι και θα φωνάξη. Πού ύπνος πια τέτοιες ώρες!

Πιπ. (φέρνει φανάρι και καθίζουν). Τι παράξενη νύχτα και τι κρύο σκοτάδι, σα να γερνούνε στον αέρα φαντάσματα. Ας κάμουμε το σταυρό μας κι ας μείνουμε δω καμμιάν ώρα, ώσπου να λαλήξη κι ο πετεινός.

Περμ. Να πάη, λέει, ολομόναχη στο κοιμητήριο και να μυρολογάη απάνω από τα παιδιά της, κ' ύστερα να γυρεύη να γκρεμιστή! Κι ας την πάνε στο Μοναστήρι μια και καλή την κακόσυρτη, νάχουν την έννοια της οι καλόγριες.

Πιπ. Στάσου – άκουσες τίποτις από κει μεριά; Είδες τίποτις;

Περμ. Άμε στο καλό και συ που είσαι απατή σου για το Μοναστήρι. Τι νακούσω και τι να δω!

Πιπ. Καλέ κοίτα εκειδά κατά το μεγάλο το δρόμο! Δε βλέπεις εκεί μια φωτερή καταχνιά, και μέσα της ένας καβαλλάρης με γυναίκα στο πλάγι του; Σα μαύρος ίσκιος περνάει τις ιτιές κ' έρχεται κατά το χωριό. Κ' έρχεται μαζί του κ' η καταχνιά σα σύννεφο που το φυσούν οι ανέμοι. Σήκω, καημένη, και πάμε μέσα να προσκυνήσουμε. Ο Χάρος πρέπει να είνε και μαζεύει πάλι διαβάτες για τον άλλο τον κόσμο. (Σηκώνεται και μπαίνουνε στο σπίτι της Πιπινιώς).

Περμ. (σκύβοντας από την πόρτα). Τίποτις δε βλέπω, και του κάκου με τρόμαξες. Τι να είνε, ως τόσο οι θεοσκότεινες αυτές οι ραβδιές που τινάζουνται από πάνω κι ίσια στο δρόμο μας πέφτουν! Πάμε, καημένη, να κάνουμε μετάνοιες και να θεμιάσουμε, η χάρη της Παναγιάς να μας φυλάη κι αυτή τη νύχτα. (Μπαίνει και μανταλώνει την πόρτα).

ΕΧΤΗ ΣΚΗΝΗ

Η ίδια.

Η Αρετούλα φαίνεται στο βάθος τον δρόμου μονάχη της με μαλλιά ξέπλεκα κι αμελημένα φορέματα.

ΑΡΕΤOΥΛΑ, ύστερα ΔΕΣΠΩ, ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ

Αρετ. Όνειρο πρέπει να είνε, κι ως τόσο ψέμα δεν είνε! Να τος ο δρόμος μας, να την του σπιτιού μας η θύρα! Τι θα πης, μαννούλα μου, να με δης άξαφνα μπροστά σου με τέτοια τρομάρα στο πρόσωπο! Μ' άφησε ο Κωσταντής ολομόναχη, ότι σιμώσαμε το χωριό, ότι ακούσαμε μια φωνή που σιγοδιάβαζε μέσα στο Κοιμητήριο, και χάθηκε από μπρος μου μαζί με το φρενιασμένο τάλογο που περνούσε θάλασσες και βουνά. Γίνεται να μην είνε όνειρα όλα αυτά; Είμουνα στο σπιτάκι μου απόψε. Έλειπε ο καλός μου, που θα γυρίση ο δύστυχος και σαν παιδί θα με κράζη και δε θα με βρίσκη! Όχι, όχι· δε γίνεται. Όνειρο είνε. Και μέσα στόνειρο, άλλο ένα, που τανιστορώ κι αγριεύω σαν αυτή τη δύστροπη νύχτα. Καθούμουνα μονάχη στο παράθυρο. Έρχετ' άξαφνα ο Κωσταντής, και με χαιρετάει από μακριά και μου λέει «Περβάτησ', Αρετούλα μου, κ' η μάννα μας σε θέλει». – «Αλλοίμον' αδερφάκι μου» του κράζω «και τι νε τούτ' η ώρα! Ανίσως κ' είνε για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου Κι αν είνε πίκρα, πες μου το, νάρθω καταπώς είμαι». Και μου λέει «Έλα καταπώς είσαι». Κι ανεβαίνω μαζί του τάγριο τάλογο, και σύραμε σα σύννεφα κ' ήρθαμε. Και διαβαίνοντας από τις ιτιές εκεί κάτω, ξυπνούν τα πουλιά και μιλάνε μ' ανθρώπινη λαλιά και φωνάζουν «Ποιός είδε κόρην όμορφη να σέρνη πεθαμμένος!» – «Ακούς» του κάνω «Κωσταντή, τι λένε τα πουλάκια;» – «Πουλάκια 'νε» μου ξαναλέει «πουλάκια 'νε κι ας λένε.» – «Φοβούμαι σε, αδερφάκι μου» του κράζω τρομασμένα «φοβούμαι σε, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις». – «Εχτές βραδύς επήγαμε» μου λέει «στον Άη Γιάννη, και θέμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι». Και λέγοντάς μου τέτοια λόγια με κατεβάζει αντικρύ στην Αγιά Μαρίνα, και χάνεται σαν ίσκιωμα από μπρος μου!

Ανέβηκα το χωριό τρέμοντας ολομόναχη μέσα στα σκοτεινά.. Όνειρο μέσα στόνειρο πρέπει να είταν! Ως τόσο να τον ο δρόμος μας! Να την η θύρα μας! Μισοφέγγει ένα παράθυρο και το βλέπω το σπίτι μας. Το βλέπω, και να φωνάξω δε μπορώ να μου ανοίξουν … Τουρτουρίζουν τα δόντια μου! Σύγκρυα με περέχυσε ο βλογημένος ο Κωσταντής! Πάγος μονάχος το κορμί του!.. Όνειρο μαύρο και φοβερό!.. Τον ονειρεύτηκα πεθαμμένο τον Κωσταντή!.. Κι ακόμα όνειρο βλέπω, και θαρρώ πως πεθαίνω τώρα και γω!. Αχ, και να μπορούσα να ξυπνήσω και να γλυτώσω! Να δω τον ακριβό μου στο πλάγι μου και να λαφρωθώ, να ξαναξυπνήσω, να είμαι πάλι στον κόσμο!. Ως τόσο να την η πόρτα μας! Να το τό σπίτι! Ο Κωσταντής μου το είπε καθάρια πως η μάννα με θέλει.. Τι να με θέλη τέτοια ώρα παράξενη!.. Τι να είνε αυτό το κακό που ζητάει να με θανατώση πρι να το μάθω!.. Φοβερό κι ατέλειωτο όνειρο!.. Να φωνάξω, να ξυπνήσω, να γλυτώσω από το βάσανο, να κράξω τη μάννα να με ξυπνήση και να με σώση.. (φωνάζει) Μαννούλα, μαννούλα, ξύπνα με, και πεθαίνω! Ο Κωσταντής μας είναι που μ' έρριξε μέσα σ' αυτή την κρύα την καταχνιά, που πάει να με πνίξη. Ξύπνα με, μάννα, να ξαναβρεθώ στο σπιτάκι μου! Ο ακριβός μου, ο ακριβός μου! Θα λωλαθή, να το μάθη πως πέθανα! Πέθανα, μαννούλα, και ξύπνα με!

(Πέφτει κοντά στην πόρτα).

Γαρουφ. Είτανε γυναικήσιες φωνές.

Δέσπω. Ο Χάρος έχει πάλι βαλμένο το μαύρο του χέρι. Παιδιά δε μου μένουνε να του δώσω, ανοίξτε του να μπη και να πάρη εμένα. (Σκύβει η Γαρουφαλιά κ' οι δυο γειτόνισσες με τα φανάρια, και βλέπουν την Αρετούλα).

Αρετ. (με μισοπνιγμένη φωνή). Πεθαίνω, πεθαίνω, μαννούλα!

Δέσπω. Αρετούλα μου! (Πέφτει απάνω της, και πεθαίνουν κ' οι δυο τους).

Возрастное ограничение:
12+
Дата выхода на Литрес:
28 сентября 2017
Объем:
180 стр. 1 иллюстрация
Правообладатель:
Public Domain

С этой книгой читают