Читать книгу: «Η Τελευταία Θέση Στο Χίντενμπουργκ», страница 4

Шрифт:

Κεφάλαιο Εννιά

Χρονοδιάγραμμα: 1623 π.Χ., στα ανοιχτά του Νότιου Ειρηνικού Ωκεανού

Δεν υπήρξε ανατολή ηλίου, μόνο το μουντό μολυβένιο συνονθύλευμα γκρίζων σύννεφων, κατευθυνόμενα από έναν βαρύ δυτικό άνεμο. Παγωμένη βροχή έπεφτε με δύναμη πάνω στους ανθρώπους της Μπαμπατάνα καθώς συνέχιζαν να μάχονται με την φρενιασμένη θάλασσα. Η καρδιά της καταιγίδας είχε μετακινηθεί ανατολικά, αλλά ακούγονταν ακόμη στο βάθος οι βροντές των κεραυνών.

Είχαν δώσει όλο τους το είναι για να κρατήσουν τις μύτες των σκαφών τους προς τα εισερχόμενα κύματα, των οποίων τα ύψη περνούσαν τα τεσσεράμισι με έξι μέτρα.

Η Χίουα Λάνι καθόταν με τα ζώα και τα παιδιά πάνω σε μια από τις μεγάλες πλατφόρμες, ενώ οι υπόλοιποι ενήλικες βρίσκονταν στα κουπιά, και προσπαθούσαν να κατευθύνουν τα κανό κατά μέτωπο στα αφρώδη κύματα.

Εκείνη τη νύχτα τους είχε πάρει ο άνεμος την κωνική αχυροσκεπή τους, όμως η Χίουα Λάνι κρατούσε τα παιδιά σε κύκλο, περικυκλώνοντας τα ζώα στο εσωτερικό.

«Κρατήστε καλά τα σκοινιά και ο ένας τον άλλο», τους είπε, «σε λίγο θα καταλαγιάσει η καταιγίδα». Προσπαθούσε να μιλάει σθεναρά και με σιγουριά, παρόλο που και αυτή ήταν όσο τρομαγμένη ήταν τα παιδιά.

Τα δύο κανό ήταν δεμένα μεταξύ τους πια, για να μην αποτραβηχτούν το ένα από το άλλο.

Σιγά σιγά, μέσα σε λίγες ώρες, τα κύματα ηρέμησαν, και κατά τα μέσα του απογεύματος φάνηκε ο ήλιος μέσα από τα σύννεφα, φωτίζοντας τον στολίσκο και δίνοντας την ευκαιρία στον Ακέλα να υπολογίσει τις ζημιές.

Είχαν χάσει ένα από τα τρία κανό, μαζί με όλα του τα φυτά και τα περισσότερα ζώα. Το κατάρτι απ’ το κανό του Κάλεϊ έλειπε, καθώς επίσης οι αχυροσκεπές και το μεγαλύτερο μέρος του αρματώματος από τα δυο κανό είχε εξαφανιστεί. Ωστόσο, η μόνη απώλεια από τα δύο κανό που απέμειναν ήταν ένα γουρουνάκι με όνομα Κάτσου, το οποίο το παρέσυρε η θάλασσα στη διάρκεια της καταιγίδας.

Ήταν εξαντλημένοι, αλλά τουλάχιστον όλοι ήταν ασφαλείς.

Το μεγάλο τους πτηνό, η Φρεγάτα, παρόλο που είχε βραχεί από πάνω μέχρι κάτω και φαινόταν πολύ μίζερο στο κλουβί του, ήταν ακόμη ζωντανό.

Ευχαρίστησαν το θεό της θάλασσας, Ταγκαρόα, που κράτησε ασφαλείς το λαό της Μπαμπατάνα στη διάρκεια της τρικυμίας.

Ο άνεμος τους είχε παρασύρει δυτικότερα της πορείας τους, και έως ότου η θάλασσα ηρεμούσε πλήρως, ο Ακέλα δε μπορούσε να διαβάσει τα κύματα και τα φουσκώματα της θάλασσας, ώστε να κατατοπιστεί.

Αφού έγιναν μερικές επισκευές κι έφαγαν, ο Ακέλα ελευθέρωσε τη Φρεγάτα, και όλοι την είδαν να στροβιλίζει ψηλά στον ουρανό, και να καβαλάει τον δυτικό άνεμο. Όταν πια το πουλί φαινόταν λίγο μικρότερο από έναν καφέ κόκκο σκόνης στον ουρανό, άλλαξε πορεία προς το βορρά και πέταξε προς τον ορίζοντα.

Ο Ακέλα έδωσε πορεία στο βορρά, ακολουθώντας τη Φρεγάτα. Σύντομα δε θα το έβλεπε το ζωντανό με το μάτι, αλλά εκείνος ήξερε ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη θέση του ήλιου για να διορθώνει την πορεία του.

Τη νύχτα δε γύρισε πίσω το πτηνό του, επομένως ο Ακέλα συνέχισε να κατευθύνεται βόρεια. Νωρίς το απόγευμα και όλο το βράδυ, κοιτούσε τα αστέρια και κρατούσε σταθερή πορεία.

Όταν ο ήλιος ανέτειλε, η Φρεγάτα ακόμη δεν είχε γυρίσει. Η ατμόσφαιρα ελάφρυνε όταν όλοι κατάλαβαν ότι η Φρεγάτα είχε βρει γη για να ξεκουραστεί.

Λίγο μετά το μεσημέρι, ο Ακέλα φώναξε στη γυναίκα του, «Καρίκα, κοίτα κάτι σύννεφα»!

Κάλυψε τα μάτια με τα χέρια της και κοίταξε βόρεια, εκεί που της έδειχνε. «Εε, πολύ ωραία σύννεφα, Ακέλα».

«Βλέπεις που το κάτω μέρος τους είναι ανοιχτόχρωμο; Βρίσκονται πάνω από ρηχά νερά, ίσως μια παραλία».

«Αα, ναι, Ακέλα. Τώρα το βλέπω».

«Προς τα εκεί, Μέτοα», φώναξε ο Ακέλα στον άντρα που καθόταν στην πρύμνη. «Οδήγησέ μας εκεί.

Όλοι οι υπόλοιποι, στα κουπιά». Ο Ακέλα πήγε στο δικό του κουπί κι άρχισε να κωπηλατεί με όλη του τη δύναμη.

Η μικρή Τεβίτα σκαρφάλωσε στα μισά του καταρτιού για να δει καλύτερα τον ορίζοντα. «Μπαμπά, δέντρα»!, του φώναξε, «βλέπω δέντρα»!

Εκείνος σηκώθηκε. «Ναι! Τα βλέπω, Τεβίτα». Ξαναπήγε στο κουπί του ακόμη πιο ενθουσιασμένος από πριν.

Σε λίγο, μπορούσαν να δουν φανερά ένα νησί. Στην αρχή φαινόταν σαν μια μικρή Ατόλλη, αλλά όσο πλησίαζαν, έβλεπαν ότι εκτεινόταν δυτικά και ανατολικά, φανερώνοντας μόνο το ακρωτήριο ενός μεγάλου νησιού.

Όταν βρίσκονταν στα τριάντα μέτρα απόσταση, ο Ακέλα σήκωσε το χέρι του, χειρονομώντας έτσι να σταματήσουν το κουπί. «Ας δούμε αν μένουν άλλοι άνθρωποι εδώ».

Κάθισαν για λίγη ώρα, πλέοντας παράλληλα στην αμμουδιά όπου οι μεγάλοι φοίνικες δημιουργούσαν δροσερή σκιά πάνω στην ακτογραμμή, προσκαλώντας τους να κάτσουν.

Η νεαρή κοπέλα, η Χίουα Λάνι, στεκόταν με τα μάτια καλυμμένα απ’ τα χέρια της και σάρωνε με το βλέμμα της την παραλία, μήπως έβλεπε κίνηση πάνω στο νησί.

Ο Ακέλα γνώριζε πως οι άνθρωποί του αγανακτούσαν να πατήσουν σε σταθερό έδαφος και να περπατήσουν για πρώτη φορά μετά από δύο μήνες, αλλά δεν ήθελε να τους εκθέσει στον κίνδυνο μιας άλλης εχθρικής φυλής, που δε θα χαίρονταν καθόλου με την παρουσία σαράντα νέων μελών στο νησί τους.

Ο Ακέλα με τον Μέτοα έλυσαν τα δύο κανό που ήταν ακόμη δεμένα μεταξύ τους, καθώς κοιτούσαν την παραλία.

Πέρασαν είκοσι λεπτά, και αφού δεν εντόπισαν ίχνη κινητικότητας στο νησί, ο Ακέλα του έκανε νόημα να προχωρήσουν.

Έβλεπαν τα μεγάλα κύματα μπροστά τους, αλλά τίποτε δεν θα ήταν δυσκολότερο από τη χθεσινή καταιγίδα.

Με κατεύθυνση κάθετη στην παραλία, περιηγήθηκαν ανάμεσα από τα κύματα και γλίστρησαν μέσα σε έναν φυσικό κολπίσκο. Ήταν ένα τέλειο ημικύκλιο ενενήντα μέτρων περιμετρικά. Τα σκάφη σταμάτησαν πάνω στην κάτασπρη ψιλή αμμουδιά.

Μόλις έβγαλαν τα κανό απ’ το νερό, τα παιδιά ήταν ενθουσιασμένα να τρέξουν μέσα στα δέντρα και να εξερευνήσουν το νησί.

«Μπαμπά, κοίτα εκεί», είπε η Τεβίτα, «όμορφα λουλούδια. Πρέπει να μαζέψουμε μερικά για τα κολιέ λέι».

«Μείνε κοντά». Ο Ακέλα ακόμη κοιτούσε υποψιασμένος τριγύρω.

Δε διαμαρτυρήθηκε ούτε η Τεβίτα ούτε τα υπόλοιπα παιδιά, διότι και αυτά παρατηρούσαν ακόμη τη γραμμή των δέντρων.

Ο Ακέλα περπάτησε μαζί τους κατά μήκος της παραλίας και τους είπε να είναι έτοιμα να αμυνθούν.

Μετά, περπάτησαν προς τα δέντρα, ψάχνοντας για ίχνη. Ένα βήμα μέσα στο πυκνό φοινικόδασος σταμάτησαν, και προσπάθησαν να ακούσουν για παράξενους ήχους ή να δουν ανθρώπινες κατασκευές.

Δε βρήκαν ίχνη, και συνέχισαν την πορεία τους βαθύτερα. Είδαν πολλά είδη πουλιών και πεταλούδων, κανέναν άνθρωπο και καμία κατασκευή όμως. Όταν έφτασαν στην άλλη μεριά του νησιού, κατάλαβαν ότι το σχήμα του ήταν σαν σπασμένο μπούμερανγκ, το οποίο περικύκλωνε μια λιμνοθάλασσα ανοιχτού γαλάζιου νερού στο εσωτερικό του.

Ανάμεικτα ήταν τα φοινικόδεντρα και στην παραλία, στις όχθες της λιμνοθάλασσας, βρίσκονταν τα δεντρολούλουδα με άνθη τεσσάρων λευκών πετάλων.

Διασχίζοντας την αμμουδιά της λιμνοθάλασσας, έφτασαν σε έναν μεγάλο κοραλλιογενή ογκόλιθο, τον οποίο θα τον είχε βγάλει η θάλασσα εδώ σε μια πανάρχαια καταιγίδα. Πάνω εκεί είδαν το πτηνό τους, τη Φρεγάτα, να λιάζεται και να πλένει τα φτερά του.

«Κοιτάξτε εκεί»! Η Τεβίτα έδειξε προς την άκρη του δάσους.

Πάνω στο γρασίδι, αδιάφορο και μασώντας ένα άσπρο λουλούδι, στεκόταν το γουρουνάκι που είχε χαθεί στην καταιγίδα, ο Κάτσου. Με μεγάλη έμφαση έδειξε την αδιαφορία του, δαγκώνοντας άλλο ένα άνθος.

«Αυτό είναι καλό σημάδι», είπε ο Ακέλα καθώς μαζεύονταν όλοι οι υπόλοιποι γύρω του. «Οι Θεοί μας οδήγησαν στο νέο μας σπίτι. Θα το ονομάσουμε Κουβαλέιν, το Έδαφος του Λευκού Δεντρολούλουδου».

Η Χίουα Λάνι και τα παιδιά μάζεψαν τα λευκά άνθη από τα δέντρα, και τα έφτιαξαν σε κολιέ λέι για όλους όσους ήταν εκεί, συμπεριλαμβανομένου και του Κάτσου.

Όλοι γονάτισαν στην άμμο και ευχαρίστησαν το Θεό της θάλασσας, Ταγκαρόα9, το θεό των ανέμων και των καταιγίδων Ταφίρι, και τη θεά της φωτιάς, Πέλε.

Οι άνθρωποι της Μπαμπατάνα είχαν αφήσει τα ζώα τους δεμένα στα σκάφη ενώ εκείνοι εξερευνούσαν το νησί.

Αφού εξακρίβωσαν την απουσία αρπακτικών ζώων και ανθρώπων, έβγαλαν τα γουρούνια, τους σκύλους και τις κότες, και τα άφησαν ελεύθερα.

Δε βρήκαν πόσιμο νερό, επομένως θα έπρεπε να συλλέξουν από τις βροχές, αλλά αυτό ήταν συνηθισμένο γι’ αυτούς.

Εκατοντάδες φοίνικες και βελανιδιές σκέπαζαν το νησί, όμως ο Ακέλα γνώριζε ότι έπρεπε να κόψουν με φειδώ, ώστε να μην κόψουν περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να φυτρώσει το νησί. Το άγονο νησί γρήγορα ερημώνει.

Η μεγάλη λιμνοθάλασσα ήταν σχεδόν περιφραγμένη απ’ το νησί. Στα ήρεμα βαθυγάλανα νερά της κολυμπούσαν πολλά είδη βρώσιμων ψαριών, όπως το ιριδοκοκάλι και είδη ακτινοπτερυγίων. Υπήρχε επίσης πληθώρα καβουριών, στρειδιών, αχιβάδων και αστακών.

Εκείνο το βράδυ, ο Ακέλα άναψε μια φωτιά με τους πυρόλιθους που είχε, και μαγείρεψαν ένα ζεστό γεύμα για πρώτη φορά μετά από δύο μήνες. Όλοι είχαν σιχαθεί το ωμό ψάρι, αλλά δεν ήθελαν να φάνε χοιρινό ακόμη μέχρι να πολλαπλασιαστούν λίγο παραπάνω τα γουρούνια. Επομένως, οι γυναίκες μαγείρεψαν τέσσερα μεγάλα κοκκινόψαρα σε ξύλα πάνω απ’ τη φωτιά, ενώ τα παιδιά μάζεψαν σε ένα ψάθινο καλάθι αχιβάδες για να ψήσουν πάνω στα κάρβουνα. Έψησαν επίσης αρτόκαρπο και τάρο. Ενώ μαγείρευαν οι γυναίκες, οι άντρες έχτιζαν προσωρινά καταφύγια για τη νύχτα.

Όταν μαζεύτηκαν γύρω απ’ τη φωτιά για να φάνε, σκέφτονταν πού θα έχτιζαν τα μόνιμα σπίτια τους και πού θα καλλιεργούσαν αρτόκαρπο και τάρο. Έγινε λόγος και για την κατασκευή εικοσιτεσσάρων κανό. Θα τα τοποθετούσαν κατά μήκος της παραλίας, μετά την πλημμυρίδα. Όσοι μετανάστες θα περνούσαν από κει θα έβλεπαν όλα τα κανό και θα νόμιζαν ότι είναι πυκνά κατοικημένο νησί, και θα πήγαιναν αλλού.

* * * * *

Το επόμενο πρωί ξύπνησαν στο κελάηδημα των τροπικών πουλιών μέσα στις βελανιδιές και των καφέ γλάρων να ψαρεύουν για μικρά ψάρια και καρκινοειδή στην ακτή.

Αφού έφαγαν πρωινό, διέσχισαν το μήκος του νησιού, και στη δυτική του άκρη παρατήρησαν άλλο ένα νησί σε μικρή απόσταση. Αργότερα, όταν εγκαθιδρύθηκε το χωριό, πήραν τα κανό για να πάνε να το εξερευνήσουν.

Είχαν απώλειες μερικών ζώων όταν βυθίστηκε το μεσαίο κανό, αλλά τους απέμεναν δεκατέσσερα γουρούνια, είκοσι τρεις κότες και δύο σκύλοι.

Δε βρήκαν φίδια ή άλλα αρπακτικά στο νησί, οπότε οι κότες θα πολλαπλασιάζονταν σύντομα και θα προσέφεραν έτσι αρκετό κρέας και αυγά. Για τα γουρούνια ο χρόνος αναπαραγωγής θα ήταν μεγαλύτερος.

Από το μέγεθος του Κουβαλέιν και τα πολυάριθμα δέντρα και φυτά, ο Ακέλα υπολόγισε πως το νησί θα μπορούσε να συντηρήσει έως και τετρακόσιους ανθρώπους.

«Αυτό σημαίνει», άρχισε να λέει στη γυναίκα του, Καρίκα, καθώς ήταν ξαπλωμένοι δίπλα-δίπλα στα στρώματά τους, «τα εγγόνια μας θα πρέπει να έχουν πλάνο, να στείλουν ανθρώπους μας να βρουν καινούργια νησιά για τον αυξανόμενο πληθυσμό».

Η Καρίκα γύρισε και άφησε το κεφάλι της να πέσει στο χέρι της. «Και αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να μάθεις στον εγγονό σου να ταξιδεύει στη θάλασσα». Του χαμογέλασε.

«Μέχρι τότε δε θα μπορώ να περπατήσω μέχρι τη θάλασσα».

«Τότε ίσως πρέπει να μάθεις στο γιο σου τις δεξιότητές σου».

«Μα, δεν έχω–»

Το φιλί της έκοψε την πρότασή του, και κάθισαν μαζί αγκαλιά.

Κεφάλαιο Δέκα

Τα μεσάνυχτα, ο Ντόνοβαν, η Σάντια και ο προπάππους Μάρτιν κάθονταν στην αποπνικτική αίθουσα των επειγόντων του Νοσοκομείου Αϊνστάιν στην οδό Ολντ Γιόρκ.

Ο Ντόνοβαν είχε νοικιάσει από πριν ένα αναπηρικό καροτσάκι, και η Σάντια έσπρωξε τον προπάππου της μέσα στο νοσοκομείο.

Ήταν στην αναμονή μία ώρα πριν έρθει η νοσοκόμα διαλογής.

Όταν ρώτησε τον κ. Μάρτιν αν είχαν έρθει για εκείνον, της απάντησε με το όνομά του, τον βαθμό και τον σειριακό του αριθμό.

«Είναι βετεράνος του Δευτέρου Παγκοσμίου», της είπε ο Ντόνοβαν, «και έχει ένα προσωρινό πρόβλημα με τη διαπροσωπική επικοινωνία».

«Εντάξει», του απάντησε, «ας πάρουμε τα στοιχεία της Σάντια, μετά θα μιλήσουμε για το οικονομικό κομμάτι».

Αφού έμαθε όλα τα συμπτώματα της Σάντια, την ανέθεσε σε δεύτερο βαθμό προτεραιότητας επειγουσών περιπτώσεων.

Την ώρα της διαδικασίας, ο Ντόνοβαν έμαθε ότι το πλήρες όνομά της ήταν Σάντια Έμπαντον Μακάλιστερ, ήταν εικοσιενός ετών, δεν είχε παντρευτεί ποτέ, δεν είχε παιδιά, και η εκπαίδευσή της σταμάτησε στην ηλικία των οχτώ. Η εξαφάνιση των γονέων της φάνηκε να συμπίπτει με το τέλος της παιδείας της.

«Σε πόση ώρα θα την εξετάσει γιατρός»; Ρώτησε ο Ντόνοβαν.

«Σύντομα. Δεν έχουμε κανέναν επιπέδου ένα ή δύο στην αίθουσα αναμονής. Τώρα, χρειάζομαι τις πληροφορίες ασφάλειάς σας».

«Δεν έχει ασφάλεια».

«Οικονομική κατάσταση»;

«Η οικογένειά της δεν έχει λεφτά».

«Έχει κάνει αίτηση για Οικονομική Ασφάλιση»;

«Obamacare»; Ο Ντόνοβαν κοίταξε τη Σάντια.

Σήκωσε τους ώμους και κούνησε το κεφάλι της.

«Όχι», απάντησε ο Ντόνοβαν.

«Πηγαίνετε στο γραφείο οικονομικών, στο τέλος του διαδρόμου. Η Μάγκι θα ξεκινήσει την εγγραφή της στην Οικονομική Ασφάλιση. Θα τη φωνάξουμε όταν ο γιατρός είναι έτοιμος να την εξετάσει».

* * * * *

Μόλις είχε ξεκινήσει η Μάγκι να καταχωρεί τα δεδομένα της Σάντια στον ιστότοπο της Οικονομικής Ασφάλισης όταν φώναξαν το όνομά της.

«Όταν τελειώσετε», τους είπε η Μάγκι, «ελάτε να ολοκληρώσουμε τη διαδικασία».

«Εντάξει», είπε ο Ντόνοβαν.

«Η αίθουσα εξέτασης βρίσκεται στο τέλος του διαδρόμου, δεξιά. Αίθουσα νούμερο τέσσερα».

* * * * *

Ο Ντόνοβαν κοίταξε την αποστειρωμένη αίθουσα εξέτασης, κι έπειτα άφησε το αναπηρικό καροτσάκι του κ. Μάρτιν δίπλα σε έναν πορσελάνινο νεροχύτη, ο οποίος είχε επιδαπέδιο χερούλι βρύσης.

Μπήκε στο δωμάτιο μια νεαρή γυναίκα φορώντας μια άσπρη ρόμπα ιατρού.

Ο Ντόνοβαν την είδε να περιεργάζεται τις ιατρικές φόρμες στα χέρια της. Χωρίς να μιλήσει σε κανέναν, γύρισε στη δεύτερη σελίδα.

Ήταν λεπτή και συμπαθητική. Τα μαλλιά της είχαν χρώμα καραμέλας, πολύ κοντά και χτενισμένα με αντρικό στυλ. Έμοιαζε με ελκυστική γραμματέα, τα μάτια της ήταν ένα βαθύ γαλανό, σαν να αποκόπηκαν από τον Παγετώνα Μέντενχολ. Από την τσέπη της εξείχε ένα στηθοσκόπιο.

Ο Ντόνοβαν σκέφτηκε ότι μοιάζει με λυκειόπαιδο.

Η γιατρός κοίταξε γρήγορα μια φορά τον Ντόνοβαν και τον κ. Μάρτιν, και μετά τη Σάντια.

Ο Ντόνοβαν δεν ήταν σίγουρος, αλλά ένιωθε πως η απόχρωση των ματιών της κατέληγαν σε ένα ζεστό Μεσογειακό μπλε.

Η γυναίκα γύρισε, άφησε το ντοσιέ με τις φόρμες πάνω σε έναν πάγκο και πάτησε το μοχλό του ζεστού νερού με το πόδι της. Ο χρόνος που έπλενε τα χέρια της φαινόταν υπερβολικός, με ποσότητα αντιβακτηριδιακού σαπουνιού όσο δυο κουταλιές της σούπας. Αφού τίναξε τα χέρια της, τα κούνησε μπροστά από ένα γκρίζο μεταλλικό κουτί τοποθετημένο στον τοίχο. Το κουτί έβγαλε ένα τρίξιμο σαν να τρόμαξε, κι άρχισε να βγάζει καφέ χαρτί κουζίνας.

Αφού στέγνωσε τα χέρια της, πήγε στη Σάντια και κάθισε δίπλα στον παππού της. «Είμαι η Γκρέις». Τέντωσε το χέρι της.

Η Σάντια έμεινε να κοιτάει το χέρι μπροστά της.

Ελπίζω να καταλάβει ότι δε συμπεριφέρεται υπεροπτικά η Σάντια. Απλά δεν έχει καθόλου κοινωνικές δεξιότητες. Αναρωτιέμαι γιατί;

Αφού δεν πήρε ανταπόκριση, η Γκρέις πήρε τη Σάντια απ’ το χέρι, λίγο πιο πάνω απ’ τον αγκώνα, και την οδήγησε το κρεβάτι εξέτασης. «Καθίστε εδώ, παρακαλώ».

Η Σάντια κάθισε, και μετακινήθηκε ελάχιστα προς τα πίσω για να ισιώσει την καφετιά φούστα της πάνω από τα γόνατά της.

Όταν η Γκρέις πήρε το στηθοσκόπιό της από την τσέπη, ο Ντόνοβαν την είδε να παρατηρεί πρώτα το αριστερό χέρι της Σάντια, και μετά το δικό του.

«Πού πονάτε»; Ρώτησε τη Σάντια καθώς άκουγε την καρδιά της.

«Εδώ». Η Σάντια ακούμπησε το κέντρο του μετώπου της, και αργά μετακίνησε τα δάχτυλά της στον αριστερό της κρόταφο.

Η Γκρέις έβγαλε το στηθοσκόπιο απ’ τ’ αυτιά της και το άφησε να κρέμεται απ’ το λαιμό της. «Και εδώ»; Ακούμπησε την κορυφή του κεφαλιού της.

«Μερικές φορές».

«Έχετε ναυτίες τα πρωινά»;

Η Σάντια κοίταξε τον Ντόνοβαν.

«Αν ανακατεύεται το στομάχι σου», της είπε.

Εκείνη ένευσε καταφατικά, και η Γκρέις το κατέγραψε.

«Με συγχωρείς, Γκρέις», άρχισε να μιλά ο Ντόνοβαν.

Εκείνη σήκωσε το φρύδι της.

«Πότε θα είναι εδώ ο γιατρός»;

«Κύριε Μάρτιν–»

«Δεν είμαι ο Κύριος Μάρτιν».

«Δεν είστε αδερφός της Σάντια»;

«Όχι».

«Θείος»;

«Όχι».

«Συγγενής οποιουδήποτε βαθμού»;

«Όχι».

Κοίταξε βιαστικά την ταυτότητα που κρεμόταν από τον κόκκινο με μπλε ιμάντα γύρω απ’ το λαιμό του. «Ποιος είστε»;

«Με λένε Ντόνοβαν Ο’ Φάλον».

Άφησε το ντοσιέ στον πάγκο. «Τότε θα πρέπει να περιμένετε έξω».

«Μα–»

Του έδειξε την πόρτα.

Πριν φύγει απ’ το δωμάτιο, κοίταξε τη Σάντια και είδε μια έκφραση ανησυχίας. Προσπάθησε να της δώσει θάρρος με ένα χαμόγελο.

Όταν άνοιξε την πόρτα, η Γκρέις τον σταμάτησε. «Κύριε Ο’ Φάλον».

«Ναι»;

«Είμαι νευροχειρουργός».

«Αα...» Κράτα το στόμα σου κλειστό άλλη φορά. «Ε-Εντάξει, συγνώμη. Αν με χρειαστείτε, θα είμαι στην αίθουσα αναμονής».

«Καλώς».

Κεφάλαιο Έντεκα

Το κεφάλι του Στρατιώτη Μάρτιν χτύπησε στο σκληρό χώμα. Όταν άνοιξε τα μάτια του, το μόνο που έβλεπε ήταν περίεργα σχήματα να στροβιλίζουν από πάνω του. Όταν προσπάθησε να σταθεροποιήσει το κεφάλι του με τα χέρια του, συνειδητοποίησε ότι ήταν δεμένα. Το κράνος του είχε εξαφανιστεί, αφήνοντας το κεφάλι του να τρίβεται πάνω στις πέτρες, την άμμο και τα ξύλα. Προσπάθησε να το σηκώσει απ’ το δάπεδο, αλλά είδε ότι είχε χάσει τις δυνάμεις του. Το μόνο που καταλάβαινε ήταν ότι δύο άντρες τον έσερναν από τα πόδια σε κάποιο μέρος που δεν ήξερε.

«Σταματήστε»! Προσπάθησε να τους πει, αλλά η φωνή του βγήκε σαν πνιχτό βογκητό.

Ένας απ’ τους άντρες είπε κάτι, αλλά δεν καταλάβαινε τις λέξεις.

Προφανώς τον είχαν πιάσει, αλλά δε θυμόταν πού και πώς.

Έφτασαν σε κάποιου είδους ανάχωμα, και τον άφησαν στην άκρη του. Όταν άνοιξε τα μάτια, είδε δυο όρθιες φιγούρες στα χακί. Δοκίμασε να συγκεντρωθεί, αλλά ένιωθε τα μάτια του να ταλαντεύονται σαν μπίλιες.

Μία απ’ τις φιγούρες είπε λίγα πράγματα, και η άλλη γέλασε. Ο Μάρτιν συνειδητοποίησε πως ήταν Ιάπωνες στρατιώτες.

Ακούστηκε το τρίξιμο μιας σιδερένιας πόρτας, που τον χτύπησε στο κεφάλι. Ένας απ’ τους στρατιώτες τον κλώτσησε για να τον βγάλει απ’ τη μέση. Ένας άλλος έβαλε το πόδι του πάνω στον ώμο του Μάρτιν για να τον σπρώξει μέσα στο ανάχωμα.

Ο Μάρτιν ούρλιαζε καθώς κατρακυλούσε στην πλαγιά, και εν τέλη στον πυθμένα του αναχώματος. Προσγειώθηκε με το πρόσωπο μέσα σε μια αηδιαστική λάσπη. Γύρισε το κεφάλι στο πλάι για να πάρει ανάσα. Η λάσπη τύφλωνε περισσότερο την ήδη θολή εικόνα που του προσέφεραν τα μάτια του.

Όταν γύρισε όλο του το σώμα στο ένα του πλευρό, επιτέλους μπόρεσε να σκουπίσει τα μάτια του, αλλά αυτό δε βοήθησε. Ακόμη έβλεπε ασαφής φιγούρες να γυρνάνε, σαν να ήταν σε ασύμμετρο τρενάκι του λούνα παρκ.

Σήκωσε το κορμί του για να κάτσει, και εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πως η δυσωδία που απέβαλλε η λάσπη ήταν απορροή κάποιου ιαπωνικού αποχωρητηρίου.

Ένα σχήμα αιωρούνταν από πάνω του. Προσπάθησε να μπουσουλίσει για να ξεφύγει, γραπώνοντας το χώμα υστερικά.

«Ήρεμα, Στρατιώτη. Θα σε βοηθήσω».

Ήταν η φωνή και το σχήμα ενός Αμερικανού στρατιώτη που τον έβγαζε απ’ το λάκκο.

«Κάτσε να σου λύσω τα χέρια».

Κάποιος άλλος έριξε νερό πάνω στο κεφάλι του. Προσπάθησε να το πιει.

«Περίμενε, φίλε, να σου βγάλω τα σκατά απ’ τη μούρη. Μετά θα πιείς».

Έκλεισε τα μάτια, κι ένιωσε το δροσερό νερό να κατεβαίνει στο λαιμό του.

«Έλα, πιες, αλλά όχι πολύ». Ο άντρας έφερε στα χείλη του Μάρτιν ένα παγούρι.

Ήταν τόσο απολαυστικό το νερό μεσ’ το στόμα του. Γευόταν και τη γνώριμη μεταλλική γεύση του εσωτερικού του παγουριού, αλλά δεν τον ένοιαζε. Για τον Μάρτιν, είχε γεύση γλυκιάς αμβροσίας.

«Νομίζω έχει μετατραυματικό σοκ», είπε ο πρώτος άντρας.

«Έχετε δίκιο, κύριε, έχει».

«Τον ξέρεις, Ντάφι»;

«Ναι, κύριε, είναι νοσοκόμος πεδίου, Στρατιώτης Γουίλιαμ Μάρτιν. Τον είδα να καταστρέφει τρία ιαπωνικά άρματα μάχης, ολομόναχος».

«Με δουλεύεις. Πώς το έκανε αυτό»;

«Το είδα όλο». Ο Ντάφι είπε στον αξιωματικό την ιστορία. «Άνοιξε η καταπακτή του τρίτου τανκ, και βγήκε έξω ο Γιαπωνέζος. Τον πυροβόλησε στο πόδι. Εκείνος έπεσε και προσπάθησε να φύγει, αλλά ανατινάχτηκαν οι τρεις χειροβομβίδες. Ήταν πολύ κοντά, τον κούφαναν για τα καλά».

«Νεεααρ». Ο Μάρτιν προσπάθησε να ζητήσει νερό.

«Λίγο». Ο Στρατιώτης Ντάφι έφερε το παγούρι στο στόμα του Μάρτιν. «Μην πνιγείς».

«Δες αν μπορείς να σταματήσεις την αιμορραγία στο πόδι του».

«Μάλιστα, κύριε. Έχει τραυματιστεί και πίσω απ’ το κεφάλι».

Η όραση του Μάρτιν άρχισε να ξεθολώνει, και κατάφερε να δει έναν απ’ τους δυο άντρες· ήταν ένας Πεζοναύτης Αξιωματικός με έμβλημα Λοχαγού στον ώμο.

Κοίταξε τριγύρω, να καταλάβει πού βρισκόταν. Βρίσκονταν σε κάποιου είδους κοίλωμα, με ψηλά αναχώματα περιμετρικά. Στις άκρες ήταν τοποθετημένες διπλωμένες σειρές συρματοπλέγματος. Δύο οπλισμένοι φρουροί στέκονταν στην πύλη. Μάλλον από εκεί τον είχαν πετάξει.

«Είσαι καλά, Στρατιώτη Μάρτιν»; τον ρώτησε ο Λοχαγός.

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Ν-ν-ναι, είμαι καλά». Πίσω απ’ τον Λοχαγό σε απόσταση είκοσι μέτρων, είδε έναν περιφραγμένο χώρο με συρματόπλεγμα, όπου παραπάνω από εκατό Αμερικανοί στρατιώτες βρίσκονταν κρατούμενοι.

«Ωχ», είπε ο Ντάφι, «έρχεται ο Στρατηγός Κοντοστούπης».

Ο Μάρτιν είδε έναν κοντό Ιάπωνα αξιωματικό να περπατά βιαστικά προς το μέρος τους. Δεξιά κι αριστερά, τον ακολουθούσαν δύο οπλισμένοι στρατιώτες. Δεν ήταν πολύ ψηλοί, αλλά σίγουρα περνούσαν τον Αξιωματικό.

Ο Αξιωματικός έδειξε με τη ράβδο του επιδεικτικά τον Μάρτιν, και είπε μερικές κουβέντες.

Οι δυο στρατιώτες άρπαξαν τον Μάρτιν απ’ τα μπράτσα και τον σήκωσαν.

«Πόσα στρατιώτες Αμερικάνοι έχετε πάνω στο νησί από χθες»; ρώτησε ο Αξιωματικός.

Ο Μάρτιν μπερδεύτηκε απ’ την ερώτηση. «Τί»;

«Πόσα»; φώναξε ο Αξιωματικός, και μετά μίλησε στον στρατιώτη δεξιά του Μάρτιν.

Εκείνος τον χτύπησε στα πλευρά με το κοντάκι του τουφεκιού του.

Ο Μάρτιν βόγκηξε απ’ τον πόνο και λύγισε προς τα εμπρός, αλλά ο άλλος στρατιώτης τον κράτησε.

«Σταματήστε», είπε ο Αμερικανός Λοχαγός. «Είναι μη μάχιμος. Δεν ξέρει τίποτε για το στρατιωτικό δυναμικό».

«Μη μάχιμος»; ρώτησε ο Ιάπωνας Αξιωματικός. «Σκότωσε τρία Ιαπωνικά Αυτοκρατορικά άρματα. Αυτό λες μη μάχιμο»;

«Είναι νοσοκόμος πεδίου».

«Σκοτώσει πιστούς Ιάπωνες στρατιώτες, και θα του φερθούμε ανάλογα». Αγριοκοίταξε τον Μάρτιν. «Πόσα αεροπλανοφόρο έχετε στο Ατλαντικό»; Έδειξε με τη βέργα του προς τον ωκεανό.

Ο Μάρτιν τον κοίταξε για λίγη ώρα. «Γουίλιαμ Σ. Μάρτιν, Στρατιώτης, 18569488».

Ο Ιάπωνας Αξιωματικός ούρλιαξε κάτι στους στρατιώτες.

Ένας απ’ αυτούς τράβηξε τα χέρια του Μάρτιν πίσω απ’ την πλάτη του ενώ ο άλλος τον απειλούσε με το τουφέκι.

Του δέσανε τα χέρια, και μετά τον ανάγκασαν να γονατίσει.

Ο Αξιωματικός έδωσε μια άλλη εντολή, κι ένας από τους στρατιώτες έβγαλε τη ξιφολόγχη του, την τοποθέτησε στο τουφέκι και ακούμπησε με την αιχμηρή λεπίδα το στέρνο του Μάρτιν.

«Πόσα τανκ Αμερικάνικα έχετε σε αυτό το μέρος»;

Ο Μάρτιν έσφιξε τα δόντια κι έκλεισε τα μάτια. «Γουίλιαμ Σ. Μάρτιν, Στρατιώτης, 18569488».

Ο Ιάπωνας Αξιωματικός φώναξε στους στρατιώτες. Ο πρώτος απομάκρυνε το τουφέκι του, έτοιμος να χτυπήσει τον Μάρτιν στο κεφάλι, αλλά πριν προλάβει, άλλοι δύο Αμερικάνοι στρατιώτες έπεσαν στο χώμα, τραβώντας μαζί τους και τον Μάρτιν.

Έμειναν να στέκονται όρθιοι οι τρεις Γιαπωνέζοι και να κοιτούν ψηλά, προς ένα σφύριγμα που προέρχονταν από τον ουρανό. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα, ένας όλμος έσκασε πάνω στο ανάχωμα. Ακολούθησαν άλλοι τρεις, σε απόσταση είκοσι μέτρων. Ο βομβαρδισμός ακολουθήθηκε από το άκουσμα τουφεκιών στο βάθος.

«Οι δικοί μας»! Φώναξε ο Αμερικανός Λοχαγός.

Όταν σήκωσε το κεφάλι, ο Ιάπωνας Αξιωματικός είδε τους φρουρούς του να τρέχουν.

Ανασηκώνονταν χώμα από τις σφαίρες γύρω από τον χώρο, και τότε κάποιος έχωσε μια τορπίλη Μπανγκαλόρ κάτω από την περίφραξη. Έγινε έκρηξη, δημιουργώντας έναν κρατήρα 10 μέτρων από το συρματόπλεγμα. Μια ολόκληρη Διμοιρία Αμερικανών Πεζοναυτών έκανε έφοδο από το άνοιγμα του συρματοπλέγματος μέσα στο ανάχωμα.

Τότε, ο Γιαπωνέζος Αξιωματικός είπε κάτι βιαστικά στους δύο στρατιώτες. Σήκωσαν τα όπλα τους και πυροβόλησαν το Λοχαγό και τον Ντάφι στο κεφάλι.

Ούρλιαξε πάλι μια διαταγή στους στρατιώτες, οι οποίοι πήγαν στους άλλους αιχμάλωτους πολέμου, τους οποίους είχαν κρατούμενους σε ένα μεγάλο κλουβί, και άρχισαν αδιακρίτως να πυροβολούν τους άοπλους Αμερικανούς. Δώδεκα ακόμη Γιαπωνέζοι ήρθαν στο κλουβί και εκτελούσαν τους Αμερικανούς αιχμαλώτους.

Ο Ιάπωνας Αξιωματικός έβγαλε το πιστόλι του και το τοποθέτησε στον αριστερό κρόταφο του Μάρτιν.

Ακούστηκε ένας δυνατός πυροβολισμός που έκανε τον Μάρτιν να τιναχτεί.

Το όπλο του Αξιωματικού έπεσε πάνω στα πόδια του. Τον είδε να κείτεται νεκρός με μια σφαίρα στο κούτελό του.

Ο Μάρτιν περιστράφηκε καθώς καθόταν στα γόνατα για να πιάσει το πιστόλι. Όταν το πήρε, σημάδεψε όσο μπορούσε καλύτερα τους Ιάπωνες που εκτελούσαν με τα τουφέκια και τα πιστόλια τους τούς αιχμαλώτους. Τράβηξε τη σκανδάλη και δε σταμάτησε μέχρι να του τελειώσουν οι σφαίρες.

Κατέφθασαν κι άλλοι Αμερικάνοι, οι οποίοι πυροβολούσαν τους εκτελεστές.

Αυτοί αρνήθηκαν να παραιτηθούν, ακόμη κι όταν ξέμειναν από πυρομαχικά. Πετώντας τα άχρηστα όπλα τους στο πάτωμα, πιάστηκαν σώμα με σώμα με τους Αμερικανούς.

Είκοσι λεπτά αργότερα, ένας Ταγματάρχης των Πεζοναυτών ήρθε από την πύλη μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Ο Μάρτιν βρισκόταν στο χώμα με το μέτωπο μέσα στη λάσπη. Τα χέρια του ακόμη πίσω από την πλάτη του.

Ο Ταγματάρχης είδε τον Μάρτιν και τους δύο Αμερικανούς δίπλα του. Μάλλον θα νόμιζε πως ήταν νεκρός κι αυτός. Πήγε στα κλουβιά, όπου ήδη νοσοκόμοι έλεγχαν τον κάθε Αμερικάνο αιχμάλωτο, για να δουν ποιοι ήταν ζωντανοί.

Ένας απ’ αυτούς ήρθε και μίλησε στον Ταγματάρχη μέσα απ’ το συρματόπλεγμα. «Είναι όλοι νεκροί, Ταγματάρχα. Εκτατών είκοσι δύο».

«Θεέ μου. Πώς συνέβη αυτό»;

«Δε γνωρίζω, κύριε. Είχε ήδη γίνει όταν φτάσαμε. Έχουμε τριάντα τέσσερις νεκρούς δικούς μας εδώ πέρα». Του έδειξε με μερικές κινήσεις τους διάσπαρτους νεκρούς στρατιώτες μέσα στο στρατόπεδο. «Και πάνω από διακόσιους νεκρούς Γιαπωνέζους».

Ο Ταγματάρχης κούνησε το κεφάλι του. «Αυτό είναι σκέτη καταστροφή. Όλοι αυτοί οι αιχμάλωτοι, νεκροί».

«Ταγματάρχα Χοακίν»! Φώναξε ένας απ’ τους νοσοκόμους. «Αυτός εδώ είναι ακόμη ζωντανός».

Ο Ταγματάρχης έτρεξε στον Μάρτιν.

Ο άντρας που φώναξε τον Ταγματάρχη, ο Λοχίας Λάμπραϊτ, έλυσε τα χέρια του Μάρτιν.

Ο Ταγματάρχης γονάτισε μπροστά στον Μάρτιν. «Τί συνέβη εδώ, αγόρι μου»; Όταν δεν ανταποκρίθηκε ο Μάρτιν, ο Ταγματάρχης Ρόναλντ Χοακίν κοίταξε τον νοσοκόμο. «Λοχία Λάμπραϊτ, μίλησε καθόλου σε εσένα»;

«Όχι, κύριε».

Τα μάτια του Μάρτιν στριφογύριζαν καθώς προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στην ερώτηση του Ταγματάρχη. Άρχισε να κλαίει.

«Τί έγινε»; ρώτησε ο Ταγματάρχης.

Ο Μάρτιν σήκωσε το τρεμάμενο χέρι του, δείχνοντας τους νεκρούς Ιάπωνες στρατιώτες, αλλά επειδή ήταν σκορπισμένοι παντού, δυσκολευόταν να τους δει καθαρά. «Σκο-σκότωναν αιχμαλώτους πολέμου. Προσπάθησα να...να τους σταματήσω». Το χέρι του τρεμόπαιξε, και ξανάδειξε.

Ο Ταγματάρχης κοίταξε προς τα εκεί που έδειχνε.

Πέρα απ’ τα νεκρά σώματα και ψηλά, πάνω απ’ το ανάχωμα, ήταν μια ομάδα Πεζοναυτών, που κάπνιζαν και στηρίζονταν πάνω στα τουφέκια τους.

«Αυτοί»;;!! Ο Ταγματάρχης Χοακίν κοίταξε τον Μάρτιν. «Αυτοί οι στρατιώτες σκότωσαν τους αιχμαλώτους»;

Οι ώμοι του Μάρτιν έτρεμαν καθώς έκλαιγε ακατάπαυστα. Το πιγούνι του βυθίστηκε στο θώρακά του.

«Ταγματάρχα», είπε ο Λοχίας Λάμπραϊτ, «αυτός ο άνθρωπος υποφέρει από σοβαρό μετατραυματικό σοκ». Χτύπησε ελαφρά τον ώμο του Μάρτιν. «Δε μπορεί να σας πει ακόμη τί συνέβη».

Ο Ταγματάρχης στάθηκε να κοιτάει τη σφαγή ολόγυρά του. «Μάλιστα, πάρτε τον πίσω στο νοσοκομείο του πλοίου». Στράφηκε προς το νοσοκόμο. «Αλλά άκουσέ με καλά, Λάμπραϊτ. Κράτα το στόμα σου κλειστό γι’ αυτό το μέρος. Μην πεις τίποτα σε κανέναν. Κατάλαβες»;

Ο Λάμπραϊτ σηκώθηκε όρθιος. «Ταγματάρχα, δε νομίζω...»

«Όσον αφορά τους γαλονάδες στο αρχηγείο, αυτό το μέρος δεν υπήρξε ποτέ». Κοίταξε με έντονο βλέμμα τον Λοχία. «Δεν υπήρξε κανένας αιχμάλωτος εδώ πέρα».

Ο Λοχίας κοίταξε γύρω του. «Πού, κύριε»;

Ο Ταγματάρχης χαμογέλασε και βγήκε από την πύλη πάνω από το ανάχωμα.

* * * * *

Ο Αρχιλοχίας Ρίτσαρντ Λάμπραϊτ φρόντισε όσο μπορούσε τις πληγές του Μάρτιν. «Πρέπει να σε πάμε στην παραλία και...», ο Λάμπραϊτ κούνησε το κεφάλι του, προσπαθώντας να ακούσει. Άλλοι δύο νοσοκόμοι που έδεναν με επίδεσμο το χέρι ενός τραυματισμένου Πεζοναύτη έκαναν το ίδιο. Κοίταξαν τον Λάμπραϊτ.

Ο ήχος ακούστηκε πάλι, πνιχτός και απόμακρος, «Νοσοκόμος»!

Οι δύο νοσοκόμοι έτρεξαν γρήγορα στον Λάμπραϊτ καθώς εκείνος σηκωνόταν. «Προς τα εκεί», ένας απ’ αυτούς είπε κι έδειξε ανατολικά.

Το άκουσαν πάλι, «Νοσοκόμος»! Αλλά αυτή η φορά ήταν διαφορετική φωνή, κάπου κοντά στην πρώτη.

Ο Λάμπραϊτ γονάτισε δίπλα στον Στρατιώτη Μάρτιν. «Πρέπει να φύγουμε. Μείνε εδώ και περίμενέ μας, θα σε πάμε στην παραλία όπου ένα Χίγκινς θα σε πάει στο νοσοκομειακό πλοίο». Έγειρε το κεφάλι του για να κοιτάξει μέσα στα μάτια του Μάρτιν. «Κατάλαβες»;

Ο Μάρτιν εστίασε στο πρόσωπο του νοσοκόμου για λίγο. «Στην παραλία, θα πάρω το Χίγκινς».

«Σωστά». Ο Αρχιλοχίας σηκώθηκε όρθιος. «Ελάτε», είπε στους δύο νοσοκόμους, «πάμε να δούμε τί συμβαίνει».

Οι τρεις άντρες έτρεξαν πάνω απ’ το λόφο και πέρα από την πύλη συρματοπλέγματος.

* * * * *

Ο Γουίλιαμ καθόταν στο χώμα για πολλή ώρα, με το χέρι πάνω στα γόνατά του, το κεφάλι του χαλαρό πάνω στον ώμο του.

Όταν έδυσε ο ήλιος, φύσηξε ένα αεράκι που έφερε τη δροσιά της θάλασσας. Μαζί με τον ήρεμο άνεμο έφτασε στ’ αυτιά του και το απαλό νιαούρισμα, μιας μικρής χαμένης γάτας.

Бесплатный фрагмент закончился.

399
477,84 ₽
Возрастное ограничение:
0+
Дата выхода на Литрес:
20 ноября 2021
Объем:
303 стр. 22 иллюстрации
ISBN:
9788835430322
Переводчик:
Правообладатель:
Tektime S.r.l.s.
Формат скачивания:
epub, fb2, fb3, ios.epub, mobi, pdf, txt, zip

С этой книгой читают