Читать книгу: «Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες», страница 10
ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ
Στα ξώχωρα του χωριού κοντά στην Αγιά Μαρίνα. Νύχτα· φεγγάρι.
ΣΤΕΦΑΝΗΣ, ύστερα ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ, ύστερα ΚΕΡΙΑΚΟΣ
Στεφ. Μ' έδιωξαν τα παιχνίδια! Μ' έδιωξε η χαρά! Ως εδώ μ' έδιωξε, ως στης Αγιά Μαρίνας τη γειτονιά. Με φωνάζανε να μπω στην παρέα και να τους τραγουδώ! Αν είχα φωνή για τραγούδι, θα την έκανα βροντή που να τους σκορπάη κατάρες. (Παίζουνε μακριά τα παιχνίδια). Τακούγω, ακόμα τακούγω! Με κυνηγούνε, με κυνηγούν οι χαρές τους! Φείδια έγιναν οι χαρές τους και σφυρίζουν κατόπι μου. Να φύγω, να φύγω να μην τακούγω. Στα δάση να σύρω, να γίνω θεριό, να πιάνω ζευγαρωμένα πουλιά και να τα σπαράζω. Φωτιά να γίνω και να καίγω τους κάμπους, που ν' ανεβαίνη ο καπνός να σκεπάζη τον ουρανό, και ψυχή πια να μη βλέπη παρηγοριά. Να μην το βλέπη πια κανένας το γιγαντένιο αυτό το ψέμα, τον ουρανόν αυτόν, που την είδε ξάστερη την αγάπη μου, που τον είδε τον μεγάλο καημό μου, κι ως τόσο έμεινε λαμπερός κι ασάλευτος, σα να μην έσβυσ' ένα αστέρι, σα να μη ράγισε μια καρδιά. Είνε, λέει, καμωμένες οι καρδιές για να σκάνουνε! Να σκάση λοιπόν κι ο ουρανός και να γίνη θρούβαλα! Να πλαντάξη ο κόσμος και να ξολοθρευτή. Ψυχή να μην απομείνη, να μας τσαμπουνίζη πως βασιλεύει αλήθεια και δίκιο και πως νικάει η αγάπη.
Της άνοιξα σα μωρό παιδί την καρδιά μου. Άγγελος μονάχος. Της φανέρωσα όλη μου τη λαχτάρα. Είπε κι όχι, είπε και ναι. Φαρμάκι το όχι της, φαρμακωμένο το ναι της! Μήνυσα δυο λόγια της μάννας, ίσως και συμπονέση, σα μάννα που είνε. Να τος ο πόνος της! Πατινάδα έγινε και πήρε τους δρόμους, να μου τον απολωλάνη το νου μου.
Τακούγω τα παιχνίδια! τακούγω τα ξεφαντώματα! Εκατό χηρώνε μυρολόγια δε σπαράζουν καθώς αυτά τα τραγούδια!
Τρέλλα με συνεπαίρνει! Πέφτω, πέφτω, γκρεμνιούμαι, και τέλος δε βρίσκω. Κατακέφαλα πέφτω, τώρα λέγω πως θα κατακρίσω με τους βράχους και θα σκορπιστούν τα μυαλά μου, κι ως τόσο πετραδάκι δεν ανταμώνω μες στατέλειωτα βάθια. Σαν το πουλί τριγύρω στο φείδι στρεφογυρίζει ο νους μου. Αχ, και να είταν ο Χάρος αυτό το φείδι! Είνε ο πόνος, ανάθεμά τον, ο πόνος! Ο κόσμος όλος πεθαίνει, κι αυτός βασιλεύει. (Συλλογιέται). Να τους σκοτώσω, θα πης! Να τους σκοτώσω, να βουβαθούν αυτές οι χαρές. Ψεύτρα, παρηγοριά! Που σκοτώνει του αλλονού τη χαρά, ζωντανεύει τον πόνο του. Απελπισιά, απελπισιά, και τίποτις άλλο. Αυτή θα είνε η αγάπη μου εμένα. Θάχω τη σπαραχτική της φωνή για τραγούδι μου, και για προσκέφαλό μου την παγωμένη της αγκαλιά. (Καθίζει σε πέτρα). Μα αν έρχουνταν τώρα τάφταιγο το κορίτσι να πη πως τον ξέφυγε τον ξένο, πως τους άφησε κ' ήρθε να φύγη μαζί μου, να ζήση μαζί μου, πως δε βάσταξε να μ' αφήση έρμο και μονάχο! Ποιος λέει πως είνε αδύνατο τέτοιο θάμα, πως τέτοια ελπίδα είνε κι από την τρέλλα μου μεγαλήτερη τρέλλα! Ποιος δεν είδε παράξενα και παράλογα όνειρα, κι ως τόσο αληθέψανε. Μηγαρίς αν τα έβλεπα στον ύπνο μου πως θαγαπήσω, και πως θα μου φέρουν από τη Βαβυλώνα φαρμάκι να με ποτίσουνε, θα το πίστευα; Ας γύρω, ας γύρω κι ας παρακαλέσω τον Ύπνο να με πάρη στη μαύρη του αγκαλιά. Σώπασαν τα παιχνίδια. Μια κόρη δε με λυπήθηκε, ίσως ο Ύπνος με λυπηθή.
(Πλαγιάζει. Στον ύπνο του παρουσιάζεται η Αγιά Μαρίνα με την όψη της Αρετούλας).
Αγ. Μαρ. Όνειρο γύρεψες, κι όνειρο σου φέρνω, εσένα που, αν τα πίστευε τα λόγια σου εκείνος που μ' έστειλε, θα σε γκρέμιζε ίσια στη Κόλαση, να ταγίζης δαιμόνους με τη χολή σου. (Ο Στεφανής απλώνει τα χέρια στον ύπνο του). Μην ταπλώνης τα χέρια σου. Να καθαριστούνε πρώτα αυτά τα χέρια με τάγιο μύρο του μαρτυρίου. Κοιτάζεις την όψη μου, κι ο νους σου λαφροπετάει στην καταφρονεμένη σου την αγάπη, που την έχεις ιερώτερη κι απόνα μαρτύριο. Βλέπε κάλλιο το στεφάνι που φέγγει γύρω στο πρόσωπό μου. Κάλλιο άκουγε τον πόνο που βγαίνει με τη φωνή μου. Πόνο μήτε για σένα μήτε για μένα, μόνο για τους μύριους που θα τους σκεπάση αυτό το χώμα. Ως πότε θα συλλογιέται ο ταπεινωμένος αυτός λαός το τιποτένιο του το εγώ, σα να μην είνε στημένος σε μαρτύρων αμέτρητα κόκκαλα; Ως πότε το κάθε παιδί του θα κατρακυλάη μαζί με τα θολωμένα νερά που τον πλημμυρίζουν; Ανασήκωσε το κεφάλι σου και δες γύρω σου τους μισοπνιγμένους, κι άπλωσε χέρι να τους γλυτώσης. Λησμόνησε το εγώ σου, και θυμήσου τα βασανισμένα ταδέρφια σου. Φέρνε τους τη χαρά, να φεύγη ο πόνος σου. Αγάπησε τον κόσμο, νάχης αγάπη που ζούλια δεν ξέρει, που όλος ο κόσμος να την κλονίση δε σώνει. Εγώ είμαι η Αρετούλα σου, ναι. Μα δε με γέννησε Δέσπω εμένα. Ο αρραβωνιαστικός μου έμενα είνε απάνω, τόσο απάνω που μήτε τόνειρό σου δεν τονέ φτάνει. Είνε ταστέρι της καλωσύνης ο ουράνιος αυτός ο γαμπρός. Η αγάπη του όρια δεν έχει. Όλο τον κόσμο τονέ χωρεί η καρδιά του, ως και την Κόλαση με τους μύριους και μύριους αμαρτωλούς της. Στόματα γυρεύει να κηρύξουνε στη γης την αληθινή την αγάπη, χέρια γυρεύει να βοηθήσουν τα τυραννισμένα παιδιά του. Φόρεσε τα μαύρα τα σημάδια της αγιωσύνης, και γύριζε μέσα στο δύστυχο το χωριό μας που ο χάρος είνε γραμμένο να το κάμη φωλιά του. Άπειρο είνε το θανατικό που τοιμάζει, κι άπειρη αγάπη χρειάζεται. Σήκω και πάρε της αληθινής της αγάπης το μαύρο το δρόμο.
(Φεύγει η Άγ. Μαρίνα).
Στεφ. (Σηκώνεται και κοιτάζει γύρω του). Αλήθεια είταν ή όνειρο; Πρόσωπο της Αρετούλας, μα στάση, φορέματα, στεφάνι, σαν της Αγιά Μαρίνας την εικόνα, εκεί στο ξωκκλήσι. Φωνή γυναικήσια με λόγια Θεού. Λόγια που τονέ σκορπίσανε σαν ανάλαφρη μούχλα τον πόνο μου. Μένει περίλυπη η καρδιά, μα η απελπισιά πια δεν τα χτυπάει εκεί μέσα τάγρια φτερά της. Καθούμουνα κι άκουγα σα φταιξιάρης. Αρνί αθώος θαρρούσα πως είμουν, κι αυτή ανήμερο θεριό με ζουγράφησε. Μάρτυρας, και δαίμονα μ' έκαμε! Πώς την έχασα την καλοτυχιά μου, κι ως τόσο μου την παράστησε αθάνατη την καλοτυχιά, γιατί [θρέφεται με του κόσμου τα βάσανα. Μιλούσε σα να τριγύριζαν τον τόπο μας μεγάλα δεινά. Για θανατικά μου μιλούσε. Δίχως άλλο η Αγιά Μαρίνα είταν κ' ήρθε να με γλυτώση δείχτοντάς μου της αγάπης το δρόμο. Μαύρο δρόμο τον είπε. Μαύρα τα είπε και τα σημάδια της αγιωσύνης. (Συλλογιέται). Τα ράσα, τα ράσα θα με γλυτώσουνε. Μ' αυτά θα πηγαίνω να την παρακαλώ για ψυχές που θα φτερουγίζουνε στον άλλο τον κόσμο παράκαιρα. Δίχως άλλο, φοβερό κακό μας προσμένει. Το πιστεύω εγώ αυτό καθώς πιστεύω τη χάρη της. Λόγο δεν έβγαλε που δεν είχε της αλήθειας τη δύναμη. Συφορά, συφορά θα μας έρθη.. Ίσια στη χώρα, στη Μητρόπολη ίσια κ' ίσια. Εκεί θα γίνη εμένα ο γάμος μου. Έχε γεια, Κόσμε, με τα καλά σου, ζήτησα να τα κάμω δικά μου και σαν άμμος γλίστρησαν από τα δάχτυλά μου ανάμεσα. Πηγαίνω σε κόσμο, που αν δεν έχη τις χάρες σου, έχει όμως αλάθευτο γιατρικό για τα βάσανά σου.
(Περνάει ο Κεριάκος με μουλάρι ομπρός του).
Κερ. Τρέχα, έρμο, που ακόμα δεν άρχισες και μου κάνεις και νάζια. Τρέχα να μη σου τα κάμω χρυσάφι τα μπούτια σου. (Χτυπάει το ζω). Τρέχα, καψούλικο, τώρα που τόχουμε το φεγγάρι. Κουνήσου, ανάθεμά σε, ψοφήμι. (Βλέπει το Στεφανή). Καλησπέρα, αφεντικό. – Στάσου, τσαναμπέτικο, στάσου! – Πώς σου φαίνεται το φεγγάρι, αφεντικό; Θα τόχουμε ώσπου να φέξη ή θα μας μαζέψη σύννεφα πάλε; – Στάσου που να σε πάρ' η κατάρα!
Στεφ. Καλησπέρα, Κεριάκο. Μη φοβάσαι για τον καιρό. Κι α θέλη ο Θεός;
Κερ. Για τη χώρα, να φέρω κι άλλα ζα της νύφης και του γαμπρού. Πάσκισα να στείλω το γιο μου για να φάγω και γω κεσκέκι, μα δεν της ήρθε της Κερά Δέσπως. Θέλει, λέει, να τάχη την άλλη μέρα σίγουρα, γιατί βιάζουνται. Αλλονού παπά Βαγγέλιο πάλε αυτός ο γαμπρός. Να μη σου δίνη, λέει, καιρό μήτε να χορέψης. Ας το χαίρεσ' η αφεντιά σου, που θα είσαι δω αύριο. Ως τόσο να μην είσαι με την παρέα! Τον κόσμο χαλάνε στην πίσω την ενοριά.
Στεφ. Είμαι για ταξίδι και γω. Και γω για τη χώρα. Πάμε μαζί. Πόσα είνε ταγώγι σου;
Κερ. Αφεντικό, παζάρια δεν κάνω. Το ξέρεις το ζω μου. Σαν κοκκώνα πηγαίνει. Παραπάτημα τι θα πη δεν το ξέρει. Είν' από σόγι κι αυτό.
Ο κύρης του είταν ο μεγαλήτερος γάδαρος του χωριού. – Στάσου ανάθεμά σε, παλιοψοφήμι! – Παζάρια δεν κάνω, αφεντικό. Κοίταξέ το, που και καλά να ξεκινήση γυρεύει.
Στεφ. Σου δίνω ένα φλουρί, σου δίνω κατόπι και την ευκή μου, Κεριάκο.
Κερ. Ας είσαι καλά για το φλουρί, αφεντικό, μα η ευκή από πού κι ως πού;
Στεφ. Είταν παπάς ο πατέρας μου, Κεριάκο· γιατί τάχατες να μην παπαδέψω και γω;
Κερ. Είταν παπάς, και καλός παπάς ο μακαρίτης, αφεντικό. Δεν τα ξέχασ' ακόμα τα λόγια του τότες που χήρεψα κ' έμεινα με δύο ορφανά στο πλευρό μου. Μα του λόγου σου, αφεντικό, παπάς, τέτοιο παλικάρι!
Στεφ. Ίσια ίσια παλικάρια χρειάζεται κι ο Θεός, καλέ μου Κεριάκο.
Πάω να δώσω στο Θεό τη ζωή μου, και να το πης και στους δικούς μου σα μεταγυρίσης, να ξέρουν πού είμαι. Γλήγορα θα με ξαναδούν.
Αλλοίμονο, και γλήγορα θα με χρειαστούν. Κάμε το σταυρό σου, Κεριάκο, γιατί μας έρχεται μεγάλο θανατικό. Κατέβηκε η Αγιά Μαρίνα στον ύπνο μου και μου το φανέρωσε.
Κερ. (Αφίνει του χαλιναριού το σκοινί και σταυροκοπιέται). Τη χάρη της νάχουμε! Τι 'νε τούτα που ακούγω! Νά γιατί με ξεκούφανε απόψε κι ο σκύλος! Τα παιχνίδια περνούσαν, κι αυτός δος του κι ούρλιαζε, όλο ούρλιαζε. Έσκυψε κ' η κόρη μου να πάρη την αληκάτη της, και τι να δη σιμά στο λυχνάρι! Το καθρεφτάκι της καταγής, και μέσα το πρόσωπό της! Τη χάρη σου νάχουμε, Άγια Μαρίνα μου, ή βουρκόλακας είνε ή θάνατος. – Στάσου, παλιομούλαρο, που να σε κόψη περίδρομος.
Στεφ. Κουράγιο. Κεριάκο μου, κ' έχει ο Θεός. Μη χασομερούμε ως τόσο. Πάμε, και στο δρόμο τα λέμε. Ίσως μας λυπηθή ο Μεγαλοδύναμος. Ίσως μας στέλνει αυτά τα μηνύματα να μας φρονιμέψη. Τράβα το ζω σου, κι ανεβαίνω κάτω κει στην πεζούλα.
(Ξεκινούν).
Κερ. (Από μακριά). Τρέχα, γουρσούζικο, τρέχα που μου λιμπίστηκες αγκάθια τέτοιες ώρες και συ.
ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ
Στο δρόμο κοντά στης Δέσπως. Αυγή.
ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ
Περμ. (Στο κατώφλι της). Πού είσαι; Σε κουκούλωσε και πήγε το πάπλωμα σήμερα, που να σε κουκουλώση ο χάρος! Το χωριό άνω κάτω, και συ παράθυρο ακόμα δεν άνοιξες. (Ανοίγει της Πιπινιώς το παράθυρο).
Πιπ. Καλημέρα.
Περμ. Να τα καλύψης. Κατέβα να σου τη μαυρίσω τη ράχη σου, που μια φορά πήγες να μυριστής και συ αρραβώνα, και πήγε στραβά η μύτη σου σαν τη μούρη σου.
Πιπ. Και δεν το βλέπεις, κουτόμυαλη; Δε βλέπεις πως το φοβήθηκαν το παπαδοπαίδι και μάνη μάνη τα ταιριάξανε μ' αυτόν τον ξένο, μην τύχη και ρεζιλευτή το κορίτσι; Έννοια σου δα, και σαν πήγα και γω στα παιχνίδια, να! – τα είχα στημένα ταυτιά μου. Κάτι άκουσα, κ' έννοια σου.
Περμ. Και πότες βγήκες εσύ ψεύτρα να βγης και τώρα!
Πιπ. Άμε στο καλό, καημένη! Κάθεσαι τώρα και συλλογιέσαι ποιος τάννοιωσε και ποιος δεν τάννοιωσε, και δε συλλογιέσαι πως γίνεται μεγάλος γάμος στη γειτονιά. Κ' έχουμε να δούμε δουλειές και δουλειές! Όπου κι αν είνε αρχινάει το στολίδι της νύφης.
Περμ. Συλλογιέσαι το γλέντι, και δεν πάει ο νου σου στα χάλια της δόλιας αυτής αρχόντισσας, που έχει μαθές ψυχή κι αυτή. Χίλια μεταξωτά σεντόνια και παπλώματα δεν τη σκεπάζουν την πίκρα του χωρισμού.
Πιπ. Το βόλεψαν κι αυτό και μη σε μέλη. Όλα τάκουσα και τα ξέρω. Να τα είχα ταυτιά μου στο μαγερειό, σαν έφυγαν τα παιχνίδια. Άνοιγε τις τσίπες με τη ματσόβεργα και τάλεγε της Γαρουφαλιάς η μάννα της Αρετούλας. Ως το πρώτο λάλημα παρεστέκουμουν κι ανακάτωνα το κεσκέκι.
Περμ. Μωρή καλά και μου είπες για λάλημα πετεινου. Είδες εσύ, λέει, να σηκώνεσαι από το στρώμα και ν' ακούς την όρνιθά σου να κακναρίζη πρωί πρωί! Και να της φωνάζω, κι αυτή όλο να κακναρίζη! Πήγα και την έσφαξα την έρμη πρι να μας έρθη κανένα κακό.
Πιπ. Καλά 'καμες, καημένη, γιατί ξέρεις τι; Δε μ' αρέσει καθόλου το προψεσινό τόνειρο της κερά Δέσπως, που τόλεγε της Γαρουφαλιάς σα σηκώθηκε. Κι όσο το συλλογιέμαι, το πετσί μου ανατριχιάζει. Σα να μισοφοβήθηκε, θαρρώ, κι η αφεντιά της, και ρώτηξε το γιο της τον Κωσταντή, πως ανίσως κ' έρθη πίκρα για χαρά, ποιος θα τηνέ φέρη πίσω την Αρετούλα. Και της έταξε, λέει, ο Κωσταντής πως ό,τι κακό κι αν τους έρθη, θα πάη αυτός να τη φέρη πίσω, κ' έτσι σύχασε, λέει, η καρδιά της. Ως τόσο ακούγω σύρτα φέρτα από τώρα μες στην αυλή τους.
Περμ. Χμ! Έβγα τρέχα μην τύχη και σε ξεχάσουν, που ψυχή δεν αφίνεις απείραχτη μες στη γειτονιά. Τρέχα, και τα λαχτάρησε η κερά Δέσπω τα μούτρα σου. Άλλη έννοια, βλέπεις, δεν είχε κι άλλη χολή τέτοια μέρα.
Πιπ. Μωρή ζουλεύεις, ζουλεύεις και μου τα λες αυτά.
(Χτυπάει τους γρόθους της στραβομουριάζοντας, κ' η Περμαθιώ της δίνει τύφλες).
ΠΕΜΤΗ ΣΚΗΝΗ
Στο χαγιάτι της κερά Δέσπως. Η νύφη κάθεται στο μιντέρι
χαμηλοβλεπούσα, και τη στολίζουνε κορίτσια.
ΔΕΣΠΩ, ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ΚΟΡΙΤΣΙΑ, ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΕΣ, κατόπι
ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΑΔΕΡΦΙΑ και ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ απέξω.
Κορίτσια (τραγουδούν).
Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει η μέρα,
Σήμερα στεφανώνεται αϊτός την περιστέρα.
Δέσπω. (Σιγανά της Γαρουφαλιάς). Αχ, αϊτός μαθές είνε, και την αρπάζει την ακριβή μας και πετάει απάνω από κύματα κι από βουνά να τη σφαλήξη μες στη φωλιά του την πλουμιστή μας την περιστέρα.
Γαρουφ. Να μη σ' ακούση, κερά μου, το κορίτσι, και στάξη δάκριο απάνω στα νυφικά της. Κοίτα την, κερά μου, και πες μου αν είδες ποτές σου τέτοιον ήλιον να λαμπροφέγγη. (Αψά). Τραγουδάτε, κορίτσια, που να σας δω νύφες και σας σαν τη ζουλεμένη την Αρετούλα.
Κορίτσια (τραγουδούν).
Όντας σε γέννα η μάννα σου, ο ήλιος εκατέβη
Και σούδωκε την ομορφιά, και πάλι ματανέβη.
Πιπ. (από την πόρτα, χαμηλά). Μωρή είδες εσύ ποτές σου τέτοιο ματόφρυδο;
Περμ. Σκάσε, ν' ακούσουμε τα τραγούδια, μωρή.
Δέσπω (χαμηλά της Γαρουφαλιάς). Σα ψέματα μου φαίνουνται όλα, Γαρουφαλιά μου! Είμαι σαστισμένη, και δεν το νοιώθω το μαχαίρι που στα βάθια με σφάζει. Το ξέρω πως κομμάτια με κόβει, κι ως τόσο πόνο δεν νοιώθω. Πέτρα έγινα, και μήτε στάλα δάκριο δε στάζουν τα μάτια μου.
Γαρουφ. Ο Θεός μας τη δίνει αυτή τη χάρη, κερά μου, σαν πλακώνουνε μεγάλοι καημοί. Είνε μεγάλος ο πόνος σου, κερά Δέσπω, μα στοχάσου μια και τι χαρές που σ' απαντέχουνε σα μεταγυρίση καμιά μέρα ο Κωσταντάκης και τη φέρη με το πρώτο πρώτο αγγονάκι σου. Τι γελάτε εσείς, μαριολοκόριτσα. που ο νους σας είνε πιώτερο στους γαμπρούς παρά στις νύφες; τάχα να σώθηκαν τα τραγούδια σας;
Κορίτσια (τραγουδούν).
Εσένα νύφη πρέπει σου κορώνα στο κεφάλι.
(Μπαίνει ο Κωσταντής).
Κωστ. Ακόμα εσείς; Έρχουνται τα παιχνίδια. Ο γαμπρός και η παρέα στην εκκλησιά. Πάνε να καούν οι μισές λαμπάδες.
Γαρουφ. Ένα τραγούδι ακόμα, κυρ Κωσταντάκη, και τελειώνουμε. Είνε της μάννας αυτό το τραγούδι.
Κωστ. Μαννούλα, βασιλιάς γίνουμαι να σε βλέπω έτσι χαρούμενη.
Κοίτα την τη νυφούλα πως καμαρώνει κι αυτή. Να τακούσουμε και το τραγούδι της μάννας, ας πέση κ' η χρυσή αυτή βροχή να μας ράνη.
Δέσπω. Πήτε το σεις για τα μένα, κορίτσια. Πήτε το σεις με τη λυγερή σας φωνή. Κάλλιο να τον ακούγω τον καημό μου και να παρηγοριέμαι, παρά να τον τραγουδώ και να πικραίνω κι άλλες καρδιές.
Γαρουφ. (του Κωσταντή). Ας το πουν, ας το πουν τα κορίτσια. Καλό θα της κάμη, κυρ Κωσταντή, καλό θα της κάμη.
Κορίτσ. (τραγουδούν).
Ανοίξαν οι εφτά ουρανοί, τα δώδεκα Βαγγέλια,
Και πήραν το παιδάκι μου από τα δυο μου χέρια.
Γαρουφ. (ραντίζοντας με ροδόσταμα τη νύφη και τους άλλους). Έτσι να σας περεχούν οι καλοτυχιές, χρυσή νυφούλα, και διαμαντένια Δέσπω, κι αργυρέ Κωσταντή. (Ζυγώνουν τα παιγνίδια). Σηκωθήτε πια κ' ήρθ' η ώρα. Στο καλό και να μας πολυχρονίσουνε. (Έρχουνται ως την πόρτα τα παιχνίδια με το Σαράντη, το Θανάση, και μέρος της παρέας. Βγαίν' η νύφη με τα κορίτσια, ακολουθάει η μάννα με τον Κωσταντή, τις γειτόνισσες κλ. Την ώρα που βγαίνει η νύφη, ακούγουνται τα τραγούδια των βιολιτζήδων απέξω).
Ώρα καλή να δώση ο Θιός
Και των αγιώνε η χάρη,
Να φέγγης πάντα λαμπερή
Σαν ταργυρό φεγγάρι.
ΕΧΤΗ ΣΚΗΝΗ
Τα ίδια.
ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ύστερα ΚΕΡΙΑΚΟΣ
Γαρουφ. (μονάχη της). Είδα πολλούς γάμους, μα σαν και τούτον άλλο δεν είδα. Πιώτερες κλάψες παρά χαρές. Το φαρμάκεψαν τα δάκρια αυτό το ροδόσταμα. Δεν την καταλαβαίνω μα το ναι τέτοια βιάση.
Αντίς να τη συνηθίσουν την κακόσυρτη την αρχόντισσα στον καημό της, να πηγαίνουνε να τη σπαράζουνε μέσα σ' ένα μερόνυχτο. Καλά δα που βρέθηκα και γω να της δώσω λίγη βοήθεια. Τι θάκανε δίχως εμένα και γω δεν ξέρω. Μάτι δε σφαλήξαμε όλη νύχτα. Κι απόψε πάλε τα ίδια.
Όσο για το ταχύ, ο Θεός πια να μας λυπάται. Αν το βαστάξη η αρχόντισσα κι αύριο, από χάρο πια φόβο δεν έχει. Η Παναγιά να τη δυναμώνη τη δόλια, να μην της έρθη και τίποτις. (Μπαίνει ο Κεριάκος). Από πού ξεφύτρωσες εσύ τώρα! Να μην τάφερες τάλογα από κανένα χωριό;
Κερ. Τι χωριό και τι ξεχωριό! Οληνυχτής ταξίδευα με το φεγγαράκι.
Πρι να προβάλη ο ήλιος ξεκίνησ' από τη χώρα, και να 'μαι τώρα.
Αμέ τι θαρρείς; Έτσι μονάχα, θα γίνεται γάμος και γω θα γυρίζω \ μες στα βουνά;
Γαρουφ. Και δε μου λες πως ξεμωράθηκες και συ στα γεράματά σου;
Κερ. Στα γεράματά μου εγώ είδα δυο μεγάλα θάματα. Ένα, να τρελλαίνεται ο κυρ Κωσταντής και να φαρμακώνη τη μάννα του, κι άλλο, να καλογερεύη ο Στεφανής.
Γαρουφ. Ο Στεφανής!
Κερ. Ναι, ο Στεφανής· το μορφοπαίδι που την αγαπούσε την Αρετούλα, και πήγε να σκάση από το κακό του, κ' ήρθε, λέει, η Αγιά Μαρίνα στον ύπνο του και του είπε να γίνη καλόγερος, γιατί θα χρειαστή παπάδες ο τόπος με το θανατικό που μας έρχεται.
Γαρουφ. Τρελλάθηκες, Κεριάκο!
Κερ. Μακάρι να είταν τρελλού φαντασιά, κι όχι κορμί σπαρταριστό, ο Στεφανής που καβαλίκεψε το μουλάρι μου και κατέβηκε στη Μητρόπολη. Μακάρι να είταν της χολής του σταλαματιά τόνειρό του εψές αργά πρι να μ' ανταμώση, μακάρι να είταν ίσκιωμα, και να μην τάβλεπα με τα μάτια μου τέσσερα λείψανα στη χώρα που τα κουβαλούσαν πρωί χαραυγή, να μην τα δη ο κόσμος κι αποτρομάξη.
Γαρουφ. Χριστέ μου και Παναγιά μου! Τι μαύρες μέρες μας απαντέχουν και τι κακό μας ζυγώνει! Αμέ και τι νοιαζούμαστε γάμους, και δεν αρχινούμε τα μυρολόγια! Πώς δεν την αφίνουμε την αρχόντισσα να μυρολογάη και να δέρνεται, να συνηθίση κι αυτή κι εμείς για τα χερώτερα που μας έρχουνται. (Συλλογιέται). Μάτια τέσσερα, καημένε, λόγος να μη σου ξεφύγη. Να ξεκινήση πρώτα η νύφη και να γλυτώση από το χάρο, αν είνε γραμμένο να φτάση ως εδώ το δρεπάνι του. Στη χώρα δεν κονεύουνε μήτ' ένα μερόνυχτο. Πολύ φόβο δεν έχουν εκεί. Μ' αν τακούση η κερά Δέσπω, θα την πιάση τρομάρα. Εσύ και γω να τα ξέρουμε μονάχοι μας. Ακούς;
Κερ. Έννοια σου δα κι άχυρα δεν τρώγω. Μόνο μια χάρη, Γαρουφαλίτσα μου. Να μου δώσης του γάμου φαεί. Ψοφώ της πείνας.
Γαρουφ. Σύρε να περιδρομιαστής κάτω στο μαγερειό, που ο χάρος μας τριγυρνάει και συ για την κοιλιά συλλογιέσαι. (Βγαίνει ο Κεριάκος). (Μονάχη της). Κι ο καημένος ο Στεφανής! Κάτι σα να μυρίστηκα και γω στης Καλαματιανής το νυχτέρι. Αχ, και τι κόσμος! Πέτρα πάνω στην πέτρα κατακυλάνε τα πάθια του στο κεφάλι σου, και νου δε σου αφίνουνε να τον καλονοιώσης το χαλασμό που γίνεται ολοτρόγυρα. Τι κόσμος, τι κόσμος! (Βγαίνει).
ΕΒΔΟΜΗ ΣΚΗΝΗ
Ταποταχύ πρωινή. Στην αυλή της Δέσπως.
ΚΡΑΛΗΣ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ύστερα ΚΕΡΙΑΚΟΣ, ύστερα ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ΔΕΣΠΩ,
ΑΔΕΡΦΙΑ.
Κωστ. Το γλέντι πήγε ως την ώρα καλά, χρυσέ μου γαμπρέ, κ' η γριά μας ύστερ' από τη στεφάνωση ξαναχόρεψε κιόλας. Μα σήμερα μας ξημερώνει δύστροπη μέρα, και δύστροπη την κάνουν κάτι αναποδιές που δε βγαίνουν κι από το χέρι μας. Ακούγω πως στη χώρα μεγάλο θανατικό, και μια να το πάρη ταυτί της γριάς, θάλασσα, όλα. Εγώ λέω, εμείς ταδέρφια για καλό κακό ναπομείνουμε σιμά της και να μη σας συντροφέψουμε. Τραβήξτε σεις μονάχοι, κι από τάλογα ίσια στο καραβάνι.
Κράλης. Και πούθε ήρθαν, Κωσταντή, αυτά τα μαύρα μαντάτα;
Κωστ. Ο αγωγιάτης μας τάφερε. Το είπε της θεια Γαρουφαλιάς, κι αυτή σαν τονέ σταύρωσε το γέρο να μην το πη κανενού, και της έταξε ο γέρος πως θα μείνη κρυφό, το φύλαξε μέσα της βαθιά βαθιά σαν πετραδάκι στον πάτο της θάλασσας. Μα το πετραδάκι άρχισε να μεγαλώνη, και μεγάλωσε, μεγάλωσε, ώσπου έγινε βουνό κι ανέβηκε και πρόβαλε απόξω μεγάλο μεγάλο ίσια μ' ένα νησί! Ο Θεός μας λυπήθηκε κι άλλος δεν την άκουσε εξόν από μένα. Την έδιωξ' από το σπίτι πριν ξεσπάση και μας ξετινάξη καπνούς και φλόγες αυτό το βουνό. Εμείς τώρα πρέπει να μείνουμε στη μάννα κοντά. Πήγα και της είπα πως για παρηγοριά της θα μείνουμε.
Κράλης. Αδερφέ μου, ό,τι σου λέει η μεγάλη σου γνώση.
Κωστ. Γλήγορα θα μ' έχης στο καλορρίζικό σου, και τότες – πρώτα ο Θεός – ταποσώνουμε το ξεφάντωμα. Να ο Κεριάκος με τάλογα όξω.
Κατεβαίνουν κ' οι γυναίκες. Από την αυγή συγυρίστηκαν όλα.
Κράλης. Ας πάγω να φιλήσω το χέρι της μάννας, κ' ύστερα σέρνω γω παραμπρός, να μην πολυβαστάξη το βάσανο. Αυτές οι δουλειές χρειάζουνται γληγοράδα. (Πηγαίνει μέσα ο Κράλης. Φαίνεται στην οξώπορτα ο Κεριάκος).
Κωστ. Έτοιμα όλα. Κεριάκο;
Κερ. Όξω είνε τάλογ' αφεντικό, κι όλα τα προικιά φορτωμένα.
Έχουμε, λέει, και κρύους κεφτέδες για το μισό το δρόμο.
Κωστ. Αυτό σώνει για να γίνουν αστραπή τάλογά σου ως τα μισά. Πάρε αυτό το φλουρί, για να τρέξουνε γρήγορα ως το τέλος. (Χαμηλά). Και κοίταξε να μην αργοπορήστε μες στη χώρα. Ίσια στο καραβάνι, κι από μέρος που να μη φαίνουνται λείψανα.
Κερ. Έννοια σου, αφεντικό, μη φοβάσαι.
Κράλης. (Βγαίνοντας από το σπίτι βιαστικά). Έχε γεια, Κωσταντή μου. (Φιλιούνται).
Κωστ. Στο καλό, αδερφέ, κι ο Θεός μαζί σου.
(Βγαίνει ο Κράλης με τον Κεριάκο από την οξώπορτα. Την ίδια στιγμή βγαίνει από το σπίτι μες στην αυλή η Αρετούλα, κ' η Δέσπω βασταγμένη από το Σαράντη και το Θανάση).
Αρετ. Κωσταντή μου, αχ Κωσταντή μου! Φεύγω και σας αφίνω!
Κωστ. Πνίξε τον πόνο σου, Αρετούλα, πνίξ' τονα για το χατίρι της μάννας μας. (Την αγκαλιάζει).
Δέσπω. Σώπα, εσύ, ακριβή μου, κι άφινέ τα εμένα τα μυρολόγια. Μην κλαίτε, παιδιά μου, αν κλαίτε σεις και στενάζετε, η μάννα σας τι να κάμη! Δόστε μου τα μένα τα δάκρια σας, που δε μούμειναν της κακόμοιρης! Δόστε μου τα να κλάψω, και να την πλημμυρίσω αυτή την αυλή που ανάθρεψα τη μονάκριβή μου.
Αρετ. (Αφίνει τον Κωσταντή και πέφτει στην αγκαλιά της μάννας.
Ταδέρφια στέκουνται δακρισμένα). Μαννούλα, μαννούλα, τι μεγάλος καημός που μας ήρθε! Ποιος τόλεγε, τότες που με φεγγαροχτένιζες και μιλούσαμε για χαρές, πως οι χαρές αυτές είταν πίκρες που ταίρι δεν έχουν.
Κωστ. (Παίρνοντας την Αρετούλα από το χέρι). Αρετούλα μου, λυπήσου, καημένη, τη μάννα μας, λυπήσου ταδέρφια σου που είμαστε και μεις αίμα της. Για το δικό σου καλό γίνετ' αυτό το μαρτύριο. Πολλές αυγές δε θα φέξουν και θα κάθεσαι βασίλισσα μες σταρχοντικό σου. Τρεις μήνες και θα μ' έχης κοντά σου, και ποιος θα σε πιάνη πια τότες!
(Ξεκινάει κατά την οξώπορτα με την Αρετούλα).
Αρετ. Σαφίνω, γλυκό μου σπιτάκι, και σεις λουλούδια και βότανα που γλυκοπότιζα, μαραθήτε πια τώρα και σεις, σαν κ' εμένα που με ξερρίζωσαν από το πολυαγαπημένο μου χώμα να με φυτέψουνε στάχαρο το περιβόλι της ξενιτειάς. (Βγαίνει με τον Κωσταντή).
Δέσπω. (ακολουθώντας ακκουμπησμένη στους ώμους του Σαράντη και του Θανάση). Άνοιξε, ουρανέ, και δες μας, και πες αν είδες λείψανα να βγαίνουν από σπίτι με τόση θλίψη, αν άκουσες ποτές σου πικρότερα μυρολόγια. Πες μου αν είδες μάννα να τη σφάζη μεγαλήτερος πόνος, σαν κι αυτή τη μάννα, που άλλο κρίμα δεν τη βαραίνει παρά η αγάπη του πρωτογέννητου τ' αγοριού της, αγάπη, που για χάρη της στέλνω τη μονάκριβή μου στα μαύρα τα ξένα. Αχ και νάξερα, κόρη μου, πως θα με συχωρέσης γι' αυτό το κρίμα, κι ας πέθαινα, ας πέθαινα να μην κλαίγω τη στέρησή σου. (Γέρνει το κεφάλι, της στου Σαράντη τον ώμο. Ο Σαράντης κι ο Θανάσης τη βγάζουνε σιγοπερπατώντας).