Читайте только на ЛитРес

Книгу нельзя скачать файлом, но можно читать в нашем приложении или онлайн на сайте.

Читать книгу: «Ο Βίος του Χριστού», страница 36

Шрифт:

Ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν, καθώς το σκότος ήρχισε να διασκεδάζηται από της συντελεσθείσης θυσίας. Εκείνοι οίτινες δεν ενόμισαν μολυσμόν το ν' αρχίσωσι την εορτήν των διά της σφαγής του Μεσσίου των, μεγάλως ανησύχησαν μήπως η αγιότης της επιούσης, ήτις ήρχιζεν από της δύσεως του ηλίου, εκτεθή εις κίνδυνον διά των σωμάτων κρεμαμένων επί του σταυρού. Παρεκάλεσαν τον Πιλάτον ίνα συντριβώσιν αυτών τα σκέλη, και αρθώσι τα σώματα. Η θραύσις αύτη των μελών συνίστατο εις την τύψιν των σκελών διά βαρείας σφύρας, όπερ μεγάλως επετάχυνε τον θάνατον. Τότε οι στρατιώται κατέαξαν τα σκέλη των δύο κακούργων πρώτον, και είτα, ελθόντες προς τον Ιησούν, εύρον ότι η μεγάλη κραυγή υπήρξεν η τελευταία Του, και ότι είχεν αποθάνη ήδη. «Ου κατέαξαν Αυτού τα σκέλη». Και ούτω επληρώθη η Γραφή, η περί του πασχαλίου εκείνου αμνού, όστις ήτο μόνον τύπος και προεικόνισμα του Αμνού του Θεού του αίροντος την αμαρτίαν του κόσμου, ότι – «Οστούν ου συντριβήσεται αυτού». Είνε δε καταπληκτική περίστασις ότι ο αμνός ο πασχάλιος παρά τοις Εβραίοις εσταυρούντο πράγματι επί δύο οβελών, ορθού και εγκαρσίου. Αλλ' είς των στρατιωτών, διά να βεβαιωθή περί του θανάτου, διά της λόγχης εκέντησε την πλευρά του Νεκρού, και «ευθέως,» λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, «εξήλθεν αίμα και ύδωρ.» Ο Ηγαπημένος μαθητής προσθέτει, «Και ο εωρακώς μεμαρτύρηκε, και αληθινή εστιν η μαρτυρία αυτού». Και ως επείσθησαν τότε οι στρατιώται, ούτω πρέπει να πεισθώσι πάντες, ότι, Εκείνος όστις τη τρίτη ημέρα έμελλε ν' αναστή εκ νεκρών, πράγματι εσταυρώθη, απέθανε και ετάφη, και η ψυχή του μετέβη εις τον κόσμον τον αόρατον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΞΒ'.
Η Ανάστασις του Κυρίου

Ιωσήφ ο από Αριμαθείας. – Ο Νικόδημος. – Ο Κήπος και το Μνημείον. – Αι Μυροφόροι γυναίκες. – Η σφράγισις του Τάφου και η Κουστωδία – «Τη Μια των Σαββάτων, όρθρου βαθέος.» – Αι Μυροφόροι παρά τον Τάφον – Ο Τάφος κενός. – Πέτρος και Ιωάννης. – Πρώτη εμφάνισις εις Μαρίαν την Μαγδαληνήν. – Εμφάνισις εις τας Γυναίκας. – Ο μύθος των Ιουδαίων. – Εμφάνισις εις τον Πέτρον. – Εις Εμμαούς. – Εις τους Αποστόλους συνηγμένους. – Η ψιλάφησις του Θωμά – Παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας. – «Σίμων Ιωνά, φιλείς με;» – Ποίμαινε τα πρόβατά μου.» – «Ούτος δε τι;» – Η Ανάληψις του Χριστού. – «Εκ δεξιών του Πατρός».

Καθ' ην στιγμήν ο Χριστός απέθνησκε, τίποτε δεν ηδύνατο να φανή ασθενέστερον, οικτρότερον, καταδικασμένον εις όνειδος και απώλειαν ή η Εκκλησία την οποίαν είχεν ιδρύσει. Είχεν αύτη δράκα ασθενών οπαδών, εκ των οποίων ο τολμηρότερος είχεν αρνηθή τον Κύριόν του μετά βλασφημίας, και ο πλέον αφωσιωμένος Τον είχεν εγκαταλίπει και είχε φύγει. Ήσαν πτωχοί, ήσαν αμαθείς, απέλπιδες. Δεν είχον ούτε Συναγωγήν ούτε ρομφαίαν. Εάν ωμίλουν την ιδίαν γλώσσαν των, αύτη τους επρόδιδε διά της ιδιωματικής διαλέκτου· εάν ωμίλουν την διαδεδομένην ελληνικήν, εφαίνετο εις το στόμα των ως χυδαϊκή παρεφθαρμένη. Τόσον ασθενείς ήσαν και άσημοι, ώστε μεγάλη τόλμη θα ήτο να προείπη τις δι' αυτούς το πολύ Γαλιλαϊκήν τινα παρασυναγωγήν. Πως συνέβη ώστε οι αμβλείς ούτοι και αμαθείς άνθρωποι, με τον ξύλινον Σταυρόν των, κατεθριάμβευσαν των θανασίμων γοητειών σαρκικής μυθολογίας, κατέκτησαν Βασιλείς και στρατούς, και υπέταξαν τον κόσμον;

Τι ήτο το ποιήσαν την δύναμιν να εξέλθη τελέα εκ της εξουθενωμένης αδυμίας; Μία υπάρχει και μόνον μία δυνατή απάντησις, η Ανάστασις εκ νεκρών. Όλη αύτη η μεγάλη επανάστασις ωφείλετο εις την δύναμιν της του Χριστού αναστάσεως.

Ο ήλιος κατήρχετο ήδη εις την δύσιν, και η ημέρα του Σαββάτου επέκειτο. «Ην δε μεγάλη η ημέρα εκείνη του Σαββάτου», Σάββατον συνάμα και Πάσχα. Οι Ιουδαίοι είχον λάβη πάσαν προφύλαξιν όπως προλάβωσι την βεβήλωσιν ημέρας τόσον ιεράς, κ' εφρόντισαν ευθύς μετά τον θάνατον περί της αποκαθηλώσεως των θυμάτων. Διά το σώμα του Ιησού είχε παρουσιασθή άνθρωπος όπως λάβη άδειαν παρά του Πιλάτου να το θάψη.

Ούτος ήτο Ιωσήφ ο από Αριμαθείας πλούσιος και αμέμπτου βίου ανήρ και μέλος του Συνεδρίου (ευσχήμων Βουλευτής). Καίτοι εκ δειλίας ή εξ αδυναμίας δεν είχε κηρύξει αναφανδόν μέχρι τούδε την πίστιν εις τον Ιησούν, αλλ' όμως δεν μετέσχε της ψήφου του Συνεδρίου ούτε συνήνεσε εις την πράξιν των. Και η λύπη και η αγανάκτησις ενέπνευσαν αυτώ θάρρος. Αφού ήτο πολύ αργά να εκδηλώση την συμπάθειάν του εις τον Ιησούν ως ζώντα Προφήτην, θα έδιδε τουλάχιστον σημείον της αφοσιώσεώς του προς Αυτόν ως Μάρτυρα και θύμα ανόμου συνωμοσίας. Ούτος προσήλθεν εις τον Πιλάτον κατ' αυτήν την εσπέραν της Παρασκευής, και παρεκάλεσεν ίνα δοθή αυτώ το νεκρόν σώμα. Καίτοι οι Ρωμαίοι άφινον τους εσταυρωμένους δούλους των εις βοράν κοράκων και κυνών, ο Πιλάτος δεν εδυσκολεύθη να κυρώση φιλανθρωπότερον και ευσεβέστερον ιουδαϊκόν έθιμον, το οποίον απήτει αείποτε την ταφήν των νεκρών. Ο δε Πιλάτος ηπόρησεν αν ήδη απέθανε, και έστειλε να ερωτήση τον εκατόνταρχον, πληροφορηθείς δε, διέταξε να δοθή το σώμα. Χωρίς να χάση στιγμήν, επειδή το Σάββατον επέκειτο, ο Ιωσήφ ηγόρασε καθαράν σινδόνα, και αποκαθήλωσε το σώμα από του Σταυρού. Εν τω μεταξύ το παράδειγμά του προσείλκυσε και τον άδολον αλλά δειλόν Νικόδημον, του οποίου η καρδία ενεπλήσθη συμπαθείας και τύψεως, και έτρεξε προς τον Σταυρόν Εκείνου με προσφοράν μεγαλοδωρίας βασιλικής. Χάρις εις την έλλαμψιν ταύτην της λύπης και συμπαθείας εις τας καρδίας των δύο τούτων ευγενών και πλουσίων μαθητών, Εκείνος όστις εθανατώθη ως κακούργος ετάφη ως βασιλεύς. Η καθαρά σινδών, την οποίαν ο Ιωσήφ είχεν αγοράσει, ερραντίσθη πλουσίως διά της εκατονταλίτρου σμύρνης και αλόης, την οποίαν είχε φέρη ο Νικόδημος, και το μεμωλωπισμένον και τετραυματισμένον σώμα, του οποίου το θεϊκώς ανθρώπινον πνεύμα ευρίσκετο νυν εν τη αναπαύσει του Σαββάτου, εν τω Παραδείσω του Θεού, εκομίσθη ούτω εις τον αγαπητόν και ειρηνικόν τάφον Του. «Αναπεσών, κεκοίμηται ως λέων και ως σκύμνος· τις εγερεί Αυτόν;»

Παρά τον τάφον της Σταυρώσεως υπήρχε κήπος ανήκων εις τον Ιωσήφ τον Αριμαθαίον, και εντός του περιβόλου του ούτος είχε κατασκευάσει λαξευτόν τάφον καινόν, διά τον εαυτόν του. Εν τω τάφω ουδείς είχε τεθή ακόμη, ο δε Ιωσήφ, παρά πάσας τας ιουδαϊκάς προλήψεις, δεν εδίστασε να δώση διά το σώμα του Ιησού το δι' εαυτόν προωρισμένον μνημείον, το λελατομημένον εν τη πέτρα. Ώφειλον δε να σπεύσωσι, διότι άμα της δύσει του ηλίου το Σάββατον θα ήρχιζε. Ηρωμάτισαν τον νεκρόν, ετύλιξαν την κεφαλήν με σουδάριον, περιέβαλαν όλον το σώμα με την σινδόνα, και απέθηκαν αυτό εν τω μνημείω τω καινώ, είτα προσεκύλισαν μέγαν λίθον επί της θύρας του μνημείου. Μόλις συνετέλεσαν την ταφήν, ο ήλιος εκρύβη όπισθεν των ορέων της Ιερουσαλήμ, και το νέον Σάββατον επέφωσκε.

Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία Ιακώβου και Ιωσή μήτηρ, είχον καθίσει εν τω κήπω επιτηρούσαι, και άλλαι εκ της Γαλιλαίας γυναίκες είχον σημειώσει το μέρος, και είχον σπεύσει οίκαδε να ετοιμάσωσι νέα αρώματα πριν το Σάββατον αρχίση, όπως δυνηθώσι να τρέξωσιν οπίσω την πρωίαν της Μιας Σαββάτων, και συμπληρώσωσι τον αρωματισμόν του σώματος, τον οποίον ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος εν σπουδή είχον αρχίσει. Διήλθον εν ησυχία το Σάββατον εκείνο, το οποίον, διά τας συντετριμμένας καρδίας όλων όσοι ηγάπων τον Ιησούν, ήτο Σάββατον αγωνίας και θλίψεως.

Αλλ' οι εχθροί του Χριστού δεν έμειναν τόσον αδρανείς. Η φοβερά ανησυχία των ενόχων συνειδήσεων δεν είχε καταπραϋνθή ούτε διά του θανάτου Του επί του Σταυρού. Ανεμνήσθησαν μετά τρόμου τας περιαδομένας προφητείας, περί αναστάσεώς Του, το σημείον Ιωνά του Προφήτου, όπερ Εκείνος έλεγε μόνον θα εδίδετο αυτοίς, την μεγάλην έκφρασιν περί καταλύσεως του Ναού, τον οποίον εις τρεις ημέρας θα ήγειρε. Προσποιούμενοι άρα ότι φοβούνται «μήποτε οι μαθηταί Αυτού ελθόντες διά νυκτός κλέψωσιν Αυτόν, και είπωσι τω λαώ, Ηγέρθη από των νεκρών·» και τότε θα ήτο, κατ' αυτούς, η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης, παρεκάλεσαν τον Πιλάτον, ίνα έως της τρίτης ημέρας, ασφαλισθή ο τάφος. Ο Πιλάτος έδωκεν αυτοίς βραχείαν και αλαζονικήν άδειαν να πράξωσιν ως ήθελον· προφανώς δε την εσπέραν, όταν το Πασχάλιον Σάββατον παρήλθεν, απήλθον μετά των στρατιωτών και εσφράγισαν τον λίθον του μνημείου, και αφήκαν τους στρατιώτας φύλακας εκεί.

Το «έχετε κουστωδίαν» δεν δύναται να ληφθή ως προστακτική, αλλά μάλλον ως οριστική. Υποτίθεται εν γένει ότι η κουστωδία αύτη ήτο απόσπασμα ρωμαίων στρατιωτών παραχωρημένων ήδη εις τους Ιουδαίους αρχιερείς όπως φρουρώσι την τάξιν κατά την εορτήν.

Η νυξ παρήλθε, και πριν το λυκαυγές αρχίση να υποφώσκη εν τη πρώτη εκείνη μεγάλη ημέρα του Χριστιανικού Πάσχα, η περιπαθής αγάπη των γυναικών εκείνων αίτινες προσεκαρτέρησαν τελευταίαι παρά τον Σταυρόν, τας έκαμε και πρωινωτάτας παρά τον τάφον. Φέρουσαι μεθ' εαυτών τα πολύτιμα αρώματά των, αλλ' ουδέν γνωρίζουσαι περί κουστωδίας και σφραγίσεως, εναγωνίως ηρώτων αλλήλας, καθώς έτρεχον με δειλά και θλιβερά βήματα εις το σκότος και εις το ωχρόν φέγγος της σελήνης και του λυκαυγούς, «Τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου». Αι δύο Μαρίαι έτρεχον πρώται εις την πορείαν ταύτην της αφοσιώσεως, μετ' αυτάς δε ήρχοντο η Σαλώμη και η Ιωάννα. Κατ' άλλους η «Μαρία η Ιακώβου και Ιωσή μήτηρ» ήτο αυτή η Θεοτόκος Μαρία, λαμβάνουσα τον προσδιορισμόν τούτον ως έχουσα οιονεί προγόνους και τον Ιάκωβον και τον Ιωσήν, αν ούτοι ήσαν υιοί του Ιωσήφ του Μνήστορος. Εύρον δε την δυσχέρειαν λυθείσαν δι' αυτάς. Αγγελική οπτασία με λευκήν και απαστράπτουσαν εσθήτα είχε κατατρομάξει τους φύλακας του τάφου, και είχεν αποκυλίσει τον λίθον από της θύρας του μνήματος εν μέσω των κλονισμών μεγάλου σεισμού. Και καθως εκείναι έφθασαν εις τον τάφον, βλέπουσιν αγγέλους λευχειμονούντας, οίτινες εκέλευσαν αυτάς, να τρέξωσιν οπίσω προς τους μαθητάς και να είπωσιν αυτοίς, και ιδίως τω Πέτρω, ότι ο Χριστός, συμφώνως προς το ίδιον ρήμα Του, ηγέρθη από των νεκρών, και θα προηγηθή αυτών, ως Ποιμήν, εις την αγαπητήν πατρίδα των, την Γαλιλαίαν. «Ιησούν ζητείτε, τον Ναζαρηνόν, τον Εσταυρωμένον; Ηγέρθη· ουκ έστιν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν Αυτόν. Αλλ' υπάγετε, είπατε τοις μαθηταίς Αυτού και τω Πέτρω ότι προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν. Εκεί Αυτόν όψεσθε, καθώς είπεν υμίν».

Αι γυναίκες έτρεξαν οπίσω εν εκστάσει και εν τρόμω, και εις ουδένα είπον ειμή εις τους μαθητάς· και εις τους μαθητάς εφάνησαν οι λόγοι των «ωσεί λήρος·» και όχι μόνον «ουκ επίστευσαν,» αλλ' «ηπίστησαν». Αλλ' η Μαγδαληνή Μαρία, ήτις είχε λάβη χωριστήν και ιδιαιτέραν πληροφορίαν, έδραμε πάραυτα προς τον Πέτρον και Ιωάννην. Τότε οι δύο μαθηταί έτρεξαν. Ο Ιωάννης προέδραμε ταχύτερον του Πέτρου, και πρώτος φθάσας, έκυψε, και εθεώρησε μετά σιωπηλού θαυμασμού τον ανοικτόν τάφον. Ο τάφος ήτο κενός, και τα οθόνια του Νεκρού έκειντο μόνα, χωριστά η σινδών, και χωριστά το σουδάριον το επί της κεφαλής. Είτα έφθασεν ο Πέτρος, και με την συνήθη ορμητικότητά του, απροσεκτών προς τας περί μολυσμού διατάξεις και προς πάσαν άλλην σκέψιν, ειμή την αγάπην και την έκπληξίν του, εισήλθεν εις τον τάφον. Ο Ιωάννης τον ακολούθησε, και είδε, και επίστευσε· και οι δύο Απόστολοι έφεραν οπίσω την αναμφίβολον βεβαιότητα προς τους θαυμάζοντας αδελφούς των. Με όλον τον φόβον, και την αγωνίαν, και την αμβλύτητα της διανοίας, ήτις, κατά την ιδίαν ομολογίαν των, ήτο τόσον βραδεία εις το συνιέναι, επέλαμψεν επ' αυτούς τότε η τρέμουσα και αμυδρά ελπίς, ήτις έμελλε ταχέως να γείνη ακλόνητος πεποίθησις, ότι ο Ιησούς όντως ηγέρθη εκ νεκρών. Ότι κατά την πρωίαν εκείνην ο τάφος του Χριστού ήτο κενός, ότι το σώμα Του δεν είχεν αποκομισθή υπό των εχθρών Του, ότι η απουσία του επροξένησεν εις τους μαθητάς βαθυτάτην έκπληξιν, ουχί άμικτον παρά τισιν αυτών, με λύπην και ταραχήν, ότι ακολούθως επείσθησαν, διά πολλών τεκμηρίων, ότι όντως είχεν αναστή εκ νεκρών, ότι υπέρ του αληθούς της πίστεως ταύτης ήταν έτοιμοι εν παντί καιρώ ν' αποθάνωσιν, ότι η πίστις αύτη επήνεγκε βαθείαν και ολοσχερή μεταβολήν εις τον χαρακτήρα των, πονήσασα αυτούς εκ δειλών θαρραλέους και εξ ασθενών ακαταμαχήτους, ότι ήσαν ανίκανοι προς ψεύδος εκούσιον, και, αν ούτω δεν είχε, το ψεύδος το εκούσιον ουδέποτε θα είχε δύναμιν να πείση την απιστίαν και ν' αναγεννήσει την ηθικότητα του κόσμου, ότι επί της πίστεως ταύτης της Αναστάσεως ωκοδομήθη η παγκόσμιος εισέτι τήρησις της πρώτης ημέρας της εβδομάδος και όλον το θεμέλιον της χριστιανικής εκκλησίας, ταύτα τουλάχιστον είνε γεγονότα τα οποία και η απιστία αυτή, εάν θέλη να είνε ειλικρινής, δεν δύναται να μη αναγνωρίση.

Την φαινομένην δήθεν ασυμφωνίαν μεταξύ των Ευαγγελιστών, ως προς τα γεγονότα της Μιας των Σαββάτων, νεώτερος ερμηνευτής (ο Άγγλος επίσκοπος Ουέσκοτ) επιχειρεί ως εξής να συμβιβάση. Ώρα 11 της νυκτός (5 π. μ.). Μαρία η Μαγδαληνή μετ' άλλων γυναικών έρχεται εις τον τάφον. Επιστρέφει να εύρη τον Πέτρον και Ιωάννην. Ώρα 11 και ημισεία. Αι άλλαι γυναίκες βλέπουσιν Άγγελον και επιστρέφουσιν εις την πόλιν. Ώρα 12. Η Ιωάννα και άλλαι επισκέπτονται τον τάφον, και βλέπουσι δύο Αγγέλους, οίτινες πληροφορούσιν αυτάς. Ώρα ημισεία της ημέρας (6 και ημισία). Ο Πέτρος και Ιωάννης έρχονται εις τον τάφον. Ολίγω ύστερον ο Ιησούς εμφανίζεται εις Μαρίαν την Μαγδαληνήν, και ύστερον εις τας άλλας γυναίκας, καθώς επιστρέφουσιν εις τον τάφον.

Εις την Μαγδαληνήν Μαρίαν, εις εκείνην ήτις πολύ ηγάπησε διότι πολύ εσυγχωρήθη, και εκ της ψυχής της οποίας, της διαπύρου νυν ως η φλοξ και διαυγούς ως κρύσταλλος, είχεν εκβάλη επτά δαιμόνια, απέκειτο η ένδοξος τιμή να ίδη πρώτη τον αναστάντα Σωτήρα. (Κατ' άλλους ερμηνευτάς, ο Κύριος αναστάς ώφθη πρώτον εις την πάναγνον Αυτού Μητέρα, καίτοι τούτο απεσιωπήθη υπό των Ευαγγελιστών). Και η οπτασία των Αγγέλων, δεν είχε καταπραΰνει την έξαψιν και την ταραχήν εν τη καρδία της Μαγδαληνής, όταν, επιστρέψασα και πάλιν εις το μνημείον, εύρεν ότι δεν ήτο πλέον δυνατόν να προσφέρη τον τελευταίον φόρον της αφοσιώσεως και της στοργής εις το κατατραυματισμένον σώμα του Κυρίου της. Από της περιπαθούς ψυχής της, ουδέν αι λευκαί οπτασίαι και αι αγγελικαί φωναί ηδυνήθησαν να εξώσωσι την αγωνίαν την οποίαν ησθάνετο εις την επίμονον σκέψιν, «Ήραν τον Κύριόν μου εκ του μνημείου, και ουκ οίδα πού έθηκαν Αυτόν». Μεθ' όλης της ψυχής της απερροφημένης εις την σκέψιν ταύτην, εστράφη, και ιδού, ο Ιησούς Αυτός ίστατο παρ' αυτήν. Ήτο ο Ιησούς, αλλ' όχι όπως τον είχε γνωρίσει. Υπήρχε τι το πνευματικόν, το υπερκόσμιον, εις το εγηγερμένον εκείνο και δεδοξασμένον σώμα. Εκείνη εφαντάσθη ότι ήτο ο κηπουρός, και εν τη απλήστω ελπίδι ότι ούτος δύναται να εξηγήση προς αυτήν το μυστήριον του κενωθέντος εκείνου και αγγελοφοντήτου τάφου, ανακράζει προς Αυτόν εν αγωνιώδη εκπλήσει, αποστρέφουσα την κεφαλήν, ίσως διά να κρύψη τα ρέοντα δάκρυά της – «Κύριε, ει συ εβάστασας Αυτόν, είπε μοι πού έθηκας Αυτόν, καγώ Αυτόν αρώ».

Τότε ο Ιησούς λέγει προς αυτήν, «Μαρία!»

Η λέξις εκείνη, με τον καταπληκτικόν εκείνον αλλά και τρυφερόν τόνον της θείας φωνής, εισέδυ εις την καρδίαν της. Στραφείσα προς Αυτόν, αποπειραθείσα, ως φαίνεται, να θίξη τους πόδας Του ή το κράσπεδον του ιματίου Του, έκραξε προς αυτόν εν τη μητρική γλώσση της, «Ραββουνί!» (όπερ ήτο πολύ εμφαντικώτερον και τιμητικώτερον του Ρ α β β ί), και είτα έμεινεν άφωνος εν τη παραφορά της. Ο Ιησούς Αυτός μετά πραότητος περιέστειλε το πάθος του ενθουσιασμού της. «Μη μου άπτου, είπεν, ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα Μου». Πιθανόν τούτο να σημαίνη, «επειδή τούτο είνε μόνον βραχύ διάλειμμα μεταξύ της προτέρας ανθρωπίνης αναστροφής Μου προς υμάς και της μελλούσης πνευματικής ενώσεως». Είτα προσέθηκε, «Πορεύου δε προς τους αδελφούς Μου και ειπέ αυτοίς, Αναβαίνω προς τον Πατέρα Μου και πατέρα υμών, και Θεόν Μου και Θεόν υμών». Οι αρχαίοι Έλληνες Πατέρες εσχολίασαν το αξιοσημείωτον της εκφράσεως ταύτης. «Πατέρα κατά φύσιν την θεϊκήν, ως δε φύσει γενόμενος άνθρωπος, έφης Θεόν, Ύψιστε, τοις δούλοις συγκατιών, εξαναστάς του μνήματος, χάριτι Πατέρα των γηγενών τιθείς τον κατά φύσει Θεόν τε και Δεσπότην». Κατάπληκτος και περιδεής εκείνη έσπευσε να υπακούση. Επανέλαβε προς αυτούς το θειότατον τούτο παράγγελμα, και από γενεάς εις γενεάν αντηχεί δονούσα τας καρδίας η πρώτη εκείνη έκφρασις, η ανεξάλειπτον εμποιήσασα εντύπωσιν εις τα πνεύματα των ακουσάντων – &«Εώρακα τον Κύριον!»&

Ουδ’ έμεινεν ανυποστήρικτος η μαρτυρία της. Ο Ιησούς συνήντησε τας άλλας γυναίκας, και είπεν αυταίς, «Χαίρετε!» Ο τρόμος ανεμιγνύετο με το θάμβος και την συγκίνησίν των καθώς έπεσαν εις τους πόδας Του. «Μη φοβείσθε, είπε προς αυτάς· πορευθείσαι είπατε τοις αδελφοίς Μου ίνα απέλθωσιν εις Γαλιλαίαν, κακεί Με όψονται».

Ανωφελές ήτο διά τους στρατιώτας τους φύλακας να μείνωσι πλησίον κενού τάφου. Εν φόβω διά τα επακόλουθα, και εν τρόμω εις όσα είχον ίδη, έφυγον προς τους άρχοντας των Ιουδαίων, οίτινες είχον δώσει αυτοίς το κρύφιον υπούργημα. Διά τας πεπωρωμένας εκείνας καρδίας πίστις δεν υπήρχεν, ουδέν καν έρευνα. Το μόνον καταφύγιόν των ήτο το ψεύδος. Επροσπάθησαν να συγκαλύψωσιν όλην την υπόθεσιν. Υπέβαλον εις τους στρατιώτας την ιδέαν ότι πρέπει να είχον αποκοιμηθή, και εν τω μεταξύ οι μαθηταί είχον κλέψει το σώμα του Ιησού. Αλλά τοιούτος μύθος ήτο παραπολύ άτιμος προς πειθώ, και παραπολύ γελοίος προς δημοσιότητα. Εάν καθίστατο γνωστόν, ουδέν θα έσωζε τους στρατιώτας εκ του ονείδους και της τιμωρίας. Οι Σαδδουκαίοι άρα έδωκαν αργύρια εις τους στρατιώτας, όπως σκεφθώσι το ίδιον συμφέρον των, και το κοινόν συμφέρον των με τους Ιουδαίους, θάπτοντες την όλην υπόθεσιν εν μυστικότητι και σιωπή. Μόνον βαθμηδόν και βραδύτερον, και προς τους μεμυημένους, η χαμερπής συκοφαντία μετεδόθη. Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος λέγει ότι, όταν έγραφε το καθ' εαυτόν Ευαγγέλιον, διεφημίζετο ακόμη ο μύθος μεταξύ των Ιουδαίων.

Η τρίτη εμφάνισις του Χριστού ήτο προς τον Πέτρον. Τα καθ' έκαστα ταύτης είνε άγνωστα εις ημάς. Το γεγονός ερείδεται επί της ρητής μαρτυρίας του ιερού Λουκά και του θεογόρου Παύλου.

Την αυτήν ημέραν, η τετάρτη εμφάνισις του Κυρίου συνωδεύθη από περιστάσεις βαθυτάτου ενδιαφέροντος. Δύο των μαθητών ωδοιπόρουν εις έν χωρίον Εμμαούς, ως οκτώ μίλια από της Ιερουσαλήμ, και συνεζήτουν προς αλλήλους με τεθλιμμένας και εμφόβους καρδίας περί των φοβερών συμβεβηκότων των δύο τελευταίων ημερών. Τότε Ξένος τις επλησίασεν αυτούς και τους ηρώτησε το αίτιον του κατηφούς των προσώπου και του τεταραγμένου των λόγων των. Εκείνοι εστάθησαν κ' εθεώρησαν δυσπίστως τον άγνωστον οδοιπόρον. Και όταν ο είς των δύο, ω όνομα Κλεόπας ωμίλησεν εις απάντησιν, υπάρχει έκπληξίς τις και υποψία εις την απόκρισίν του. «Συ μόνος παροικείς εν Ιερουσαλήμ, και ουκ έγνως τα γενόμενα εν αυτή εν ταις ημέραις ταύταις;» Εκείνος ηρώτησε, «Ποία;» και ούτοι είπον, «Τα περί Ιησού του Ναζωραίου, ος εγένετο Προφήτης μέγας» εν τω Ισραήλ και όμως όλαι αι χαρμόσυνοι ελπίδες ότι έμελλε να λυτρώση τον λαόν Αυτού κατέπεσον εις κόνιν, και όλαι αι κριταί πράξεις Του ενώπιόν του Θεού και του λαού ετελείωσαν προ δύο ημερών εις επονείδιστον

[λείπουν οι σελίδες 407 – 410. Το πιο κάτω κείμενο (μεταξύ των αγκυλών) είναι μεταφρασμένο στην δημοτική από το αγγλικό πρωτότυπο]

…στον σταυρό. Περιέγραψαν το αίσθημα φοβερής έκπληξης με το οποίο, εκείνη την ίδια μέρα – την Τρίτη μέρα, άκουσαν τις διαδόσεις των γυναικών για οράματα αγγέλων, και την βέβαιη μαρτυρία μερικών Αδελφών τους ότι ο τάφος ήταν άδειος τώρα. «Αλλά», πρόσθεσε ο ομιλητής με αναστεναγμό δυσπιστίας και λύπης – «αλλά Αυτόν δεν τον είδαν».

Τότε, επιπλήττοντάς τους για την έλλειψη νοημοσύνης τους και συναισθημάτων, o ξένος τους έδειξε πως σε όλη την Παλαιά Διαθήκη από τον Μωυσή και μετά υπήρχαν προφητείες όχι μόνο για την δόξα του Χριστού αλλά και για τα βάσανά του. Με τέτοια υψηλή συζήτηση έφθασαν κοντά στου Εμμαούς και ο ξένος φαινόταν ότι θα συνέχιζε τον δρόμο του, αλλά αυτοί τον πίεσαν να μείνει, και καθώς κάθισαν για να φαν το απλό φαΐ τους και Αυτός ευλόγησε και έκοψε το ψωμί, τα μάτια τους άνοιξαν και παρά την αλλαγμένη μορφή, ανεγνώρισαν ότι αυτός που ήταν μαζί τους ήταν ο Κύριος. Αλλά μόλις τον ανεγνώρισαν, Αυτός δεν ήταν πια μαζί τους. «Πώς η καρδιά μας δεν έκαιγε μέσα μας» αναφώνησαν ο ένας στον άλλον, «ενώ μας μιλούσε έτσι, καθώς μας εξηγούσε τις Γραφές;» Αμέσως σηκώθηκαν και γύρισαν πίσω στην Ιερουσαλήμ με τα παράξενα και χαρούμενα νέα. Και τους υποδέχθηκαν με την εκστατική διαβεβαίωση « Ο Κύριος αναστήθηκε πράγματι και εμφανίστηκε στον Σίμωνα!»

5. Μια φορά ακόμα, για Πέμπτη φορά αυτήν την Πασχαλινή μέρα που της αξίζει να την θυμόμαστε αιώνια, εμφανίστηκε ο Ιησούς στους Μαθητές του. Δέκα από αυτούς καθόντουσαν μαζί, με κλειστές τις πόρτες λόγω του φόβου των Ιουδαίων. Καθώς συνομιλούσαν μεταξύ τους και αντάλλασσαν τα ευτυχή νέα, ο Ιησούς εμφανίστηκε ανάμεσά τους με τα λόγια «Ειρήνη υμίν». Η ασυνήθιστη όψη του λαμπρού σώματος – η φοβερή σημασία ότι αυτός είχε αναστηθεί από τους νεκρούς – τους φόβισε. Η παρουσία του Κυρίου τους ήταν πράγματι σωματική, αλλά ήταν αλλαγμένη. Σκεφτόντουσαν ότι ήταν ένα πνεύμα που στεκόταν εμπρός τους. «Γιατί φοβάστε;» τους ρώτησε «και γιατί η καρδιά σας γεμίζει με ανήσυχες αμφιβολίες; Κοιτάξτε τα χέρια μου και τα πόδια μου για να διαπιστώσετε ότι είμαι εγώ· πιάστε με και δείτε· γιατί ένα πνεύμα δεν έχει σάρκα και οστά όπως βλέπετε ότι έχω εγώ.» Όπως τους μιλούσε τους έδειξε τα χέρια Του και το πλευρό Του. Και τότε, ενώ η χαρά, ο θαυμασμός και η δυσπιστία πάλευαν στην καρδιά τους, τους ρώτησε αν είχαν τίποτα να φάει, και για να τους καθησυχάσει, έφαγε ένα κομμάτι ψητό ψάρι εμπρός τους. Και μετά, ακόμα μια φορά τους είπε «Ειρήνη υμίν. Όπως ο Πατέρας μου με έστειλε, έτσι και εγώ σας στέλνω.» Και εκπνέοντας επάνω τους, είπε. «Παραλάβετε το Άγιο Πνεύμα. Σ’ όποιους συγχωρέσετε τις αμαρτίες, οι αμαρτίες τους θα συγχωρούνται· σε όποιους δεν τις συγχωρείτε, δεν θα συγχωρούνται.

Μόνο ένας από τους Απόστολους ήταν απών – Ο Θωμάς ο Δίδυμος. Ο χαρακτήρας του, όπως ήδη είδαμε, ήταν τρυφερός αλλά και μελαγχολικός. Σ’ αυτόν τα νέα φαινόντουσαν πολύ καλά για να είναι αληθινά. Μάταια οι άλλοι Μαθητές τον διαβεβαίωναν «Είδαμε τον Κύριο». Ευτυχώς για μας, αν και λιγότερο ευτυχώς για κείνον, διακήρυξε με έμφαση, ότι τίποτα δεν θα τον έπειθε, παρά μόνο αν έβαζε το δάκτυλό του στα σημάδια των καρφιών και τα χέρια του στο πλευρό Του. Μια βδομάδα πέρασε και οι πιστά καταγεγραμμένες αμφιβολίες του ανήσυχου Αποστόλου έμειναν ανικανοποίητες. Την όγδοη – ή θα πρέπει να πούμε την έβδομη κατοπινή μέρα – γιατί ήδη η ανάσταση είχε καταστήσει την πρώτη μέρα της βδομάδας ιερή στις καρδιές των Αποστόλων – οι έντεκα ήταν ξανά μαζεμένοι με κλειστές τις πόρτες. Ακόμα μια φορά φανερώθηκε ο Ιησούς σε αυτούς, και μετά την συνηθισμένη ευγενική και επίσημη ευλογία Του, κάλεσε τον Θωμά, και του ζήτησε να απλώσει το δάκτυλο του και να το βάλει στα χνάρια των καρφιών και να θέσει το χέρι του στην πληγή του δόρατος στο πλευρό Του, και να είναι «όχι άπιστος, αλλά πιστός». «Κύριέ μου και Θεέ μου!» αναφώνησε ο δύσπιστος Απόστολος, με μια έκρηξη απολύτου βεβαιότητας, «Επειδή Με είδες», είπε ο Ιησούς, «επίστεψες· ευλογημένοι είναι αυτοί που δεν είδαν και όμως πίστεψαν.»

Η επόμενη εμφάνιση του αναστημένου Σωτήρα ήταν προς επτά από τους Απόστολους στην Θάλασσα της Γαλιλαίας – Σίμωνα, Θωμά, Ναθαναήλ, τους γιούς του Ζεβεδαίου και δύο ακόμη – ίσως τον Φίλιππο και τον Ανδρέα – οι οποίοι δεν ονοματίζονται (κατ’ Ιωάννη xxi. 1-24). Οι επισκέψεις του Ιησού είχαν σταματήσει, και πριν να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ για την Πεντηκοστή ώστε να δεχτούν την υποσχεθείσα εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, ο Σίμωνας είπε ότι θα έπρεπε να ξαναρχίσει προσωρινά το παλιό επάγγελμά του, του ψαρά. Δεν υπήρχε πια κοινό πορτοφόλι, και μια που δεν είχαν μέσα επιβίωσης, αυτό φαινόταν ο λογικός τρόπος επίτευξης ενός ευπρεπούς τρόπου ζωής. Οι άλλοι πρότειναν να παν μαζί του, και βγήκαν στην θάλασσα το απόγευμα, μια και η νύχτα είναι η καλλίτερη ώρα για ψάρεμα. Όλη την νύχτα πάσχιζαν μάταια. Νωρίς την αυγή, στο ομιχλώδες λυκόφως, στην ακτή, είδαν την φιγούρα κάποιου που δεν αναγνώρισαν. Μια φωνή τους ρώτησε αν είχαν πιάσει τίποτα. «Όχι» ήταν η αποθαρρημένη απάντηση. «Ρίξτε τα δίχτυα σας στην δεξιά μεριά του σκάφους και θα βρείτε». Έριξαν το δίχτυ και αμέσως γέμισε τόσο με πληθώρα ψαριών, ώστε με δυσκολία το τράβηξαν. Το επεισόδιο ξύπνησε μέσα τους με τρομακτική δύναμη, την ανάμνηση προηγούμενων ημερών. «Είναι ο Κύριος», ψιθύρισε ο Ιωάννης στον Πέτρο· και αμέσως, ο ενθουσιώδης τύπος με την ζεστή καρδιά, δένοντας τον χιτώνα του ψαρά γύρω από τα λαγόνιά του, πήδηξε στην θάλασσα, να κολυμπήσει τις 100 γιάρδες που τον χώριζαν από τον Ιησού, και ρίχτηκε, βρεμένος από τα κύματα, στα πόδια Του. Πιο σιγά ακολούθησαν οι άλλοι, σέρνοντας το τεντωμένο αλλά ακέραιο δίκτυ με τα 153 ψάρια. Μια φωτιά έκαιε στην παραλία, λίγο ψωμί υπήρχε κοντά της και μερικά ψάρια ψηνόντουσαν στα πυρωμένα κάρβουνα. Ήταν μια σκηνή που ακόμα μπορεί να δει κανείς στις ακρογιαλιές της Γαλιλαίας. Και Αυτός που στεκόταν δίπλα της τους διέταξε να φέρουν και άλλα ψάρια από αυτά που είχαν πιάσει. Αμέσως ο Σίμων πετάχτηκε και βοήθησε με τα δυνατά του χέρια να σύρουν το δίχτυ στην στεριά. Και Αυτός που όλοι γνώριζαν ότι ήτο ο Κύριος, αλλά του οποίου η φωνή και η όψη έκαναν τις καρδιές τους να σταθούν με σεβασμό γεμάτο δέος, έτσι ώστε να μην τολμούν να τον ρωτήσουν, τους είπε, «Ελάτε και φάτε» και τους μοίρασε το ψωμί και τα ψάρια.

Το ευτυχισμένο γεύμα τέλειωσε σιωπηλά, και τότε ο Ιησούς είπε στον αδύναμο αλλά αγαπημένο του Απόστολο «Σίμωνα» (δεν ήταν ακόμα η ώρα να του ξαναδώσει το όνομα Πέτρος) «Σίμωνα, υιέ του Ιωνά, με τιμάς πιο πολύ από αυτούς ;»

«Ναι, Κύριε μου, το ξέρεις ότι Σε αγαπώ».

«Βόσκε τα αρνάκια μου».

Ο Σίμωνας είχε νιώσει στα φυλλοκάρδια του τι σήμαινε η ευγενική νουθεσία «πιο πολύ από αυτούς». Αναβίωνε στην μεταμελημένη ψυχή του τις καυχησιές που είχε εκφέρει με τόση σιγουριά ανάμεσα στους αδελφούς του «Αν και όλοι σκανδαλισθούν, εγώ δεν θα σκανδαλισθώ». Η αποτυχία τον είχε διδάξει ταπεινοφροσύνη, και έτσι δεν θα ζητούσε την πρωτοκαθεδρία στα αισθήματά του, ούτε θα υιοθετούσε την λέξη της ερώτησης του Σωτήρα, η οποία εμπεριείχε βαθιά τιμή και αφοσίωση και σεβασμό· αλλά θα χρησιμοποιούσε αντ’ αυτής την πιο αδύνατη λέξη, που όμως καλλίτερα έδειχνε τα ζεστά ανθρώπινα αισθήματα της καρδιάς του. Και την επόμενη φορά η ερώτηση του θύμισε με λιγότερο πόνο την παλιά του αυτοπεποίθηση, γιατί ο Ιησούς του είπε μόνο

– «Σίμωνα, γιέ του Ιωνά, Με τιμάς;»

Ξανά ο Απόστολος ταπεινά του απάντησε με τις ίδιες λέξεις όπως πριν –

«Ναι, Κύριε, ξέρεις ότι σε αγαπώ.»

«Φύλαξε τα πρόβατά μου».

Αλλά ο Σίμωνας Τον είχε τρις απαρνηθεί και έτσι ήταν αρμόζον ότι τρις έπρεπε να διακηρύξει την πίστη του. Ξανά, μετά από σύντομη παύση, ήρθε η ερώτηση – και αυτήν την φορά με την πιο αδύνατη αλλά και πιο ζεστή λέξη που ο ίδιος ο Απόστολος είχε διαλέξει —

««Σίμων, γιέ του Ιωνά, Με αγαπάς;»

Και ο Σίμωνας, βαθιά ταπεινωμένος και δυστυχισμένος αναφώνησε,

«Κύριε, ξέρεις τα πάντα· Βλέπεις ότι σε αγαπώ».

«Τάισε τα αγαπημένα αρνιά μου.» Μετά, με επισημότητα, πρόσθεσε «Πραγματικά όταν ήσουν πιο νέος ζωννόσουν ο ίδιος και περπάταες όπου ήθελες· μα σα γεράσεις, θ' απλώσεις τα χέρια κι’ άλλος θα σε ζώσει και θα σε πάει όπου δε θέλεις».

Ο Απόστολος τον κατάλαβε· ήξερε ότι αυτό υπονοούσε τα χρόνια της μελλοντικής του υπηρεσίας, τις αγωνίες του μελλοντικού του μαρτυρίου· αλλά τώρα δεν ήταν πια ο «Σίμων» αλλά ο «Πέτρος» – η καρδιά της πέτρας ήταν μέσα του· ήταν έτοιμος να ακολουθήσει την φωνή που του έλεγε «Ακολούθα με» μέχρι θανάτου. Κατά την διάρκεια της συνομιλίας περπατούσε δίπλα στον Ιησού, λίγα βήματα μπροστά από τους συντρόφους του. Κοιτώντας πίσω είδε τον Ιωάννη, τον σύντροφο που συμπαθούσε και τον Απόστολο που ο Ιησούς αγαπούσε να τους ακολουθεί αργά. Δείχνοντας τον, ρώτησε, «Κύριε, αυτός τι θα κάνει;» Η απάντηση ανέκοψε την επιπόλαιη περιέργειά του. «Εάν θελήσω να χρονοτριβήσει μέχρι να έρθω, τι σε αφορά εσένα αυτό; Εσύ να Με ακολουθήσεις.» Ο Πέτρος δεν τόλμησε να τον ρωτήσει περισσότερα και η απάντηση – που ήταν επίτηδες ασαφής – οδήγησε σε μεγάλη παρεξήγηση διαδεδομένη στην αρχική εκκλησία, ότι ο Ιωάννης δεν επέπρωτο να πεθάνει μέχρι να έλθει ο Χριστός. Ο απόστολος ήρεμα διορθώνει το λάθος αναφέροντας τους ακριβείς λόγους του αναστημένου Χριστού. Τον τρόπο του θανάτου του δεν γνωρίζουμε, αλλά γνωρίζουμε ότι έζησε περισσότερο από όλους τους αδελφούς του Μαθητές και ότι επέζησε την τρομερή συντριβή του έθνους του η οποία, μια και έκανε αδύνατη την αυστηρή υπακοή στις συνθήκες της Παλιάς Διαθήκης, άνοιξε σε όλο τον κόσμο ένα απρόσκοπτο μονοπάτι για την ίδρυση της Νέας Διαθήκης και για το Βασίλειο του Ουρανού, – ήταν κατά μια έννοια πιο αληθινή από κάθε γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία – ένας δεύτερος ερχομός του Κυρίου.

8. Ίσως ήταν σε αυτήν την περίσταση που ο Ιησούς είπε στους μαθητές του για το όρος της Γαλιλαίας όπου θα συναντούσε όλους που τον γνώριζαν και τον αγαπούσαν για τελευταία φορά. Εάν ήταν το Ταβόρ ή το όρος των Μακαρίων δεν γνωρίζουμε, αλλά περισσότεροι από πεντακόσιοι μαθητές του μαζεύτηκαν εκείνη την φορά με τους ένδεκα, και έλαβαν τις τελευταίες εντολές του Ιησού, να διδάξουν και βαφτίσουν σε όλα τα Έθνη· και την τελευταία υπόσχεση ότι θα ήταν μαζί τους πάντα, μέχρι το τέλος του κόσμου. Γράφοντας μετά από περισσότερα από είκοσι χρόνια από εκείνη την στιγμή, ο Άγιος Παύλος μας δίνει την αξιοσημείωτη μαρτυρία ότι η πλειονότητα των μαρτύρων της ανάστασης ζούσαν ακόμη, και ότι μόνο μερικοί «εκοιμήθησαν».

9. Μία ένατη παρουσίαση του Ιησού δεν έχει γραφεί στα Ευαγγέλια και την γνωρίζουμε από μια μόνο αναφορά από τον Άγιο Παύλο. «Σας ανέφερα» γράφει στην επιστολή του προς τους Κορινθίους (1 Κορ. Xv 3-8), «αυτό το οποίο παρέλαβα, πως ο Χριστός πέθανε για τις αμαρτίες μας, σύμφωνα με τις Γραφές· και ότι θάφτηκε και ]

πάλιν τη τρίτη ημέρα ηγέρθη, κατά τας Γραφάς, και ώφθη Κηφά, είτα τοις Δώδεκα· μετά τούτο, ώφθη πλείοσιν ή πεντακοσίοις αδελφοίς επί το αυτό… μ ε τ ά τ ο ύ τ ο, ώ φ θ η Ι α κ ώ β ω, είτα πάσι τοις Αποστόλοις. Τελευταίον δε πάντων, ωσπερεί τω εκτρώματι, ώφθη καμοί». Όσον αφορά την εις τον Ιάκωβον εμφάνισιν, ουδέν περιπλέον γνωρίζομεν, ειμή εκ παραδόσεως ουχί αυθεντικής.

Τεσσαράκοντα ημέραι παρήλθον ήδη από της Σταυρώσεως. Κατά τας 40 ταύτας ημέρας δεκάκις ή ενδεκάκις ώφθη εις ανθρωπίνους οφθαλμούς και εψηλαφήθη υπό χειρών ανθρωπίνων. Αλλά το σώμα δεν ήτο πλέον φθαρτόν, είχεν αφθαρτισθή, και μετέσχε της θεότητος, διά του τρόπου της «αντιδόσεως». Ο Καιρός είχεν έλθη ήδη ότε η επίγειος παρουσία Του έπρεπε ν' αναληφθή εξ ανθρώπων, και μέχρις ου επανέλθη εν δόξη ίνα κρίνη τον κόσμον. Συνήντησεν αυτούς εν Ιερουσαλήμ, και οδηγήσας αυτούς έως Βηθανία, προσέταξεν αυτούς να μένωσιν εν τη Αγία Πόλει εωσότου λάβωσι την επαγγελίαν του Πνεύματος. Περιέστειλε τας ανησύχους ερωτήσεις των περί χρόνων και καιρών, και εκέλευσεν αυτούς να είνε μάρτυρές Του εις όλον τον κόσμον. Οι τελευταίοι ούτοι αποχαιρετισμοί εγένοντο επί του Όρους των Ελαιών· και είτα υψώσας τας χείρας Του ευλόγησεν αυτούς, και, ενώ τους ευλόγει, διέστη απ' αυτών, και ανεφέρετο εις τον ουρανόν και νεφέλη ανέλαβεν Αυτόν, και έγεινεν άφαντος από των οφθαλμών των.

Возрастное ограничение:
12+
Дата выхода на Литрес:
28 сентября 2017
Объем:
620 стр. 1 иллюстрация
Переводчик:
Правообладатель:
Public Domain

С этой книгой читают