Читать книгу: «Η Τελευταία Θέση Στο Χίντενμπουργκ», страница 2

Шрифт:

Κεφάλαιο Τρία

Χρονοδιάγραμμα: 1623 π.Χ., στα ανοιχτά του Νότιου Ειρηνικού Ωκεανού

Ο Ακέλα ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα στο αρμάτωμα ανάμεσα στα κύτη του διπλού κανό του, μήκους 16 μέτρων. Άφησε τα δάχτυλά του να γλιστρήσουν μέσα στο νερό καθώς αγνάντευε τον Νότιο Ειρηνικό.

Το μεταναστευτικό του κομβόι ολοκλήρωναν άλλα δύο διπλά κανό. Κυβερνήτης του δεύτερου κανό ήταν ο φίλος του Ακέλα, o Λολάνι, ενώ το τρίτο το διοικούσε ο Κάλεϊ. Οι τρεις άντρες είχαν επιλεγεί σκοπίμως από τους αρχηγούς του Μπαμπατάνα επειδή δεν είχαν συγγένεια εξ αίματος. Ούτε και οι γυναίκες τους.

Με το πέρασμα πολλών γενεών, οι Πολυνησιακοί συνειδητοποίησαν ότι οι νέες αποικίες εξασθενούσαν και πέθαιναν εάν οι ενήλικες είχαν στενές συγγενικές σχέσεις μεταξύ τους. Ήξεραν επίσης ότι ένα ζεύγος δεν μπορεί να παράξει βιώσιμο πληθυσμό. Ήταν ακόμη αβέβαιο εάν γινόταν με δύο ή τρία ζευγάρια, επομένως έστελναν τουλάχιστον σαράντα άτομα σε τέτοια ταξίδια, για να είναι εγγυημένη η επιτυχία της νέας αποικίας.

«Τεβίτα», είπε η Καρίκα στην πεντάχρονη κόρη της, «δώσε το μαγιάτικο στον μπαμπά σου».

Το μικρό κορίτσι γέλασε, πήρε στα χέρια της το φρεσκοκομμένο κομμάτι ψαριού, κι έτρεξε πάνω στην πλατφόρμα κατά μήκος του κανό, προς την πλώρη. Δε φοβόταν να πέσει στη θάλασσα. Και εάν τύχαινε να πέσει, θα κολυμπούσε μέχρι το σχοινί που κρεμόταν από το κανό για να πιαστεί και να ανέβει, ή, θα έψαχνε για κάποιον από τα άλλα κανό να την τραβήξει έξω απ’ το νερό.

«Μπαμπά», είπε η Τεβίτα, «έχω κάτι για σένα».

«Αα», μίλησε ο Ακέλα, «πώς ήξερες ότι ήμουν τόσο πεινασμένος»; Πήρε το ωμό φιλέτο ψαριού, το βούτηξε στη θάλασσα και το έσχισε στα δύο, ένα γι’ αυτόν κι ένα για την κόρη του.

Μασουλούσαν χωρίς να μιλούν καθώς παρατηρούσαν τα κύματα που έρχονταν.

Είχε εκλεγεί αρχηγός αυτής της αποστολής λόγω των δεξιοτήτων του στη ναυσιπλοΐα. Είχε αποδειχθεί ικανός ήδη σε προηγούμενα ταξίδια.

Οι τρεις πιρόγες ήταν φτιαγμένες από δέντρα ευκαλύπτου που φύτρωναν στο νησί καταγωγής τους, Τσόιζελ. Κάθε σκάφος είχε δύο τριγωνικά ιστία φτιαγμένα από πλεγμένα φύλλα παντάν.

Τα διπλά κύτη των κανό ενώνονταν μέσω δύο δοκών τεσσάρων μέτρων, οι οποίοι κάλυπταν το κατάστρωμα που ήταν φτιαγμένο από ξύλο τεκτόνα. Είχαν χωρητικότητα πενήντα τέσσερις ενήλικες και παιδιά, συν σκύλους, γουρούνια και κότες, μαζί με αρτόκαρπο, καρύδα, τάρο, ροδόμηλο, ζαχαροκάλαμο και φύλλα παντάν σε δοχεία.

Πέραν από τους ανθρώπους και τα ζώα, βρισκόταν σε κλουβί και ένα μεγάλο θαλασσοπούλι, μια φρεγάτα1.

Πάνω σε ένα απ’ τα κανό, κάθονταν πέντε γυναίκες οκλαδόν κάτω από μία αχυροσκεπή φύλλων φοίνικα. Ενώ καθάριζαν τα ψάρια που είχαν πιάσει, συζητούσαν για το ταξίδι και πώς θα ήταν η καινούργια ζωή τους στον νέο τόπο.

Το ωμό ψάρι προσέφερε, εκτός της θρέψης, και τα απαραίτητα υγρά που χρειάζονταν ο οργανισμός τους. Χρησιμοποιούσαν τα κεφάλια και τα εντόσθια για να πιάσουν άλλα ψάρια, και ίσως καμιά νόστιμη θαλάσσια χελώνα.

Τα αγκίστρια ήταν κατασκευασμένα από κόκαλο σκύλου, και η πετονιά ήταν υφασμένη από ίνα κοκοφοίνικα.

Τη διατροφή τους συμπλήρωναν με αποξηραμένο τάρο, καρύδα, αρτόκαρπο και κρέας.

«Καρίκα», μίλησε η Χίουα Λάνι καθώς έκοβε στη μέση έναν αρτόκαρπο με το πέτρινο μαχαίρι της, «αν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι στο νησί, θα μας συμπαθήσουν»; Η ακονισμένη πλευρά του μαχαιριού της από βασάλτη ήταν αρκετά κοφτερή, ώστε έκοβε το φλοιό της καρύδας ή τα καπούλια ενός φρεσκοσκοτωμένου χοίρου.

Η Καρίκα κοίταξε το έφηβο κορίτσι. «Μάλλον όχι. Όλα τα νησιά είναι πυκνοκατοικημένα. Αν βρούμε άλλους ανθρώπους εκεί, τότε ο Ακέλα θα κάνει εμπόριο για φρέσκο φαγητό και θα μας πάει σε άλλο νησί».

Στην καμπύλη του κανό, ο Ακέλα μελετούσε το ξύλινο διάγραμμά του, το οποίο έμοιαζε με παιχνίδι· μικρά κλαδάκια δεμένα μεταξύ τους με κομμάτια ίνας στο σχήμα περίπου ενός ορθογώνιου παραλληλογράμμου. Παρ’ όλ’ αυτά, ήταν ναυτικό διάγραμμα, που έδειχνε τους τέσσερις τύπους ωκεάνιων κυμάτων που παρατηρούνταν στο Νότιο Ειρηνικό. Δεμένα πάνω στο διάγραμμα ήταν μικρά κοχύλια, τα οποία έδειχναν την τοποθεσία γνωστών νησιών.

Χρησιμοποιώντας τη γνώση τους για τα ωκεάνια κύματα, τους εποχικούς ανέμους και τις θέσεις των αστέρων, οι Πολυνησιακοί είχαν διασχίσει το μεγαλύτερο κομμάτι του απέραντου ωκεανού.

Ο Ακέλα κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο του προς τον Μέτοα, που καθόταν στην πρύμνη του αριστερού κύτους κρατώντας το κουπί του μέσα στο νερό. Του έκανε σήμα προς τα βορειοανατολικά, λίγο πιο δεξιά από την τωρινή τους κατεύθυνση.

Ο Μέτοα έγνεψε, και μετατόπισε το κουπί του για να πάρει την καινούργια πορεία.

Τα άλλα δύο σκάφη, που βρίσκονταν πίσω στα αριστερά και δεξιά απ’ τα απόνερα του αρχηγικού κανό του Ακέλα, άλλαξαν κι αυτά την πορεία τους για να τον ακολουθήσουν.

«Εάν το νέο νησί δεν είναι πυκνοκατοικημένο, μπορεί να μας υποδεχτούν με ahima’a2», είπε η Χίουα Λάνι.

Η Καρίκα αποκεφάλισε ένα κοκκινόψαρο που σπαρταρούσε. «Με γεύμα»; Γέλασε. «Ναι, με εμάς για το κυρίως πιάτο».

Γέλασαν και οι άλλες γυναίκες, αλλά η Χίουα Λάνι όχι. «Κανίβαλοι; Σαν εκείνους τους βάρβαρους από το Νούκου Χίβα;

«Μάλλον». Η Καρίκα καθάρισε το κοκκινόψαρο και πέταξε τα εντόσθια μέσα σε ένα κομμένο νεροκολόκυθο. «Ποιος ξέρει τί διαβολικά πράγματα παραμονεύουν σε μερικά απ’ αυτά τα απομονωμένα νησιά».

Η Χίουα Λάνι έκοψε έναν αρτόκαρπο. «Ελπίζω να παραμονεύουν μερικοί φιλικοί νέοι άντρες σε αυτά τα νησιά».

«Χίουα Λάνι», της απάντησε η Καρίκα, «έχουμε ήδη τέσσερις πολύ καλούς νέους άντρες πάνω στα κανό μας».

Η Χίουα Λάνι τίναξε τα μακριά μαύρα μαλλιά της πάνω απ’ τον γυμνό ώμο της. «Είναι όλοι τους τόσο ανώριμοι. Θα προτιμούσα να παντρευτώ κανίβαλο».

«Κοίτα εκεί». Η Καρίκα έδειξε δυτικά με το μαχαίρι της, σε ένα σημείο όπου μαύρα σύννεφα σχημάτιζαν μια γραμμή πάνω απ’ τον ορίζοντα της μπλε θάλασσας.

«Λοιπόν», μίλησε η Χίουα Λάνι, «τουλάχιστον θα έχουμε καθαρό νερό απόψε». Σηκώθηκε και πέταξε τον αρτόκαρπο στα πεινασμένα γουρούνια.

«Ναι». Η Καρίκα κοίταξε με ένα γρήγορο βλέμμα το μπροστινό αρμάτωμα, όπου πριν μερικά λεπτά κάθονταν ο άντρας και η κόρη της. «Υποθέτω πως θα ‘χουμε».

Ο Ακέλα στάθηκε όρθιος στην καμπύλη του αριστερού κύτους, με τα χέρια του να σκεπάζουν τα μάτια καθώς παρατηρούσε την καταιγίδα.

Η μικρή Τεβίτα, δίπλα του, μιμούνταν τον πατέρα της.

Στη διάρκεια των βροχών, οι γυναίκες σχημάτιζαν την αχυροσκεπή σε κωνικό σχήμα ώστε το νερό της βροχής να πέφτει μέσα σε άδειες καρύδες. Όταν γέμιζαν, τις έκλειναν με ξύλινα καπάκια και τις αποθήκευαν στο κάτω μέρος των κανό.

Πριν ξεκινήσουν το μακρινό τους ταξίδι, οι γυναίκες είχαν τρυπήσει πενήντα φρέσκες καρύδες, είχαν στραγγίσει το υγρό τους για να το χρησιμοποιήσουν για μαγείρεμα, και τις τοποθέτησαν πάνω σε διάφορες μυρμηγκοφωλιές. Μέσα σε λίγες μέρες, τα μυρμήγκια είχαν καθαρίσει το εσωτερικό των καρυδών επιτυχώς, αφήνοντας πίσω καθαρά και ανθεκτικά σκεύη για την αποθήκευση πόσιμου νερού.

Μόλις γέμιζαν οι καρύδες από το νερό που κατέβαινε από το στέγαστρο, έπλεναν τα παιδιά με το υπόλοιπο για να φύγει το αλάτι απ’ τα κορμιά τους.

Η Τεβίτα είχε την σημαντικότατη δουλειά σίτισης και προστασίας της φρεγάτας. Η μεγάλη φρεγάτα, όπως την ονόμαζαν, είχε άνοιγμα φτερών σχεδόν δύο μέτρων, και ήταν από τα σημαντικότερα μέλη του πληρώματος.

Όταν πίστευε ο Ακέλα πως πλησίαζαν σε νησί, άφηνε τη φρεγάτα ελεύθερη, και όλη την έβλεπαν να πετά ψηλά στον αέρα ώστε να πετάξει μακριά στον ορίζοντα.

Το θαλασσοπούλι δεν πλησιάζει ποτέ το νερό, διότι δεν κατέχει νηκτική μεμβράνη στα δάχτυλα των ποδιών του, και τα φτερά του δεν είναι αδιάβροχα. Αν δε βρει στεριά, θα επιστρέψει στα κανό.

Αν δεν επιστρέψει, αυτά είναι καλά νέα, γιατί αυτό σημαίνει ότι βρίσκεται νησί αρκετά κοντά. Έτσι, ο Ακέλα μετά θα αλλάξει πορεία προς την κατεύθυνση που πέταξε το πουλί.

* * * * *

Κοιτούσαν τον ορίζοντα με τις καταιγίδες όλο το απόγευμα, και όταν ήρθε η νύχτα, φώτιζαν ανά λίγα δευτερόλεπτα κεραυνοί τον σκοτεινό ουρανό, ενώ οι βροντές ταρακουνούσαν τα τρία εύθραυστα σκάφη, και τα ανήσυχα ζώα έκρουαν και τσίριζαν.

Ο Ακέλα είχε αλλάξει την πορεία τους προς την ανατολή, σε μια προσπάθειά του να πλεύσει περιμετρικά των καταιγίδων, αλλά αυτές μεγάλωναν και εξαπλώθηκαν προς την κατεύθυνσή του, σαν να ανέμεναν αυτή την κίνηση προς διαφυγή.

Θα μπορούσε να γυρίσει και να πλεύσει με τους ανέμους, αλλά οι καταιγίδες θα τους έφταναν.

Έδεσαν τα ζώα και οτιδήποτε άλλο δεν ήταν ασφαλισμένο στις σανίδες.

Τα παιδιά συγκεντρώθηκαν στο κατάστρωμα, κρατώντας τα ζώα και σχοινιά ασφαλείας δεμένα στα κανό.

Η καταιγίδα στην ανοιχτή θάλασσα είναι πάντα φοβερή, αλλά τη νύχτα είναι τρομακτικότατη.

Κεφάλαιο 4

Χρονοδιάγραμμα: 31 Ιανουαρίου, 1944. Αμερικανική εισβολή στο νησί Κουβαλέιν στον Ειρηνικό Ωκεανό

Ο Γουίλιαμ Μάρτιν κοίταξε τον φίλο του. «Είσαι καλά, Κίσλερ»;

Ο Στρατιώτης Κίσλερ κατέβασε το κεφάλι γρήγορα όταν άλλη μια ιαπωνική σφαίρα πέρασε από πάνω του και χτύπησε το σκάφος Χίγκινς που τους κουβαλούσε. «Ναι ρε, τέλεια είμαι».

Ο Μάρτιν σηκώθηκε για να κοιτάξει πάνω από την άκρη του αποβατικού σκάφους.

Εκείνη τη στιγμή άνοιξε πυρά ένα ιαπωνικό πολυβόλο, και ακούστηκε ο εξοστρακισμός τεσσάρων σφαιρών πάνω στα ατσάλινα κιγκλιδώματα του σκάφους.

«Στρατιώτη»! Ο Υπολοχαγός Μπράντλεϊ φώναξε από το εμπρόσθιο μέρος του αποβατικού. «Κατέβασε το κεφάλι σου»!

«Μάλιστα, κύριε»! Ο Μάρτιν έπεσε δίπλα στον Κίσλερ.

Ο λέμβαρχος του σκάφους γύρισε το πολυβόλο διαμετρήματος όλμων τριάντα εκατοστών για να σκοτώσει τους Ιάπωνες πυροβολητές πιο πάνω απ’ την παραλία.

«Σαράντα μέτρα ακόμη, Κίσλερ», του είπε ο Μάρτιν.

«Νιώθω ότι θα ξεράσω», του απάντησε.

«Σταμάτα. Συγκεντρώσου». Χτύπησε ελαφρά τον ώμο του Κίσλερ.

«Ακούστε, άντρες»! Φώναξε ο Μπράντλεϊ. «Ελέγξτε τα όπλα σας, και ετοιμαστείτε για την απόβαση».

Ενώ μιλούσε στον Κίσλερ, ο Μάρτιν έσφιξε το λουράκι του κράνους του. «Ο Λοχαγός Ρόζενθαλ μας είπε ότι η απόβαση στο Κουβαλέιν θα είναι παιχνιδάκι μπροστά στη μάχη του Ταραγουά3.

«Ταραγουά». Ο Κίσλερ ξεφύσησε. «Οι Ιάπωνες κατάσφαξαν τους άντρες μας στην παραλία του Μπετίο4».

«Ναι, αλλά νικήσαμε. Έτσι δεν είναι»;

«Ναι, νικήσαμε. Αφού χάσαμε χίλιους εξακόσιους άντρες. Και πόσο διάστημα σε είχαν σε εκείνο το νοσοκομείο στη Νέα Ζηλανδία»;

«Δε ξέρω. Μπορεί και έξι βδομάδες», του απάντησε ο Μάρτιν. «Αλλά με γιάτρεψαν μια χαρά».

«Έπρεπε να σε είχαν στείλει πίσω στις Πολιτείες. Οποιοσδήποτε δέχεται σφαίρα στο στομάχι και πληγές από θραύσματα αξίζει να γυρίσει πίσω».

«Δεν ήθελα να πάω πίσω. Ήρθα εθελοντικά».

«Είσαι τρελάρας, το ξέρεις–»

«Πεζοναύτες! Τριάντα δευτερόλεπτα»! Ο Υπολοχαγός Μπράντλεϊ άρπαξε το 45άρι του. «Ετοιμαστείτε να τους γαμήσετε»!

Οι τριάντα έξι στρατιώτες της Τέταρτης Διμοιρίας Πεζοναυτών ούρλιαξαν τις πολεμικές κραυγές τους καθώς το αποβατικό σκάφος σωριάστηκε πάνω στην παραλία και έριξε την μπροστινή ράμπα πάνω στην αμμουδιά.

Ο Μπράντλεϊ έτρεξε προς την παραλία, με τους άντρες του να τον ακολουθούν.

Οι Στρατιώτες Μάρτιν και Κίσλερ άρπαξαν δύο φορεία και βγήκαν τελευταίοι. Στα άσπρα τους περιβραχιόνια ήταν ραμμένοι κόκκινοι σταυροί, καθώς κι έφεραν βαμμένους κόκκινους σταυρούς στο μπροστινό και πίσω μέρος του κράνους τους. Ως τραυματιοφορείς θεωρούνταν άμαχοι, αλλά κρατούσαν και το αυτόματο 45άρι πιστόλι τους για να μπορούν να αμύνονται.

Μέχρι να κατέβουν τη ράμπα, τρεις στρατιώτες κείτονταν στην άμμο.

Έτρεξαν στον πρώτο άντρα και τον γύρισαν. Ήταν νεκρός.

«Έλα»! Φώναξε ο Μάρτιν ενώ έτρεχε στον δεύτερο στρατιώτη.

Ο ίδιος με τον Κίσλερ άφησαν κάτω τα φορεία τους και έπεσαν στα γόνατα δίπλα στον δεύτερο στρατιώτη.

«Υπολοχαγέ Μπράντλεϊ»!

Ο Μάρτιν δεν είδε πουθενά αίμα, αλλά ήταν φανερό ένα μεγάλο βαθούλωμα στο κράνος του αξιωματικού. Ξεκούμπωσε τα λουριά του κράνους και το αφαίρεσε από το κεφάλι του αργά· ακόμη δεν έβλεπε αίμα. Με τα δάχτυλά του άγγιξε απαλά όλο το κρανίο του Μπράντλεϊ.

Τουφεκιές πέταξαν άμμο μισό μέτρο μακριά.

Ο Κίσλερ έπεσε κάτω, με τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι.

«Σε χτύπησαν»; Ούρλιαξε ο Μάρτιν.

«Όχι». Ακόμη όμως καθόταν χαμηλά στην άμμο.

Ο Μάρτιν ξαναγύρισε προς τον Υπολοχαγό. «Διάσειση», ψιθύρισε, και κοίταξε προς τον τρίτο άντρα που ήταν ξαπλωμένος πιο πέρα. Η μπλούζα του ήταν μουλιασμένη στο αίμα. Ο στρατιώτης σφάδαζε στους πόνους και κρατούσε γερά το θώρακά του. «Κίσλερ, πήγαινε δες τον ΜακΝτέρμοτ».

Ο Κίσλερ ανέλαβε τον ΜακΝτέρμοτ καθώς οι υπόλοιποι Πεζοναύτες πίεζαν προς τα πάνω, με καταιγισμό πυρών από τουφέκια και πυροβολικά. Έπεσαν άλλοι δυο στρατιώτες.

«Πήγαινε»! Φώναξε ο Μάρτιν.

Ο Κίσλερ σηκώθηκε όρθιος. «Αναθεματισμένοι μαλάκες»! Έτρεξε προς τον ΜακΝτέρμοτ.

«Πού...», μίλησε λίγο ο Υπολοχαγός Μπράντλεϊ.

«Ήρεμα, Υπολοχαγέ», του απάντησε ο Μάρτιν, «σας χτύπησαν στο κεφάλι».

«Πού...είναι οι άντρες μου»; Προσπάθησε να σηκωθεί.

Ο Μάρτιν τον βοήθησε να κάτσει όρθιος. «Θα σας πάμε πίσω στο αποβατικό».

«Τί; Όχι»! Τα μάτια του Υπολοχαγού κοίταξαν με αγανάκτηση. Επέκτεινε το χέρι για να πιάσει τον Μάρτιν από τη μπλούζα, αστόχησε, και ξαναπροσπάθησε. Άρπαξε τον γιακά του Μάρτιν με τα δυο χέρια. «Δε φεύγω. Κατάλαβες τί σου είπα»;

«Έχετε τραύμα στο κεφάλι, κύριε. Πρέπει να σας πάω στο Χίγκινς για να σας πάνε στους γιατρούς του πλοίου».

«Ηλίθιε μαλάκα! Δεν έχω καν ρίξει ακόμα. Πού είναι το 45άρι μου»;

Ο Μάρτιν είδε το πιστόλι μέσα στην άμμο. Το πήρε, καθάρισε την άμμο από την κάννη και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι του Μπράντλεϊ.

«Βοήθα με να σηκωθώ».

Ο Μάρτιν σηκώθηκε και τον βοήθησε.

«Το κράνος μου».

Ο Μάρτιν του το έδωσε. «Ένα λεπτό, κύριε. Να δω τα μάτια σας».

Ο Μπράντλεϊ κοίταξε τον Μάρτιν.

Δε στριφογύριζαν πια τα μάτια του, και φαινόταν πως μπορούσε να συγκεντρωθεί.

«Μια χαρά βλέπω, Στρατιώτη. Αν καθόσουν και ακίνητος, θα σε έβλεπα καλύτερα».

Ο Μάρτιν χαμογέλασε. «Εντάξει, Υπολοχαγέ. Δώστε πόνο».

«Αυτό θα κάνω». Ο Μπράντλεϊ φόρεσε το κράνος του. «Πήγαινε τώρα να κοιτάξεις τους τραυματισμένους που σε χρειάζονται πραγματικά».

Είπε στον Μάρτιν, κι έτρεξε να προφτάσει τους άντρες του. Η ισορροπία του δεν ήταν καλή, κι έγερνε προς τ’ αριστερά, αλλά ήταν αποφασισμένος να ξαναμπεί στη μάχη.

Ο Μάρτιν πήρε το φορείο και έτρεξε στον Κίσλερ, ο οποίος ασκούσε πίεση με μια γάζα στον θώρακα του ΜακΝτέρμοτ.

Ο Μάρτιν έπεσε στα γόνατα. «Λοχία ΜακΝτέρμοτ».

«Ναι»;

«Θα σας ανεβάσουμε στο φορείο και θα σας πάμε στο σκάφος. Είστε έτοιμος»;

Ο ΜακΝτέρμοτ ένευσε.

«Σήκωσε τα πόδια, Κίσλερ».

Ο ΜακΝτέρμοτ ούρλιαξε όταν τον σήκωσαν.

«Θα γίνετε καλά», του είπε ο Μάρτιν, και έκανε νόημα στον Κίσλερ να σηκώσουν το φορείο. Περπάτησαν γρήγορα προς τη θάλασσα.

Με το που άφησαν τον ΜακΝτέρμοτ στο κατάστρωμα το σκάφους, ένας ναυτικός νοσοκόμος τον ανέλαβε και άρχισε να καθαρίζει την πληγή του.

Άρπαξε ο Μάρτιν ένα άλλο φορείο κι έτρεξαν μαζί με τον Κίσλερ πάλι προς τη ράμπα.

Υπήρχαν άλλοι πέντε τραυματίες εκεί που έσκαγε το κύμα στην παραλία. Ο πρώτος άντρας ήταν ξαπλωμένος στην άμμο, καπνίζοντας ένα Λάκι Στράικ. Ήταν χτυπημένος από σφαίρα στη δεξιά του γάμπα. Ενώ έδενε την πληγή ο Κίσλερ, ο Μάρτιν έτρεξε στον επόμενο· είχε πυροβοληθεί δύο φορές στο θώρακα και ήταν ήδη νεκρός. Ο τρίτος είχε τραύμα στο κεφάλι, αλλά ήταν ζωντανός. Μια σφαίρα είχε χτυπήσει την άκρη του κράνους του, ταρακουνήθηκε στο εσωτερικό του και βγήκε από την πλευρά του αριστερού κροτάφου, δημιουργώντας μια σχισμή δέκα εκατοστών.

«Πώς σε λένε, Στρατιώτη»; Ο Μάρτιν τον ήξερε, αλλά ήθελε να τον κάνει να μιλήσει.

«Σμόδερς».

«Καλώς». Ο Μάρτιν του αφαίρεσε το κράνος. «Βαθμός»;

«Οπλίτης».

«Μονάδα»; Έβγαλε έναν επίδεσμο από το ιατρικό τσαντάκι του.

«Τέταρτη Διμοιρία Πεζοναυτών».

Ο Μάρτιν τύλιξε τον επίδεσμο γύρω απ’ το κεφάλι του Σμόδερς. «Μόλις έτυχες το λαχείο του γυρισμού, Σμόδερς».

Καθώς ο Μάρτιν έδενε τις άκρες του επιδέσμου, άκουσε το αδιαμφισβήτητο βουητό μιας εισερχόμενης οβίδας.

Έπεσε ξαπλωτός πάνω στο σώμα του Σμόδερς και τύλιξε τα χέρια του γύρω απ’ το κεφάλι του.

Μετά από ένα δευτερόλεπτο, ένας όλμος έσκασε δεκαπέντε μέτρα μακριά τους.

Το τράνταγμα ταρακούνησε τον εγκέφαλο του Μάρτιν, αλλά εκείνος δεν έδωσε σημασία.

«Σμόδερς, είσαι καλά»;

«Τί στο διάολο ήταν αυτό»;

«Όλμος. Πρέπει να σε βγάλουμε από δω. Περπατάς»;

«Δε ξέρω».

Έπεσε κι άλλος όλμος, δημιουργώντας έναν πελώριο κρατήρα στην άμμο τριάντα μέτρα πιο πέρα.

Σηκώθηκε ο Μάρτιν, μετά τον Σμόδερς. «Κρατήσου από μένα. Μόνο κατηφόρα έχει μέχρι το σκάφος».

Πίσω τους και πάνω από την παραλία, κάμποσα πολυβόλα άνοιξαν πυρά. Ιαπωνικοί όλμοι και πυροβολικά βομβάρδιζαν τους Αμερικανούς καθώς πίεζαν προς το κέντρο του νησιού. Υψώθηκαν μαύρα πυκνά σύννεφα πάνω απ’ το πεδίο μάχης, σαν να καίγονταν ταυτόχρονα εκατοντάδες πετρελαιοπηγές.

Είχαν διασχίσει τη μισή παραλία όταν άκουσαν τον βρυχηθμό τριών αμερικανικών μαχητικών F6F, μόλις δέκα μέτρα πάνω απ’ τα κύματα της θάλασσας.

Ο Μάρτιν και ο Σμόδερς έσκυψαν από τον εκκωφαντικό θόρυβο των μαχητικών πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Κουνούσαν γρήγορα τα κεφάλια τους για να ακολουθήσουν τους πιλότους, οι οποίοι κατεύθυναν τα μαχητικά προς τον ουρανό, και όταν έφτασαν πάνω από τις δεντροκορφές έπεσαν απότομα αριστερά σε σχηματισμό, ώστε να επιτεθούν στα Ιαπωνικά τανκ και οχυρά πολυβόλων με τα κανόνια διαμετρήματος 20 χιλιοστών.

Όταν ανέβηκαν στο αποβατικό, ο Μάρτιν βοήθησε τον Στρατιώτη Σμόδερς να κάτσει στη γαλαρία, κι έπειτα έτρεξε στην παραλία δίπλα στον Κίσλερ για να τον βοηθήσει να μεταφέρει έναν άντρα με πληγή στο πόδι.

Μέσα στο αποβατικό πήραν άλλο ένα φορείο και βιάστηκαν να ξαναβγούν στην παραλία.

Άλλοι νοσοκόμοι μάχης φρόντιζαν άλλους λαβωμένους κοντά στους πρώτους κορμούς δέντρων.

«Έλα, Κίσλερ», του είπε ο Μάρτιν, «πρέπει να φτάσουμε τη μονάδα μας».

Στο τέλος της παραλίας, πήδηξαν πάνω από έναν φλεγόμενο φοίνικα κι έτρεξαν προς τα εκεί που άκουγαν πυροβολισμούς. Απέφευγαν τους κρατήρες των όλμων βιαστικά για να βρουν την Τέταρτη Διμοιρία Πεζοναυτών.

Είκοσι μέτρα από την παραλία, βρήκαν έναν στρατιώτη ξαπλωμένο μπρούμυτα πίσω από έναν πεσμένο φοίνικα.

Ο Μάρτιν άφησε κάτω το φορείο και γονάτισε για να τον γυρίσει. Έχει σοβαρές πληγές από σφαίρες στο αριστερό του χέρι, και το μισό του πρόσωπο ήταν γεμάτο αίμα. Τέσσερις χειροβομβίδες κρέμονταν από τους ιμάντες στο θώρακά του.

Μια τσάντα στην οποία αναγράφονταν «Εκρηκτική Ύλη» ήταν παρατημένη δίπλα στον τραυματισμένο άντρα. Ο Μάρτιν σήκωσε απαλά το κεφάλι του άντρα και τοποθέτησε την τσάντα με την εκρηκτική ύλη από κάτω για μαξιλάρι.

«Γεια σου, Ντάφι», του είπε. «Με ακούς»;

Ο Στρατιώτης Ντάφι άνοιξε τα μάτια του, τα οποία πορεύτηκαν πρώτα στο πρόσωπο του Μάρτιν, μετά στου Κίσλερ και πάλι πίσω. Χαμογέλασε. «Γιατί αργήσατε τόσο πολύ»;

«Συνήθως σηκώνεις το χέρι σου για να έρθει το γκαρσόνι». Ο Μάρτιν έβγαλε το μαχαίρι του για να σκίσει το μανίκι του τραυματισμένου χεριού.

Ο Ντάφι χαχάνισε. «Θα μου φέρεις...μια μπριζόλα και...»

Εκείνη τη στιγμή εξοστρακίστηκε μια σφαίρα πάνω στην πέτρα πίσω τους. Ο Μάρτιν με τον Κίσλερ έσκυψαν. Δυο ακόμη πυροβολισμοί χτύπησαν, σηκώνοντας χώμα.

«Εε»! Ούρλιαξε ο Κίσλερ. «Ηλίθιοι μαλάκες, δε βλέπετε τον κόκκινο σταυρό που φοράμε στα–»

Τον χτύπησε μια σφαίρα, κι έπεσε κάτω στριφογυρίζοντας. Με το που έπεσε στο έδαφος πάτησε μια κραυγή.

Ο Μάρτιν σύρθηκε προς τον φίλο του. «Σε χτύπησαν»;

«Δεν...δεν...»

Σφαίρες πολυβόλων γάζωσαν το ανάχωμα πίσω τους.

Ο Μάρτιν έσυρε τον Κίσλερ στον κορμό του πεσμένου φοίνικα. Άρπαξε το 45άρι του κι έριξε μια γρήγορη ματιά από πάνω. Θρυμμάτισαν τον φλοιό άλλες δυο σφαίρες. Ο Μάρτιν έσκυψε γρήγορα.

«Είναι γαμημένο τανκ»!

Κεφάλαιο Πέντε

Χρονοδιάγραμμα: Σήμερον ημέρα, Πολιτεία της Φιλαδέλφειας, ΗΠΑ

Ο Ντόνοβαν χτύπησε την πόρτα. Έπειτα από μια στιγμή, η Σάντια την άνοιξε με τον τηλεφωνικό κατάλογο στα χέρια της.

Τον κοίταξε με απορία.

«Θα σε πείραζε εαν έριχνα άλλη μια ματιά στα γράμματα»; τη ρώτησε.

Δεν ανταποκρίθηκε κατευθείαν. Την είδε να πιέζει με τα δάχτυλά της τον δεξιό της κρόταφο και να κλείνει τα μάτια.

Πονάει, σκέφτηκε ο Ντόνοβαν. Ίσως έχει πονοκέφαλο.

«Θα ήθελα...» Φάνηκε να χάνει τον συνειρμό της.

Ο Ντόνοβαν κατάλαβε τί προσπαθούσε να του πει. Θα ήθελε να ρίξω άλλη μια ματιά.

«Εντάξει».

Τον άφησε για να επιστρέψει στο δωμάτιο του προπάππου της.

Εκείνος μπήκε στο σπίτι και την ακολούθησε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

Παρατήρησε το σπίτι καλύτερα αυτή τη φορά. Όλα τα πατώματα είχαν λινοτάπητα, κάθε δωμάτιο με διαφορετικό χρώμα και μοτίβο. Στα σημεία όπου είχε ξεφτίσει και υποχωρούσε, κάποιος τα είχε καρφώσει με μεγάλα καρφιά. Υπήρχαν εδώ κι εκεί ριχτάρια και χαλάκια, και οι δαντελωτές κουρτίνες στην κουζίνα φαίνονταν φρεσκοπλυμένες και σιδερωμένες.

Όταν μπήκαν στο δωμάτιο, ο γέρος σήκωσε τον κορμό του και ξαναπήρε την ανυποχώρητη στάση του.

«Ημί-ανάς, Στρατιώτη», είπε ο Ντόνοβαν, προσπαθώντας να φέρει λίγο χιούμορ στην κατάσταση.

Περιέργως, ο προπάππους Μάρτιν σήκωσε ένα ροζιασμένο χέρι σε στρατιωτικό χαιρετισμό, και χαλάρωσε λίγο.

«Κάτσε εδώ αν...» προσπάθησε να πει η Σάντια, δείχνοντας στον Ντόνοβαν έναν καναπέ καλυμμένο ένα καφεκίτρινο σκέπασμα.

Ο Ντόνοβαν έκατσε στον καναπέ κι άφησε τον χαρτοφύλακά του στο πάτωμα, δίπλα στα πόδια του. Η Σάντια του έφερε πάλι τον πάκο με τα χαρτιά, τα τοποθέτησε δίπλα του κι έκατσε απέναντί του. Φορούσε μια μακριά ξεφτισμένη φούστα ανοιχτού γαλάζιου. Θα μπορούσε να ήταν η τελευταία μόδα, ή μεταχειρισμένη. Η μπλούζα της ήταν εκρού, με μικρά μπλε πλαστικά κουμπιά στο μπροστινό μέρος.

Μελέτησε για λίγο την ματιά της. «Έχεις πονοκέφαλο»;

Άγγιξε το κέντρο του μετώπου της. «Μερικές φορές το πρωί». Έτρεξε τα δάχτυλά της κατά μήκος του φρυδιού της στον αριστερό της κρόταφο, και πίεσε δυνατά. «Αυτό, όλη μέρα».

«Έχεις πάρει τίποτε για τον πόνο»;

Εκείνη σούφρωσε τα μάτια της, προφανώς προσπαθώντας να τον καταλάβει.

«Αναλγητικό, ιβουπροφαίνη, ασπιρίνη...»

Η Σάντια σήκωσε τους όμως και κοίταξε τις παλάμες της, που κάθονταν σφιγμένες στην ποδιά της.

«Χάπια»;

«Απ' αυτά δεν έχουμε».

Άνοιξε τον χαρτοφύλακά του ο Ντόνοβαν κι έβγαλε ένα μπουκαλάκι με χάπια για ημικρανίες. Έβγαλε δύο και της τα έδωσε.

Τα έβαλε στο στόμα της και άρχισε να τα μασάει.

«Όχι! Μη– »

Η Σάντια έκανε έναν μορφασμό, κι εκείνος νόμιζε ότι θα τα φτύσει.

Πήρε ένα μπουκάλι νερό απ' τον χαρτοφύλακά του. «Πρέπει να τα πάρεις με νερό».

Του πήρε το μπουκάλι από τα χέρια και ήπιε μεγάλες γουλιές. «Αχ». Έβγαλε τη γλώσσα της έξω και συνέχισε να πίνει. «Είχαν γεύση σαν...»

«Ναι, το ξέρω. Αλλά τουλάχιστον θα αρχίσουν να δράνε αρκετά πιο γρήγορα με αυτόν τον τρόπο».

«Σε...» Του επέστρεψε το μπουκάλι, ενώ με τρεμάμενα δάχτυλα σκούπισε το πάνω χείλος της. «Σε ευχαριστώ».

Ο Ντόνοβαν πήρε τα έγγραφα της στρατιωτικής απόλυσης του κ. Μάρτιν και διάβασε τις πληροφορίες. Ημερομηνία Κατάταξης: 2 Μαρτίου, 1942. Στρατιωτική Ειδίκευση: Νοσοκόμος Μάχης. Μάχες και Εκστρατείες: Μάχη της Ταραγουά, 20 Νοεμβρίου, 1943. Μάχη του Κουβαλέιν, 1 Φεβρουαρίου, 1944. Αιχμάλωτος Πολέμου 1 Φεβρουαρίου 1944 έως 3 Φεβρουαρίου 1944. Βραβεία και Αναφορές–

«Θεέ μου»! Ο Ντόνοβαν έμεινε να κοιτάει το κουτί με την ένδειξη 'Βραβεία και Αναφορές'. Κοίταξε τον κ. Μάρτιν, ο οποίος κοίταξε από αυτόν στη δισεγγονή του.

«Τρία μετάλλια Πέρπλ Χαρτ5», διάβασε ο Ντόνοβαν. «Τρία Χάλκινα Αστέρια Μάχης6, και δύο Ασημένια Αστέρια7». Γύρισε στη Σάντια. «Τα έχεις διαβάσει αυτά»;

«Μπορώ μόνο με...» Σηκώθηκε, έφυγε απ' το δωμάτιο, και ξαναγύρισε με ένα χοντρό βιβλίο. Του το έδωσε.

«Λεξικό. Πρέπει να βρίσκεις λέξεις στο λεξικό για να διαβάζεις»;

Του ένευσε 'ναι' με το κεφάλι.

«Θα σου τα εξηγήσω εγώ. Το Πέρπλ Χαρτ απονέμεται στους στρατιώτες που τραυματίζονται στη μάχη. Ο προπάππους σου έχει τρία τέτοια μετάλλια». Την κοίταξε. «Το Χάλκινο Αστέρι Μάχης σημαίνει ότι έκανε κάτι ηρωικό στο πεδίο της μάχης, πιθανότατα τραυματίστηκε εκείνες τις τρεις φορές επειδή πήρε τρία τέτοια αστέρια. Και δύο Ασημένια Αστέρια. Δεν τα δίνουν αυτά εύκολα. Το Ασημένιο Αστέρι βρίσκεται τρία σκαλοπάτια πιο κάτω απ' το Μετάλλιο Τιμής του Κογκρέσου. Έκανε δηλαδή κάτι παραπάνω από ηρωικό, και το έκανε δύο φορές, μπορεί να έσωσε τις ζωές στρατιωτών στη διάρκεια πυρκαγιάς ή να εξόντωσε στημένα εχθρικά οχυρά με πολυβόλα μόνος του, κάτι τέτοιο».

Η Σάντια πήρε το χέρι του προπάππου της και το κράτησε. «Δε μιλά ποτέ για αυτά πράγματα, αλλά πάντα ξέρω ότι είναι ο ήρωάς μου».

Ο γέρος χαμογέλασε και γέμισαν τα μάτια του δάκρυα.

«Ναι», είπε ο Ντόνοβαν. «Οι στρατιώτες που γύρισαν από τον πόλεμο και καυχιόνταν για τα κατορθώματά τους ήταν συνήθως υπάλληλοι ανεφοδιασμού και μάγειρες. Οι πραγματικοί μαχητές δε μιλούν ποτέ για το τί συνέβη στο πεδίο της μάχης». Διάβασε κι άλλα από το παλιό έγγραφο. «Στο κάτω μέρος της σελίδας γράφει ότι απολύθηκε το 1945 υπό την Παράγραφο Οχτώ και στάλθηκε στο Μπάιμπερι. Τί στο καλό; Ο άνθρωπος έζησε μια κόλαση, πήρε μέρος σε δύο μάχες στον Ειρηνικό, έκανε πέραν του καθηκόντος του για να υπηρετήσει την πατρίδα του, και τραυματίστηκε σοβαρά. Μέσα σε όλ' αυτά, υπήρξε και αιχμάλωτος πολέμου. Έπρεπε να του είχαν κάνει παρέλαση από το Μπρόντγουεϊ έως τη Νέα Υόρκη. Αλλά αντ' αυτού, τον έστειλαν στο Μπάιμπερι, ό,τι στο καλό κι αν είναι αυτό». Γύρισε τη σελίδα, αλλά ήταν κενή. Γύρισε στη Σάντια. «Ξέρεις τί είναι το Μπάιμπερι»;

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Συγνώμη».

Ο Ντόνοβαν κοίταξε τον κ. Μάρτιν. Ο γέρος φορούσε ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη του.

Καταλαβαίνει όλα όσα λέω, αλλά δεν βρίσκεται ακριβώς εδώ μαζί μας.

Ο Ντόνοβαν στράφηκε προς τη Σάντια. «Ποια ήταν η τελευταία φορά που έλαβε τη σύνταξη αναπηρίας»;

Πήγε στο γραφείο και γύρισε με μια εκτυπωμένη δήλωση.

«Α», είπε ο Ντόνοβαν. «Αυτό ήρθε μαζί με την επιταγή. Η αναγραφόμενη ημερομηνία είναι σχεδόν τρεις μήνες πριν».

«Ναι, μιλώντας γι' αυτό».

«Τί έκανε συνήθως όταν λάμβανε την επιταγή του»;

«Πήγαινε σε τράπεζα, μετά σούπερ μάρκετ».

Την έβλεπε λίγο πιο χαλαρή, και τα φρύδια της δεν ήταν μαζεμένα πια. «Πώς είναι το κεφάλι σου»;

Εκείνη χαμογέλασε για πρώτη φορά. «Καλά».

«Ο προπάππους σου έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο όταν σταμάτησε να πληρώνεται»;

«Όταν ήρθε γράμμα, είπε κακές λέξεις, κι άρχισε να κουνιέται κι έπεσε σε πάτωμα. Τον βοήθησα στο κρεβάτι».

«Ναι, πρέπει να ήταν μεγάλο σοκ».

Του ένευσε καταφατικά.

«Σε πειράζει να δω λίγο την κουζίνα σας»;

Τον κοίταξε μπερδεμένη, αλλά μετά κούνησε το κεφάλι της ότι δεν την πείραζε. Σηκώθηκε και τον οδήγησε στην κουζίνα.

Ο Ντόνοβαν είδε ένα μισο-άδειο βαζάκι φυστικοβούτυρο πάνω στον πάγκο, μαζί με μερικές φέτες ψωμί και ένα βάζο ελιές. Το ψυγείο ήταν κατά τ' άλλα άδειο, εκτός από μισό κομμάτι τυρί.

Ήταν συγκλονισμένος αλλά δάγκωσε τη γλώσσα του...προς το παρόν.

Οι πάγκοι, το τραπέζι και ο φούρνος ήταν πεντακάθαρα. Άνοιξε ένα από τα ντουλάπια και είδε τα καθαρά πιάτα στοιβαγμένα και τακτοποιημένα. Στο επόμενο ντουλάπι, στο οποίο συνήθως έμπαιναν η ζάχαρη, το αλάτι, φασόλια και άλλα, βρισκόταν ένα μικρό κουτάκι με μαύρο πιπέρι.

«Πρέπει να πάω να κανονίσω κάτι δουλειές», της είπε. «Θα επιστρέψω σε μισή ώρα. Είσαι εντάξει με αυτό»;

Του πήρε το χέρι. «Τα χάπια εκείνα κάνουν το κεφάλι να πονά καλύτερα».

«Ωραία. Θα σου τα αφήσω, αλλά μην παίρνεις παραπάνω από τέσσερα καθημερινά. Κατάλαβες»;

Του χαμογέλασε. «Ναι».

«Και μην τα μασήσεις».

* * * * *

Ο Ντόνοβαν γύρισε μετά από είκοσι λεπτά, με τρία Μπιγκ Μακ και τρεις μεγάλες Κόκα Κόλες.

Όταν άνοιξε η Σάντια την πόρτα, τα μαλλιά της ήταν κάτω και βουρτσισμένα. Έπεφταν περιμετρικά γύρω από το πρόσωπό της σε κυματιστές μπούκλες, σχεδόν έως τους ώμους της. Χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας τα λευκά, ίσια δόντια της.

Ασπιρίνη, το φάρμακο-θαύμα.

«Αρέσουν στον προπάππου σου τα χάμπουργκερ»;

«Ωω, ναι».

Κούνησαν το τραπεζάκι του σαλονιού μπροστά στον κ. Μάρτιν και άπλωσαν το φαγητό. Η Σάντια και ο Ντόνοβαν έκατσαν στο πάτωμα απέναντι από τον γέρο.

«Τα Μακντόναλντ έχουν τις καλύτερες τηγανιτές πατάτες», είπε ο Ντόνοβαν καθώς βουτούσε μία μέσα σε μια λιμνούλα κέτσαπ.

«Μμμ...» μουρμούρισε η Σάντια καθώς δάγκωνε το χάμπουργκερ. «Τόοοσο ωραίο».

Ο προπάππους της χαμογέλασε και συμφώνησε με ένα νεύμα. Παρόλο που του έλειπαν κάποια δόντια, δεν είχε πρόβλημα ούτε με το χάμπουργκερ ούτε με τις πατάτες.

Η Σάντια ξεκίνησε να μιλά, «Όταν ο παππούς πήγαινε στο σούπερ μάρκετ–»

«Πώς πήγαινε εκεί»; ρώτησε ο Ντόνοβαν καθώς έπινε μια γουλιά Κόκα Κόλα.

«Έχει αμάξι στο γκαράζ».

«Όταν σε ρώτησα γι' αυτό νωρίτερα, μου είπες ότι δεν είχε».

«Ρώτησες αυτοκίνητο».

«Αα, ναι. Σωστά. Μάλλον αυτό ρώτησα. Οπότε, ο προπάππους σου οδηγούσε μέχρι το σούπερ μάρκετ για ψώνια»;

«Μερικές φορές κι εγώ μαζί».

«Είναι εκπληκτικό που μπορεί και οδηγεί ακόμη».

Μετά από μισή ώρα, ο Ντόνοβαν αποχαιρέτησε τη Σάντια και τον παππού της.

* * * * *

Όταν μπήκε μέσα στην Μπιούικ του, τηλεφώνησε στο φίλο του που δούλευε στο νοσοκομείο.

«Κάμελ, χρειάζομαι μια διάγνωση», είπε ο Ντόνοβαν μέσα απ' το τηλέφωνο.

«ΟΚ, λέγε».

«Μιλάει σπαστά Αγγλικά, όχι ασυναρτησίες ούτε ακαταλαβίστικα όμως, και ούτε σαν να 'ναι ξένη. Απλώς μερικές φορές λείπουν λέξεις, κι άλλες δεν τις εκφράζει στην σωστή σειρά. Έχει δυνατούς πονοκεφάλους, σαν ημικρανίες».

«Μ-χμ», μουρμούρισε ο Κάμελ. «Έχει ναυτίες; Είναι θολή η όρασή της»;

Ο Ντόνοβαν έβαλε μπρος και βγήκε στον κεντρικό. «Δε ξέρω. Θα τη ρωτήσω».

399
477,84 ₽
Возрастное ограничение:
0+
Дата выхода на Литрес:
20 ноября 2021
Объем:
303 стр. 22 иллюстрации
ISBN:
9788835430322
Переводчик:
Правообладатель:
Tektime S.r.l.s.
Формат скачивания:
epub, fb2, fb3, ios.epub, mobi, pdf, txt, zip

С этой книгой читают