Читайте только на ЛитРес

Книгу нельзя скачать файлом, но можно читать в нашем приложении или онлайн на сайте.

Читать книгу: «Ιστορίες αλλόκοτες», страница 6

Шрифт:

Αλλ' εάν ο Χοπ-Φρωγκ με τα κακοφτιασμένα ποδάρια του δεν μπορούσε να κινηθή παρά με μεγάλην δυσκολίαν και κόπον επάνω εις ένα δρόμον ή εις ένα σανιδόστρωτο, εφαίνετο ότι η φύσις ηθέλησε ν' ανταμείψη την ατέλειαν των κάτω μελών του με βραχίονας, των οποίων η γιγαντιαία δύναμις των μυών επέτρεπε να κάμνη γύρους μιας καταπληκτικής ευστροφίας όταν ευρίσκετο εμπρός εις τα δένδρα, ή εις σχοινία ή εις άλλο οιονδήποτε πράγμα όπου μπορούσε να σκαρφαλώση. Με τας τοιούτου είδους ασκήσεις ωμοίαζε περισσότερον με σκίουρον ή με πίθηκον παρά με ένα βάτραχον.

Δεν θα ημπορούσα να είπω ακριβώς από ποίαν χώραν ο Χοπ-Φρωγκ είλκε την καταγωγήν του. Θα ήταν μάλλον από κάποιαν βάρβαρον χώραν, περί της οποίας δεν ήκουσε κανείς να ομιλούν και η οποία έκειτο εις μακράν απόστασιν από την αυλήν του βασιλέως μας. Ο Χοπ -Φρωγκ και μία μικρά κόρη, μόλις ολιγώτερον νάνος από αυτόν, με αστείαν αναλογίαν και η οποία εχόρευε θαυμάσια, απεσπάσθησαν από τας πατρικάς των φωλεάς και απεστάλησαν εις τον βασιλέα, ως δώρον, από ένα των στρατηγών του, τέκνον της νίκης.

Κατόπιν των περιστάσεων αυτών δεν πρέπει να εκπλαγώ διά την στενήν οικειότητα των δύο αυτών αιχμαλώτων. Και πραγματικώς έγειναν μετ' ολίγον αφωσιωμένοι φίλοι. Ο Χοπ-Φρωγκ, ο οποίος δεν είχε μεγάλην υπόληψιν παρά τους απείρους γύρους που έκαμνε, δεν ήτο εις κατάστασιν να προσφέρη πολλάς υπηρεσίας εις την Τριπέτταν· αλλ' αύτη με την χάριν της και την υψηλήν καλλονήν της έγεινεν εξαιρετικά θαυμαστή και εκλεκτή· διά τον λόγον αυτόν είχε και μεγάλην επιρροήν και δεν παρέλειπε ποτέ να την μεταχειρίζεται όταν εδίδετο αφορμή προς όφελος του Χοπ-Φρωγκ.

Επί προβλέψει, δεν γνωρίζω ποίας μεγάλης ευκαιρίας, ο βασιλεύς απεφάσισε να δώση ένα μπαλ-μασκέ. Και κάθε φοράν, όταν μια μασκαράτα ή κάτι άλλο παρόμοιον συνέβαινε, δεν άφιναν ευκαιρίαν να κάμουν έκκλησιν προς το ταλέντο του Χοπ-Φρωγκ και της Τριπέττας. Ο Χοπ-Φρωγκ, προ παντός, ήτο πολύ εφευρετικός όταν επρόκειτο να διοργανώση θεάματα, να παρουσιάση πρωτοτύπους ρόλους και να κατασκευάση ενδυμασίας διά μπαλ μασκέ, τους οποίους δεν μπορούσαν να δώσουν χωρίς την συνεργασίαν του.

Η ωρισμένη νύκτα διά τον χορόν έφθασε. Μία πολυτελής αίθουσα εστολίσθη, υπό την επίβλεψιν της Τριπέττας, με όλους τους νεωτερισμούς τους δυναμένους ν' αυξήσουν την εντύπωσιν της μασκαράτας. Όλη η αυλή ήτο εις πυρετόν αναμονής. Διά τας ενδυμασίας και τα πρόσωπα, φαντάζεται κανείς ότι ο καθείς εξέλεξε την ιδικήν του. Πολλοί ωρίσθησαν διά τους ρόλους που θα έπαιζαν, μίαν εβδομάδα ή ένα μήνα προηγουμένως και πραγματικώς δεν υπήρχε καμμία αοριστία ως προς το ζήτημα αυτό, εξαιρέσει μόνον των όσα απέβλεπον αποκλειστικώς τον βασιλέα και τους επτά υπουργούς. Διατί εδίσταζαν; Δεν μπορώ να το είπω. Ίσως να ήτο και αυτό τρόπος ευθυμολογίας εκ μέρους των. Αλλά πιθανώτερον είναι ότι το λίπος επεβράδυνε την επινόησιν των ιδεών. Ολοένα ο χρόνος επέρνα, και διά τούτο ο βασιλεύς ως τελευταίον καταφύγιον εζήτησε την Τριπέτταν και τον Χοπ-Φρωγκ.

Όταν οι δύο μικροί φίλοι υπήκουσαν εις την πρόσκλησιν του βασιλέως, τον εύρον καθισμένον να πίνη κρασί με τα επτά μέλη του υπουργικού συμβουλίου· αλλ' ο μονάρχης εφαίνετο ότι ήτο απελπιστικά δύσθυμος. Εγνώριζεν ότι ο Χοπ-Φρωγκ εμίσει το κρασί, διότι το κρασί διήγειρε τα νεύρα του πτωχού καμπουράκου μέχρι τρέλλας, και η τρέλλα δεν έχει τίποτε το εξαιρετικώς ευχάριστον. Αλλ' ο βασιλεύς αγαπούσε τας χονδράς φάρσας, και δι' ατομικήν του ευχαρίστησιν έδωκε να πίη ο Χοπ-Φρωγκ . . . διά να τον «ευχαριστήση», όπως έλεγεν.

– Έλα εδώ, Χοπ-Φρωγκ, είπε, την στιγμήν που ο γελωτοποιός και η φίλη του εισήρχοντο εις την αίθουσαν· πίε αυτό το ποτήρι εις υγείαν των απόντων φίλων σου (εδώ ο Χοπ-Φρωγκ αναστέναξε) και κίνησε την φαντασίαν σου προς χάριν μου. Μας χρειάζονται πρόσωπα, πρόσωπα με χαρακτήρα, κάτι το ανέκδοτον και ανώτερον του συνήθους. Έχομεν αρκετά κουραστικήν μονοτονίαν από τους χορούς αυτούς. Έλα να πιής. Το κρασί θα σου φωτίση τας ιδέας.

Ο Χοπ-Φρωγκ προσεπάθησε, όπως εσυνήθιζε, ν' απαντήση αστεία εις την πρότασιν του βασιλέως, αλλά τούτο ήτο ανώτερον των δυνάμεών του. Τότε ήτο η επέτειος των γενεθλίων του πτωχού νάνου, και η διαταγή να πιή «στην υγεία των απόντων φίλων» έφερε τα δάκρυα εις τα μάτια του. Έπεσαν βαρειά και πικρά, αυτά τα δάκρυα, εις την κούπα που την έπαιρνε ταπεινά από το χέρι του τυράννου.

– Χα! χα! χα! είπεν ο τελευταίος χάσκοντας από τα γέλοια, ενώ ο νάνος άδειαζε την κούπα με δυστροπίαν. – Να και το αποτέλεσμα ενός ποτηριού από κρασί! Τα μάτια έγειναν σαν αστραπή!.

Τον καϋμένον διαβολάκον! τα μάτια του ήστραπτον περισσότερον παρά έλαμπον διότι το αποτέλεσμα του κρασιού εις τον διεγερμένον εγκέφαλον ήτο όχι μόνον έντονον, αλλά και απότομον. Αφήκε νευρικά την κούπα στο τραπέζι και επροχώρησε ανάμεσα από εκείνους που τον περιέβαλλον με ένα μάτι κατά το ήμισυ τρελλό. Όλοι εφαίνοντο ότι ευχαριστούντο διά την ευθυμίαν της Α. Μεγαλειότητος.

– Και τώρα διά τας υποθέσεις μας, είπεν ο πρωθυπουργός, ένα πολύ πρόστυχο υποκείμενο.

– Ναι, είπεν, ο βασιληάς, εμπρός, Χοπ-Φρωγκ, βοήθησέ μας. Πρόσωπα με χαρακτήρα, μικρό μου. Μας πρέπει χαρακτήρ εις όλους μας. Χα! χα! χα!

Και σαν να ήτο αυτό θαυμάσια λέξις, όλοι οι επτά εξηκολούθησαν εν χορώ τα γέλοια.

Ο Χοπ-Φρωγκ εγέλασεν επίσης, αν και σιγαλά, και με ένα ύφος όλίγον αφηρημένον.

– Εμπρός, εμπρός, είπεν ο βασιληάς με ανυπομονησία, δεν ευρίσκεις τίποτα να επινοήσης;

– Προσπαθώ να εύρω κάτι το ανέκδοτον, απήντησεν ο νάνος με αφηρημένον ύφος, διότι ήτο τελείως ζαλισμένος από το κρασί.

– Προσπαθείς, απήντησεν ο τύραννος με αγριότητα. Τι εννοείς με αυτό; Α, εννοώ! μελαγχολείς και σου χρειάζεται ακόμη κρασί. Εμπρός. Πιέ προς χάριν μου και αυτό.

Και αφού εγέμισεν ένα άλλο ποτήρι κρασί το έτεινε προς τον καμπούρην, ο οποίος ηρκέσθη να το παρατηρήση, σαν να μη το ήθελε.

– Πιέ, σου λέγω, εφώναξε το θηρίον, ή θα σε πάρουν όλοι οι διάβολοι . . .

Ο νάνος εδίσταζεν· ο βασιληάς έγεινε κατακόκκινος από λύσσαν. Οι κόλακες εγελούσαν με αρκετήν διάθεσιν. Η Τριπέττα, ωχρά ωσάν μια αποθαμένη, επροχώρησε προς την έδραν του βασιλέως, και γονατισμένη στα πόδια του τον παρεκάλεσε να λυπηθή τον φίλον της.

Ο τύραννος την παρετήρησε καλά επί τινας στιγμάς, προφανώς κατάπληκτος από μίαν τέτοιαν τόλμην. Εφαίνετο ότι δεν ήξευρε τι να είπη, ούτε τι να κάμη ούτε πώς να εύρη μίαν έκφρασιν ισοδύναμον με την οργήν του. Εις το τέλος, χωρίς να προφέρη μίαν συλλαβήν, την έσπρωξε με βίαν από κοντά του και της επέταξε κατάμουτρα το ποτήρι γεμάτο από κρασί.

Το πτωχό κορίτσι εσηκώθηκεν όπως ημπορούσε καλύτερα, και χωρίς να βγάλη ούτε ένα αναστεναγμόν, επήρε την θέσιν της εις τα κάτω της τραπέζης.

Επί ένα λεπτόν επεκράτησεν απόλυτος σιγή· θα ημπορούσα ν' ακούσω ένα φύλλο ή ένα φτερό που πέφτει. Η σιωπή αυτή διεκόπη από ένα υπόκωφον τριγμόν, αλλά τραχύν και παρατεταμένον, ο οποίος εφαίνετο ότι έβγαινεν από τας τέσσαρας γωνίας της αιθούσης.

– Τι; τι; γιατί κάμνεις αυτόν τον θόρυβον; ηρώτησεν ο βασιληάς στρεφόμενος με οργήν προς τον νάνον.

Ο νάνος εφαίνετο ότι συνήλθεν από την μεγάλην του μέθην, και παρετήρει τον τύραννον κατάμουτρα, ατενώς και ασφαλώς. Ξαναφώναξε:

– Εγώ; Εγώ; Πώς μπορώ να είμαι εγώ;

– Ο ήχος εφαίνετο πώς ήρχετο από έξω, παρετήρησεν ένας από τους αυλικούς. Φαντάζομαι πως θα ήτο ο παπαγάλος εις το παράθυρον, και εκτυπούσε το ράμφος του εις τα σιδηρά σύρματα του κλωβού του.

– Είναι αληθές, απήντησεν ο Μονάρχης, ωσάν ν' ανεκουφίσθη από την εξήγησιν αυτήν· αλλά, μα την ιπποτικήν τιμήν μου, θα ωρκιζόμην ότι ήτο αυτός εδώ ο αλήτης που έτριξε τα δόντια.

Τότε ο νάνος ήρχισε να γελά (ο βασιληάς αγαπούσε πάρα πολύ τα γέλοια ώστε να μη θέλη να εμποδίση και άλλον από του να γελά) δείχνοντας ένα στρατό από μακρούς οδόντας, δυνατούς και με πολύ τρομακτικήν θέαν. Εξ άλλον εβεβαίωσεν ότι θα πίη όσο ήθελαν κρασί. Ο μονάρχης ησύχασε, και ο Χοπ-Φρωγκ, αφού εκένωσε και άλλο ποτήρι, χωρίς να φανή δυσαρεστημένος, εισήλθεν αμέσως και με μεγάλην επιτηδειότητα εις τα σχέδια της μασκαράτας.

– Δεν θα ημπορούσα να βεβαιώσω πώς εσχηματίσθη αυτή η συσχέτισις των ιδεών, παρετήρησε με φρόνησιν, και σαν να μη είχε δοκιμάσει κρασί εις την ζωήν του, αλλ' &ακριβώς&, όταν η Μεγαλειότης σας εκτύπησε την μικράν και επέταξε κρασί εις τα μούτρα της, ακριβώς όταν η Μεγαλειότης σας έκανεν όλα αυτά, και ενώ ο παπαγάλος επροξένει τόσον θόρυβον από την άλλην πλευράν του παραθύρου, μου επανήλθεν εις το πνεύμα μου μία μοναδική ευχαρίστησις, ένα από τα αστεία της χώρας μας, που τα συνηθίζομεν ημείς πολλάκις εις τας μασκαράτας, τα οποία όμως θα περάσουν εδώ ως ανέκδοτα. Δυστυχώς θα έπρεπε για το παιγνίδι αυτό μια συντροφιά από οκτώ πρόσωπα, και . . .

– Αι καλά, αλλ' ημείς ήμεθα οκτώ, εφώναξεν ο βασιλεύς, υπερήφανος διά την λεπτήν οξυδέρκειάν του, διότι ανεκάλυψε την σύμπτωσιν αυτήν. Ήμεθα οκτώ, ακριβώς – εγώ και οι επτά υπουργοί μου. Εμπρός. Ποιο είναι το παιγνίδι αυτό;

– Το λέμε, απήντησεν ο καμπούρης, &οι οκτώ δεμένοι ουραγγουτάγκοι,& και είναι αλήθεια ένα παιγνίδι πολύ ευχάριστον όταν ξεύρουν να το παίξουν.

– Αυτό είναι δουλειά μας, είπεν ο βασιληάς, σηκώνοντας και χαμηλώνοντας τα φρύδια.

– Το ευχάριστον εις το παιγνίδι, συνέχισεν ο Χοπ-Φρωγκ, σύγκειται εις τον τρόμον που προξενεί εις τας γυναίκας.

– Τέλεια, εγέλασαν εν χορώ ο βασιλεύς και οι υπουργοί του.

– Θα σας μεταμφιέσω εγώ ο ίδιος ως ουρακουτάγκους, εξηκολούθησεν ο νάνος, μπορεί να βασισθήτε εις εμέ. Η ομοιότης θα είναι τόσον καταπληκτική, ώστε οι μασκαρεμένοι θα σας εκλάβουν ως πραγματικά ζώα και, φυσικά, θα τρομάξουν τόσον, όσον και θα εκπλαγούν.

– Να ένα θαυμάσιον πράγμα, εφώναξεν ο βασιληάς, είμαι ικανός να σε κάμω ένα άνθρωπον.

– Αι αλυσίδες φέρονται με τον σκοπόν ν' αυξήσουν την σύγχυσιν με τον θόρυβόν των. Θα υποτεθή ότι εξεφύγατε όλοι τους φύλακάς σας. Η Μεγαλειότης σας δεν δύναται να έχη μίαν ιδέαν του αποτελέσματος που θα έχη μία μασκαράτα από οκτώ ουραγγουτάγκους δεμένους, τους οποίους η πλειονότης των παρευρισκομένων θα εκλάβη ως πραγματικούς ουραγγουτάγκους και οι οποίοι θα εισέβαλλον με αγρίας φωνάς μέσα εις κοινωνίαν ανδρών και γυναικών με κομψά και πολυτελή ενδύματα. Η αντίθεσις θα είναι αμίμητος.

Πρέπει να γείνη αυτό, είπεν ο βασιληάς, και επειδή αργούσε το υπουργικόν συμβούλιον, εσηκώθηκε αποτόμως διά να προηγηθή εις την εκτέλεσιν του σχεδίου του Χοπ-Φρωγκ. Ο τρόπος της μεταμφιέσεως του ομίλου των ουραγγουτάγκων ήτο πολύ απλούς, αλλά και αρκετός διά τον προβλεπόμενον σκοπόν. Την εποχήν αυτήν τα περί ου ο λόγος ζώα ήσαν ολίγον γνωστά εις τα διάφορα μέρη του πεπολιτισμένου κόσμου και φυσικά, αφού ο νάνος θα τους έδινε μίαν όψιν αρκετά κτηνώδη και πολύ δυσειδή, ο νάνος εθεωρείτο απηλλαγμένος από τα καθήκοντα της πιστής απεικονίσεως εκ του φυσικού. Ο βασιλεύς και οι υπουργοί εκλείσθησαν κατά πρώτον εις υποκάμισα και πανταλόνια πολύ στενά. Έπειτα επασαλείφθησαν με κατράμι. Την στιγμήν αυτήν της εκτελέσεως, κάποιος από την παρέαν επρόβαλλε την ιδέαν να μεταχειρισθούν και φτερά· αλλ' η ιδέα αυτή απεκρούσθη διαρρήδην από τον νάνον, ο οποίος επρόλαβε να καταδείξη εις τα οκτώ πρόσωπα με αδρά επιχειρήματα ότι το δέρμα του ουραγγουτάγκου δύναται να το απομιμηθή ακριβέστερον μεταχειριζόμενος λινόν. Συνεπώς ένα στρώμα από λινάτσα ετέθη επάνω εις το κατράμι. Επρομηθεύθησαν κατόπιν μακράν αλυσίδα.

Την επέρασαν πρώτα-πρώτα εις το σώμα του βασιλέως και την έδεσαν· έπειτα εις τον κορμόν ενός άλλου κυρίου της παρέας, τον οποίον και έδεσαν ομοίως, κατόπιν δε και όλους τους άλλους, κατά τον αυτόν τρόπον. Όταν αι προετοιμασίαι αύται ετελείωσαν, τα πρόσωπα της παρέας, απομακρυνόμενα όσον είναι δυνατόν το ένα από το άλλο, εσχημάτισαν ένα κύκλον διά να δώσουν εις το πράγμα ένα φυσικώτερον ενδιαφέρον· ο Χοπ-Φρωγκ κατώρθωσε το επιπλέον της αλύσου να το περάση διαγωνίως εις τον κύκλον των αλυσοδέτων κατά την σημερινήν εν χρήσει μέθοδον εκείνων που δένουν χιμπατζήδες ή πιθήκους μεγάλου είδους εις το Βόρνεο.

Το μεγάλο σαλόνι, μέσα εις το οποίον θα εγίνετο η μασκαράτα, ήτον ένα περιφερικό διαμέρισμα, πολύ υψηλό, και το οποίον δεν ελάμβανε το φως του ηλίου παρά από ένα μόνον άνοιγμα εις την οροφήν. Την νύκτα (καθ' όσον η σάλα περιωρίζετο διά τας εορτάς της νύκτας) ήτο φωτισμένη εις το μέσον από ένα τεράστιον πολυέλαιον κρεμασμένον με μίαν αλυσίδα από το κέντρον του άνω ανοίγματος, και ο οποίος ανέβαινε και κατέβαινε χάρις εις ένα σύνηθες αντιστάθμισμα· αλλά διά να μη χαλά το διακοσμητικόν περιβάλλον της σάλας, το βαρύδι αυτό ετοποθετείτο εις το εξωτερικόν του θόλου και επάνω από την στέγην. Η διευθέτητησις της σάλας αφέθη εις την επίβλεψιν της Τριπέττας· αλλά διά μερικάς λεπτομερείας ωδηγήθη, καθώς εφαίνετο, από την ασφαλεστέραν κρίσιν του φίλου της νάνου. Εις την συμβουλήν αυτής οφείλεται και η αφαίρεσις του πολυελαίου επί τη ευκαιρία ταύτη. Η διάλυσις του κηρού, του οποίου τα σταλάγματα δεν θα ημπορούσαμεν ν' αποφύγωμεν εις μίαν υπερθερμασμένην ατμόσφαιραν, θα έβλαπτον υπερβολικά τα πολυτελή ενδύματα των προσκεκλημένων, οι οποίοι ένεκα του συνωστισμού εις την αίθουσαν θα ηναγκάζοντο να σταθμεύουν εις το κέντρον, δηλαδή κάτω από τον πολυέλαιον. Καντηλέρια πολλά ετοποθετήθησαν εις τα διάφορα σημεία της αιθούσης κατά τρόπον που να μη ενοχλούν το πλήθος και ανά ένας φανός, από τον οποίον ανεδίδοντο φιλάρεσκα αρώματα, ετοποθετήθη εις το δεξιόν χέρι των Καρυάτιδων που ήσαν βγαλμέναι εις τον τοίχον και αι οποίαι ήσαν πεντήκοντα ή εξήκοντα εν όλω.

Κατά την συμβουλήν του Χοπ-Φρωγκ, οι οκτώ ουραγγουτάγκοι επερίμεναν υπομονητικά το μεσονύκτιον, διά να γεμίση όλη η αίθουσα από μάσκας, προτού να κάμουν την εμφάνισίν των. Μόλις το ωρολόγιον έκρουε το τελευταίον κτύπημά του, τότε εισέβαλον ή, διά να είπωμεν καλύτερα, εκυλούσαν ο ένας επάνω εις τον άλλον εις την σάλαν, διότι, καθώς ήσαν μπερδεμένοι με τα δεσμά των, μερικοί έπεσαν, και όλοι εσκόνταψαν, τουλάχιστον όταν έμπαιναν.

Η συγκίνησις των προσκεκλημένων υπήρξε μεγάλη και έδωκεν εις τον βασιλέα ωραίαν και χαριτωμένην διάθεσιν. Όπως ηλπίζετο, πολλοί από τους προσκεκλημένους εξέλαβον τα δημιουργήματα αυτά με την τόσον αγρίαν όψιν των πραγματικώς ως ζώα κάποιου είδους, αν όχι ακριβώς ως ουραγγουτάγκους. Πολλαί γυναίκες ελιποθύμησαν από τον τρόμον, και εάν ο βασιλεύς δεν ελάμβανε την προφύλαξιν ν' απαγορεύση εις την αίθουσαν πάσαν οιανδήποτε οπλοφορίαν, όλος ο όμιλος θα επλήρωνε την αστειότητα αυτήν με το αίμα του. Μία γενική επίθεσις εγένετο προς τας θύρας· αλλ' ο βασιλεύς διέταξε να τας κλείσουν ασφαλώς μετά την είσοδόν του, και τη συμβουλή του νάνου αι κλείδες εδόθησαν εις τα χέρια του.

Ενώ ο θόρυβος ήτο εις το κατακόρυφόν του, και ενώ κάθε μάσκα δεν εσκέπτετο παρά διά την ιδικήν της ασφάλειαν – διότι υπήρχε πραγματικός κίνδυνος ως εκ της ανεμοζάλης του κατατρομαγμένου πλήθους – έβλεπαν την άλυσον, την κρατούσαν συνήθως τον πολυέλαιον, να καταβαίνη βαθμιαίως, μέχρις ότου το βαρύδιον το προσκολλημένον εις το άκρον της αλύσου έφθασε εις τρεις πόδας άνωθεν του πατώματος.

Μετ' ολίγον ο βασιλεύς και οι επτά σύντροφοί του, αφού εσκόνταψαν εις την σάλαν, εις όλας τας διευθύνσεις, ευρέθησαν τέλος εις το κέντρον, και φυσικά εις άμεσον επαφήν με την αλυσίδα. Ενώ ήσαν έτσι τοποθετημένοι, ο νάνος, ο οποίος δεν απεμακρύνθη ούτε σπιθαμήν απ' αυτούς, τους υπέμνησε να προφυλαχθούν από την απειλουμένην σύγχυσιν, έπειτα έλαβε την αλυσίδα των εις το σημείον όπου τα δύο μέρη, τα οποία διέσχιζον τον κύκλον, ετέμνοντο εις ορθήν γωνίαν. Γρήγορα σαν την σκέψιν, ετοποθέτησε μέσα εκεί το βαρύδιον, από όπου συνήθως εκρέματο ο πολυέλαιος, και εν ριπή οφθαλμού ο πολυέλαιος εκινήθη από κάποιαν αόρατον δύναμιν, ανεσύρθη πολύ προς τα άνω, διά ν' αφήση το βαρύδιον υψηλά, και επομένως ν' ανασύρη τους ουραγγουτάγκους στιβαγμένους σαν σταφύλια τον ένα επάνω εις τον άλλον, και τον ένα απέναντι του άλλου.

Την στιγμήν αυτήν αι μάσκαι συνήλθαν ολίγον από τον θόρυβόν των, και αφού ήρχισαν να θεωρούν όλην την σκηνήν ωσάν κωμωδίαν που παρεσκευάσθη με μεγάλην επιτηδειότητα, έβγαλαν ένα τρομακτικόν γέλωτα, όταν είδαν τους πιθήκους εις την στάσιν αυτήν.

– Φυλάξατέ τους μου! εφώναξε τότε ο Χοπ-Φρωγκ, και η οξεία φωνή του υπερίσχυσεν ευκόλως του θορύβου. Φυλάξατέ τους, νομίζω ότι τους γνωρίζετε. Εάν ημπορούσα μόνον να τους εξετάσω ήσυχα, θα ημπορούσα να σας είπω ποίοι ήσαν!

Εδώ, αφού εσηκώθηκε επάνω από τα κεφάλια του πλήθους, ευρήκε μέσον να πλησιάση τον τοίχον επήρεν ένα φανάρι από μια από τας καρυάτιδας, επανήθεν όπως επήγεν εις το κέντρον της αιθούσης, επήδησε με ευκινησίαν πιθήκου επάνω από το κεφάλι του βασιλέως, και από εκεί εσκαρφάλωσεν εις την αλυσίδα ολίγα βήματα παραπάνω, και χαμηλώνων τον κορμόν διά να εξετάση το ουραγγουτάγκειον σταφύλι, εφώναξε δυνατά :

«Θα σας είπω ποίος είναι!»

Και τότε, ενώ όλη η συγκέντρωσις, με αυτούς ακόμη τους πιθήκους, εξερράγη εις γέλωτας, ο γελωτοποιός έκαμεν αποτόμως ένα εκκωφαντικόν σύριγμα· η αλυσίδα ανέβηκε και πάλιν τριάκοντα πόδας, παραλαμβάνουσα μαζί της και τους ουραγγουτάγκους κατατρομαγμένους και ταραγμένους, και τους άλλους κρεμασμένους εις τον αέρα, εις το μέσον του άνω ανοίγματος του θόλου και του πατώματος. Ο Χοπ- Φρωγκ, ο οποίος ήτο δεμένος στην αλυσίδα, ανέβηκε συγχρόνως με αυτήν, πάντοτε εις την ιδίαν θέσιν με τας οκτώ μάσκας, κατεβάζοντας πάντοτε τον κορμόν του διά να ίδη τάχα ποίοι ήσαν. Όλοι οι παρευρισκόμενοι εθορυβήθησαν τόσον πολύ από την ανάβασιν, ώστε επεκράτησε νεκρική σιγή, η οποία διήρκεσε ένα λεπτόν περίπου. Εταράχθη με ένα τριγμόν υπόκωφον και σκληρόν, όμοιον με εκείνον που προσείλκυσε την προσοχήν του βασιλέως και των συμβούλων την στιγμήν κατά την οποίαν η Τριπέττα εδέχθη εις το πρόσωπον το περιεχόμενον του κυπέλλου του. Αλλ' αυτήν την φοράν δεν υπήρχε τρόπος να ερωτήση τις από που προήρχετο ο θόρυβος αυτός. Ήρχετο από την σιαγόνα του νάνου, ο οποίος έσφιγγε τα δόντια του και τα έκαμνε να τρίζουν, με το σάλιο εις το στόμα, παρατηρών με έκφρασιν υπερβολικής λύσσης τας φυσιογνωμίας του βασιλέως και των επτά συντρόφων του, των οποίων τα πρόσωπα εστράφησαν προς αυτόν.

– Α! Α! είπεν εις το τέλος ο γελωτοποιός μανιώδης. Α! Α! τώρα αρχίζω να βλέπω ποίοι είναι αυτοί εδώ οι άνθρωποι. Και προσποιούμενος ότι βλέπει τον βασιλέα από πολύ κοντά, επλησίασε τον κατραμωμένον φανόν, από τον οποίον εβγήκεν αποτόμως ένα σεντόνι από μεγάλας φλόγας. Το πολύ σε ένα δευτερόλεπτον οι οκτώ ουραγγουτάγκοι εκαίοντο σκληρά μέσα εις τας κραυγάς του πλήθους, το οποίον τους παρατηρούσεν από κάτω με μεγάλην φρίκην και ανίκανον να δράμη εις βοήθειάν των.

Εις το τέλος, επειδή αι φλόγες ηύξησαν αιφνιδίως πάρα πολύ, ηνάγκασαν τον γελωτοποιόν να σκαρφαλώση ολίγον υψηλότερα εις την άλυσον διά ν' αποφύγη τον κίνδυνον. Όταν προέβαινεν εις το έργον, αποκατεστάθη και πάλιν νεκρική σιγή. Ο νάνος επωφελήθη την περίστασιν διά να επαναλάβη τον λόγον.

– Τώρα, είπε, βλέπω ακριβώς ποίον είδος ανθρώπων είναι αυταί αι μάσκαι. Είναι ένας μεγάλος βασιλιάς και οι επτά ιδικοί του σύμβουλοι, ένας βασιλιάς, ο οποίος δεν είχε κανένα όνειδος να κτυπήση ένα μικρό κορίτσι απροστάτευτο, και οι επτά του σύμβουλοι, οι οποίοι τον ενεθάρρυναν εις την σκληρότητά του αυτήν. Όσον δι' εμέ είμαι απλώς ο Χοπ-Φρωγκ ο γελωτοποιός, και αυτό εδώ είναι η εσχάτη μου γελωτοποίησις . . . .

Χάρις εις την μεγάλην συναρμολογίαν του λινού και του κατραμιού που προσεκόλλουν τον ένα με τον άλλον, ο νάνος, μόλις ετελείωσε τον μικρόν του λόγον, είδε το έργον της εκδικήσεως εντελώς εκπληρούμενον. Τα οκτώ σώματα αιωρούντο με τας αλυσίδας των, δυσώδης μάζα, μαύρη, δυσειδής και συγκεχυμένη. Ο καμπούρης έρριψε την δάδα και εσκαρφάλωσε με επιτηδειότητα ως την οροφήν διά της οπής, διά της οποίας εξηφανίσθη. Θα νομίση τις ότι η Τριπέττα, τοποθετημένη εις την στέγην της αιθούσης, υπήρξεν η συνένοχος του φίλου της εις την τρομεράν εκδίκησίν του, και ότι έφυγαν ομού εις την χώραν των, διότι κανείς δεν επανείδε ποτέ ούτε τον ένα ούτε την άλλην 1.

Η κατήγορος καρδία

Μάλιστα! . . . νευρικός, πολύ νευρικός, τρομερά νευρικός! Πάντοτε υπήρξα τέτοιος και θα είμαι αιωνίως! Αλλά διατί επιμένετε να λέγετε ότι είμαι τρελλός; Αι δυστυχίαι ελέπτυναν τα νεύρα μου, αλλά δεν τα μετέβαλαν, ούτε τα εξησθένησαν. Καλύτερον από όλας τας άλλας αισθήσεις διατηρώ την ακοήν ιδιαιτέρως εξαιρετικήν. Ήκουα το παν – παν ό,τι ήτο δυνατόν να ακούσω εις τον ουρανόν και εις την Γιν· ήκουσα πολλά πράγματα σχετιζόμενα με τον Άδην. Τότε πώς θα ήτο δυνατόν να είμαι τρελλός; Ακούσατε! Και σημειώσατε με ποίον λογικόν και συστηματικόν τρόπον θα σας διηγηθώ εν εκτάσει την ιστορίαν. Δεν θα ημπορούσα να είπω πώς κατά πρώτον η ιδέα εισεχώρησεν εις τον εγκέφαλόν μου· αλλ' αφ' ότου την συνέλαβα, με συνεκλόνισεν ημέρα και νύκτα. Αιτία δεν υπήρχε. Το πάθος δεν συνέβαλεν εις τίποτε. Αγαπούσα αυτόν τον γέροντα. Ποτέ δεν μου έκαμε κακόν. Ποτέ δεν με προσέβαλε. Το χρυσάφι του; Ποτέ μου δεν το εφθόνησα. Νομίζω, ότι επρόκειτο διά το μάτι του! Μάλιστα δι' αυτό! Ένα από τα μάτια του ήτο όμοιον με το μάτι γυπός. Ένα μάτι γαλανά ωχρό, με ασπράδι προς τα επάνω. Κάθε φορά που το μάτι του έπεφτε επάνω μου επάγωνε το αίμα μου. Και να, ότι βαθμιαίως ωλίσθησεν εις το πνεύμα μου η σκέψις ν' αφαιρέσω την ζωήν από τον γέροντα αυτόν, και ν' απαλλαγώ τοιουτοτρόπως από το μάτι του.

Επί του παρόντος, ιδού το ζήτημα. Φαντάζεσθε ότι είμαι τρελλός, αλλ' οι τρελλοί δεν γνωρίζουν τίποτε! Έπρεπε να παρατηρήσετε, έπρεπε να ιδήτε πόσον εστάθην συνετός κατά την διάρκειαν της υποθέσεως αυτής . . . . με πόσην προφύλαξιν, με πόσην πρόνοιαν, με πόσην μυστικότητα εξετέλεσα το έργον μου αυτό. Ποτέ δεν εσυμπάθησα άνθρωπον περισσότερον από τον γέροντα αυτόν καθ' όλην την προηγουμένην εβδομάδα της δολοφονίας. Και κάθε νύκτα, όταν ήρχετο το μεσονύκτιον, έστρεφα το ρόπτρον της θύρας του και την άνοιγα! ω! τόσον ήσυχα! Και τότε, όταν το άνοιγμα ήτο αρκετόν διά να περάση η κεφαλή μου, έβαζα μέσα ένα κρυφοφάναρο, κλειστό, πολύ κλειστό, διά να μη φεύγη κανένα φως, και τότε επερνούσα το κεφάλι μου εις το δωμάτιον. Ω! θα είχετε γελάσει εάν εβλέπατε όταν έβαζα το κεφάλι μου, με πόσην προφύλαξιν το έβαζα! Το επροχώρουν αργά, πολύ αργά, διά να μη ταράξω τον ύπνον του γέροντος. Έπρεπε να παρέλθη τουλάχιστον μία όλη ώρα έως να χώσω το κεφάλι μου μέσα εις την οπήν, αρκετά μακράν διά να τον ίδω αναπαυόμενον επάνω εις το κρεββάτι του. Α! Πώς ένας τρελλός θα ήτο τόσον γνωστικός; Και τότε, όταν το κεφάλι μου ευρίσκετο μέσα εις το δωμάτιον, άνοιγα το φανάρι μου με προφύλαξιν, ω! με πόσην προφύλαξιν, διότι αι στρόφιγγες έτριζαν – το μισάνοιξα τόσον, ώστε να είναι δυνατόν το πέρασμα μιας λεπτής δέσμης φωτός, την οποίαν διηύθυνα εις το γύπειον μάτι. Και αυτό, το επανέλαβα, επί επτά όλας νύκτα – κάθε νύκτα το μεσονύκτιον ακριβώς. Αλλά πάντοτε εύρισκα το μάτι κλειστόν και ούτω δεν ήτο δυνατόν να θέσω εις πέρας τον σκοπόν μου, διά τον απλούστατον λόγον ότι εκείνο που με ετάρασσε δεν ήτο ο γέρων αλλά το μάτι. Και κάθε πρωί, όταν εξημέρωνεν, επήγαινα αποφασιστικά εις το δωμάτιόν του, και του ωμιλούσα ελεύθερα, μεταχειριζόμεμος το όνομά του με πολύ φιλικόν τόνον, και ερωτών πώς είχε περάσει την νύκτα. Όπως λοιπόν βλέπετε καλά, είναι πολύ αληθές ότι τίποτε δεν συνέβη απρόοπτον εις τον γέροντα, ώστε να υποψιασθή ότι κάθε νύκτα, ακριβώς την δωδεκάτην ώραν, τον παρετήρουν να κοιμάται.

Την ογδόην νύκτα, μετεχειρίσθην μεγαλυτέραν αφ' ό,τι συνήθως προφύλαξιν διά ν' ανοίξω την θύραν.

Ο ωροδείκτης ενός ωρολογίου προχωρεί ταχύτερον από το ιδικόν μου χέρι. Ποτέ, μέχρι της νυκτός αυτής, δεν είχα εις καλυτέραν κατάστασιν όλας τας πνευματικάς δυνάμεις μου, όλην μου την φρόνησιν. Μόλις ήτο δυνατόν να συγκρατήσω τα αισθήματά μου από ικανοποίησιν. Σκεφθήτε ότι ήμουν εκεί, ότι ήνοιγα την πόρταν λίγο- λίγο και ότι ο γέρων δεν ήτο δυνατόν να διανοηθή τας πράξεις ούτε τας σκέψεις τας οποίας έκρυπτα. Και όμως δεν ημπόρεσα να κρατήσω ένα ελαφρόν σαρκασμόν, τον οποίον ο γέρων ήκουσε πιθανώς, διότι έκαμε μίαν αιφνιδίαν κίνησιν εις την κλίνην του, ωσάν να εσκίρτα. Τότε νομίζετε αναμφιβόλως ότι έφυγα . . . αλλά καθόλου, Η πυκνότης του σκότους καθίστα το δωμάτιον μαύρο σαν την πίσσα, διότι τα παράθυρα ήσαν ερμητικώς κλεισμένα από τον φόβον των λωποδυτών. Βεβαιωμένος ότι δεν ημπορούσε να διακρίνη το άνοιγμα της πόρτας, εξηκολούθησα να την σπρώχνω κανονικά-κανονικά.

Είχα το κεφάλι εις το εσωτερικόν του δωματίου και ητοιμαζόμην ν' ανοίξω το φαναράκι, όταν ο αντίχειρ μου ωλίσθησεν ανοίγοντάς το, καμωμένον από λευκοσίδηρον, και ο γέρων ανεσκίρτησεν εις το κρεββάτι του φωνάξας:

– Ποιος είν' εκεί;

Έμεινα πραγματικώς ακίνητος και δεν είπα λέξιν. Επί μίαν όλην ώραν δεν εκίνησα ούτε ένα μυώνά μου, και όλος αυτός ο χρόνος επέρασε χωρίς να τον ακούσω ν' αποκοιμηθή. Έμεινεν εις το κρεββάτι του, κατά το ήμισυ ορθός, και ήκουεν, όπως συνήθιζε πολλάκις επί πολλάς νύκτας διαδοχικώς, προσέχων εις το ωρολόγιον του θανάτου, που ήτο κρεμασμένον εις τον τοίχον.

Τέλος ήκουσα ένα ασθενή αναστεναγμόν, και αντελήφθην ότι ήτο μία διαμαρτυρία προερχομένη από επιθανάτιον τρόμον. Δεν ήτο πόνος δυστυχίας ή βασάνου. Ω! όχι! Αλλ' ο χαμηλός και συγκαλυμμένος ήχος που εσηκώνετο από το βάθος μιας βασανισμένης από την στενοχώρια ψυχής.

Δεν ήτο άγνωστος ο ήχος αυτός. Πόσας φοράς, την νύκτα, το μεσονύκτιον ακριβώς, όταν ο κόσμος όλος εκοιμάτο, πόσας φοράς εβγήκεν από το δικό μου στήθος, και εβάρυνε με τον τρομακτικόν ήχον του το βάθος του σκότους που με ετρόμαζε. Λέγω ότι δεν ήτο άγνωστος. Εγνώριζα ό,τι εδοκίμαζεν ο γέρων, και τον ελυπούμην, αν και εγελούσα από το βάθος της καρδιάς μου. Εγνώριζα ότι ήτο ανασηκωμένος από τον πρώτον μικρόν θόρυβον και ότι εστράφη εις το κρεββάτι του. Έκτοτε ο τρόμος δεν έπαυσεν αυξάνων. Έκαμεν όλα τα δυνατά διά να πεισθή ότι ο τρόμος αυτός ήτο χωρίς αιτίαν, αλλά δεν κατώρθωσε να το επιτύχη. Είπε μόνος του : «δεν είνε τίποτα, είνε ο άνεμος μέσα εις το τζάκι ή το κάτω κάτω ένας ποντικός που τρέχει εις το πάτωμα», ή το περισσότερον : «είνε αναμφιβόλως απλούστατα η κραυγή ενός γρύλου». Ναι: έκαμε τα αδύνατα των αδυνάτων να λάβη θάρρος με τοιαύτας υποθέσεις. Αλλ' απέβησαν εις μάτην. Όλαι αι προσπάθειαι είναι μάταιαι, διότι ο θάνατος προσεγγίζει, επέρασεν από εμπρός του με την μαύρην του σκιάν, με την οποίαν καλύπτει το θύμα του. Και ακριβώς ηπλούτο επ' αυτού η θλιβερά επίδρασις της αοράτου σκιάς, αν και αυτός δεν ημπορεί ν' ακούση ούτε και να ιδή· του κατέστησεν αντιληπτήν την παρουσίαν της κεφαλής εις το εσωτερικόν του δωματίου.

Αφού επερίμενα επί πολύ, με μεγάλην υπομονήν, χωρίς να τον ακούσω να ξαναπλαγιάση, απεφάσισα ν' αποκαλύψω ολίγο το φανάρι μου – αλλά λιγούτσικα, ω! τόσο λιγούτσικα! Το απεκάλυψα, δεν μπορείτε να φαντασθήτε, πόσον λαθραία, μέχρις ότου επί τέλους μία ωχρά ακτίς, όπως ένα νήμα αράχνης, εβγήκεν από την ρωγμήν του φανού και έπεσεν επάνω εις το μάτι που έμοιαζε ωσάν γυπός. Ήτο ανοικτό, πολύ ανοικτό, ορθάνοικτο· η θέα αυτή με κατέστησεν αλλόφρονα. Το είδα κατά τρόπον τελείως καθαρόν, ολογάλανο, από ένα ξέθωρο γαλανόχρωμα με την αθλίαν δέσμην φωτός που απεδίδετο εξ αυτού και ένοιωσα να παγώνη το μυαλό εις τα κόκκαλά μου. Αλλά δεν ημπορούσα να ίδω το υπόλοιπον του προσώπου του γέροντος, ή όλον τον πρόσωπόν του. Διότι με ένα ενστικτώδη τρόπον διηύθυνα την ακτίνα ακριβώς εις το καταδικασμένον σημείον. Και την στιγμήν αυτήν – δεν σας έχω είπει ότι εκεί όπου βλέπετε τρέλλαν δεν υπάρχει πραγματικώς παρά μία υπεραισθησία των αισθήσεών μου; – την στιγμήν αυτήν, λέγω, να που ένας θόρυβος ελαφρός εκτύπησεν εις το αυτί μου, ένας θόρυβος απονεκρωμένος, ταχύς ωσάν τον θόρυβον ωρολογίου περιβεβλημένου βάμβακα. Τον ήχον αυτόν τον εγνώριζα αρκετά καλώς. Ήτο η καρδιά του γέρου που εκτύπα. Καθώς ο κρότος του τυμπάνου κεντρίζει τα θάρρος του στρατιώτου, ο θόρυβος αυτός δεν έκαμεν άλλο τίποτε από του ν' αυξήση την μανίαν μου.

Συνεκρατήθην ακόμη ολίγον, και εστάθηκα εμβρόντητος. Μόλις ανέπνεα. Εκρατούσα το φανάρι ακίνητον. Με πόσην επιμονήν προσπαθούσα να κρατήσω την ακτίνα ακριβώς επάνω εις το μάτι. Και κατά τον χρόνον αυτόν η καρδία επετάχυνε το υποχθόνιον εωθινόν της. Εγίνετο επί μάλλον και μάλλον ταχύς και επί μάλλον και μάλλον ευδιάγνωστος. Ο τρόμος του γέροντος έφθανεν εις το κατακόρυφον. Ο θόρυβος, λέγω, από στιγμής εις στιγμήν εγένετο περισσότερον διακεκριμένος . . . Καταλαβαίνετε καλά; σας είπα ότι ήμουν νευρικός; είμαι, ναι. Και ιδού ότι εις αυτήν εδώ την φρικώδη ώραν της νυκτός, εν μέσω της νεκρικής σιγής της παλαιάς αυτής οικίας, τόσον παράδοξος ήτο ο ψίθυρος, ώστε μου επροξένησεν ακατανόμαστον τρόμον· εν τούτοις ολίγα λεπτά ακόμη εκρατήθηκα και δεν έβγαλα τσιμουδιά. Αλλά το τικ-τακ επεταχύνετο πάντοτε, πάντοτε. Εσκεπτόμην ότι η καρδιά θα εκραγή. Και τότε νέα ανυπομονησία με κατέλαβεν: – ο θόρυβος αυτός, αν τον ήκουε κανείς γείτονας! Η ώρα του γέροντος ήχησε. Με ένα μεγάλο ούρλιασμα απεκάλυψα το φαναράκι και επήδηοα εις το δωμάτιον. Δεν έβγαλε παρά μίαν κραυγήν, παρά μίαν μόνην. Σε μια στιγμή τον έρριψα κάτω, τον εθρυμμάτισα ρίψας επάνω του όλον το βάρος της κλίνης. Τότε εγέλασα εύθυμα, βλέποντας ότι ήρχισε το έργον. Αλλά επί πολλά λεπτά η καρδιά εξηκολούθει να κτυπά με πνιγμένον ήχον. Αλλ' όμως κανείς τόσον αδύνατον ήχον δεν μπορούσε πλέον ν' ακούση διά μέσου του τοίχου. Τέλος εσταμάτησεν. Ο γέρων είχεν αποθάνει. Ξανάβαλα το κρεββάτι εις την θέσιν του και παρετήρησα τον νεκρόν. Ναι, ήτο άκαμπτος ως νεκρός. Εστήριξα το χέρι εις το μέρος της καρδιάς και το εκράτησα έτσι επί τινα λεπτά. Δεν εκτυπούσε πλέον. Ο γέρος ήτο άκαμπτος, νεκρός. Τέλος το μάτι του δεν θα με ετρόμαζε πλέον!

Εάν επιμένετε να με νομίζετε τρελλόν, η ιδέα αυτή θα εξαλειφθή όταν θα σας περιγράψω τα συνετά μέτρα τα οποία μετεχειρίσθην διά να εξαλείψω το σώμα. Η νύκτα επερνούσε, και έπρεπε να περατώσω το έργον μου γρήγορα χωρίς θόρυβον. Προ παντός άλλου επελέκισα τον νεκρόν· του έσπασα το κεφάλι, τους βραχίονας και τας κνήμας, έπειτα απέσπασα τρεις μεγάλας σανίδας και τον ετοποθέτησα μέσα εις το πάτωμα. Μετά τούτο ξανάβαλα τας σανίδας με τόσην επιτηδειότητα, που κανένα μάτι ανθρώπινον, ούτε το ιδικόν του ακόμη, δεν θα ηδύνατο να διακρίνη τίποτε το ακανόνιστον. Δεν είχα τίποτε να πλύνω – ούτε την ελαχίστην οιανδήποτε κηλίδα, ούτε το ελάχιστον σημείον αίματος. Προς τούτο έλαβα όλα τα μέτρα μου. Το παν εξηφανίσθη μέσα εις ένα πακέτο, α! α!

Όταν το έργον αυτό ετελείωσεν, ήταν τέσσαρες πρωί και έκαμνε τόσον σκοτάδι όσον και τα μεσάνυκτα.

Όταν το ωρολόγι εκτυπούσεν αυτήν την ώραν, ένα κτύπημα αντήχησεν εις την πόρταν του δρόμου. Κατέβηκα ν' ανοίξω με ελαφρά καρδιά, διότι τι είχα πλέον να φοβηθώ; Τρεις άνθρωποι εισήλθαν, με σοβαρόν ύφος, ωσάν αξιωματικοί της αστυνομίας. Ένας γείτονας είχεν ακούσει κραυγήν κατά το μεσονύκτιον. Συνέλαβαν την υπόνοιαν μήπως συμβαίνη κανένα δυστύχημα και οι αξιωματικοί αυτοί ανέλαβαν το έργον της ανακρίσεως.

Εγέλασα, διότι, και πάλιν το λέγω, τι ημπορούσα να φοβηθώ; Είπα καλημέρα εις τους κυρίους αυτούς. Την κραυγήν, εφώναξα, ήμουν εγώ που την έβγαλα στον ύπνο μου. Όσον διά τον γέροντα, εξηκολούθησα, ευρίσκεται εις την εξοχήν. Ωδήγησα τους επισκέπτας μου εις όλας τας γωνίας της οικίας μου. Τους εβίασα να ζητούν, να ζητούν επιμελώς. Τους ωδήγησα τέλος εις το ιδικόν του δωμάτιον. Τους έδειξα το χρήμα του, που ήταν όλο εκεί και το οποίον κανείς δεν το ήγγισεν. Από την μεγάλην μου πεποίθησιν ετακτοποίησα τα καθίσματα εις το δωμάτιον και τους παρεκάλεσα ν' αναπαυθούν εκεί.

1.Είνε κάπως ωφέλιμον να υπενθυμίσωμεν ότι η είδησις ενεπνεύσθη από κάποιο ιστορικόν γεγονός, το οποίον συνέβη εις την Γαλλίαν κατά την βασιλείαν του Καρόλου VI. Επί τη ευκαιρία του γάμου ενός ιππότου του Βερμαντοά με μίαν δεσποινίδα της βασιλίσσης ο βασιλεύς έδωσεν ένα χορόν. Ένας από τους υπασπιστάς του προέτεινε να μεταμορφωθή, με πέντε άλλους φεουδάρχας, εις αγρίους, διά να προκαλέσουν έκπληξιν εις τας κυρίας. Ενεδύθησαν με τεμάχια λινού, έβαλαν μέσα πίσσα, και εκάλυψαν όλον το σώμα των με πτερά και στουπί. Όταν ενεφανίσθησαν εις την σάλαν, κανείς δεν ημπορούσε να τους αναγνωρίση. Οι πέντε ήσαν προσδεδεμένοι ο ένας μαζί με τον άλλον, και ο βασιλεύς τους ωδήγει εις τον χορόν. Ένας αφηρημένος επλησίασε κατά τύχην ένα φανόν και η πίσσα επήρε φωτιά· σε μια στιγμή όλοι ευρέθησαν εις τας φλόγας. Η δούκισσα του Berry, αφού ανεγνώρισεν επί τέλους τον βασιλέα, τον εκάλυψε με τον μανδύαν της, και ούτω τον έσωσεν.
Возрастное ограничение:
0+
Дата выхода на Литрес:
26 июля 2019
Объем:
140 стр. 1 иллюстрация
Переводчик:
Правообладатель:
Public Domain

С этой книгой читают