Читайте только на ЛитРес

Книгу нельзя скачать файлом, но можно читать в нашем приложении или онлайн на сайте.

Читать книгу: «Μελέται: 10 άρθρα του στον «Νουμά»», страница 4

Шрифт:

Α' ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΜΕΝΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ

Δημοσιεύτηκε στον αριθ. 383 του «Νουμά» (17 του Φλεβάρη 1908). Είχε πρωτοτυπωθεί σε φυλλάδιο ξεχωριστό στην Πόλη, όπου τότε έμενε ο Δραγούμης ως Γραμματέας της Ελλ. Πρεσβείας. Ύστερ' από λίγους μήνες έβγαλε πάλι σε φυλλάδιο, τη Β' &Προκήρυξή& του, με τον τίτλο «Η ΜΙΚΡΗ ΠΑΤΡΙΔΑ» και ύστερ' από ένα χρόνο πρωτοτύπωσε στο «Νουμά» την Γ' Προκήρυξη «στους ξεσκλαβωμένους και στους αξεσκλάβωτους Έλληνες, γιατί ελεύτεροι Έλληνες δεν υπάρχουν πια ή ακόμη» με τον τίτλο «ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ». Και οι τρεις αυτές &Προκήρυξες& που κλειούν όλη την εθνικιστική και πολιτική ιδεολογία του Δραγούμη, εκρίθηκε απαραίτητο να δημοσιευτούνε σε τούτο το βιβλίο, στη σειρά, κατά τη χρονολογική τους τάξη.

ΕΛΛΗΝΙΚΑ χ ώ μ α τ α είναι κείνα που χιλιάδες χρόνια τώρα τα κατοικούν και τα δουλεύουν Έλληνες, εκείνα που μέσα τους είναι θαμένα τα κόκκαλα από χιλιάδες Ελληνικές γενεές.

Η ελεύθερη Ελλάδα, με τα νησιά, της και την Κρήτη, η Ήπειρο, η Μακεδονία, η Θράκη, ένα μέρος της Μικρασίας και όλα τα νησιά του Μαρμαρά και της Άσπρης Θάλασσας είναι ελληνικά χώματα.

Τα ελληνικά χώματα τα ορίζουν άλλα οι Έλληνες και άλλα οι

Τούρκοι.

Οι Έλληνες ορίζουν τα λιγώτερα, δηλαδή την Ελλάδα και την Κρήτη. Και οι Τούρκοι όλα τ' άλλα. Μόνο η Σάμο είναι μισοανεξάρτητη. Την Κύπρο την ορίζουν, μαζί με τον Τούρκο, οι Άγγλοι.

Γύρω τριγύρω στα ελληνικά χώματα ζούνε λογής άλλα έθνη.

Καθώς βλέπετε στο χάρτη (5), στα βορεινά κατοικούν οι Αρβανίτες, οι Σέρβοι και οι Μαυροβουνιώτες, οι Βούλγαροι και οι Ρωμάνοι. Πάνω από τη Μικρασία, στα βορεινά, κατοικούν οι Ρώσσοι, έπειτα χαμηλότερα οι Αρμεναίοι, οι Πέρσες και κάτω κάτω οι Άραβες.

Κοντά στα ελληνικά χώματα, πέρα από την Κέρκυρα, κατοικούν οι Ιταλοί, στη δική τους τη χερσόνησο.

Λοιπόν πολλοί λαοί βρίσκονται γύρω μας. Κ' επειδή ξέρουν πως η Τουρκιά γρήγορα θα αποτραβηχτεί από την Ευρώπη, όλοι αυτοί οι γειτονικοί μας λαοί κοιτάζουν ποιος να πρωταρπάξει τους τόπους, που, φεύγοντας, θ' αφήσουν οι Τούρκοι. Και οι τόποι αυτοί είναι η Ήπειρο, η Μακεδονία, η Θράκη, η Αλβανία και η Παλιά Σερβία. Από τους τόπους αυτούς οι τρεις πρώτοι, καθώς το είπαμε, είναι ελληνικοί. Πολλοί από τους γειτόνους μας λοιπόν έχουνε βάλει στο μάτι κ' ελληνικά χώματα.

Οι πιο χειρότεροι μας εχθροί, δηλαδή οι πιο επικίνδυνοι, είναι οι Σ λ ά β ο ι. Και Σλάβοι είναι οι Ρώσσοι, Σέρβοι, Μαυροβουνιώτες, Βούλγαροι, και άλλοι, που κατοικούν μες στην Αυστρία. Αυτοί όλοι πασκίζουν να μας τυλίξουν από παντού, να μας ρημάξουν και να μας πνίξουν. Οι Ρ ώ σ σ ο ι, που έχουν και το μεγαλύτερο σλαβικό κράτος, μας έχουν στήσει φανερό πόλεμο. Μα και οι Α υ σ τ ρ ι α κ ο ί μας κατατρέχουν πιο κρυφά και πιο επιτήδεια. Και οι δυο τους βάζουν τους μικρότερους σλαβικούς λαούς, – πότε τον ένα, πότε τον άλλο, (δηλαδή τους Σέρβους και Βουλγάρους), – να μας χτυπούν, να μας βασανίζουν, να μας αδυνατίζουν, για ν' αρπάξουν ευκολώτερα, μόλις παρουσιαστεί περίσταση, τα ελληνικά τα χώματα. Οι Αυστριακοί βάζουν κι άλλους (τους Αλβανούς, τους Εβραίους, τους Φραγκολεβαντίνους και τους Ρουμάνους). Οι Ρώσσοι πάλι κατεβαίνουν κι από την Ασία, για να μας περικυκλώσουν. Στον Άγιο Τάφο, στην Ιερουσαλήμ, έχουνε στρατόπεδο από καλογέρους και προσκυνητάδες, και όλο κι αγοράζουν τόπους, χτίζουνε μοναστήρια και προσκυνήματα. Και αλλού, όπου και νάβρουν, αγοράζουν τόπους και χτίζουνε μοναστήρια, στο Άγιον Όρος, κοντά στη Θεσσαλονίκη (Μακεδονία), στον Άγιο Στέφανο, κοντά στην Πόλη (Θράκη), στον Τσεσμέ, κοντά στη Σμύρνη, (Μικρασία). Τι τα θέλουν τα τόσα μοναστήρια οι άγιοι τούτοι άνθρωποι, ο Θεός το ξέρει. Μα πρέπει, να το ξέρουμε και μεις. Σκοπός των Ρώσσων είναι να πάρουν την Πόλη και τα Στενά, (Βόσπορο και Δαρδανέλλια.), να φτάσουν κι από την Ευρώπη κι από την Ασία ως στην Άσπρη Θάλασσα, και να μην αφήσουν το Ελληνικό το έθνος να μεγαλώσει.

Σ τ η Μ α κ ε δ ο ν ί α κ α ι σ τ η Θ ρ ά κ η είναι βαλμένοι οι Βούλγαροι, να μας σφάζουν και να μας ρημάζουν. Σκοτώνουν ανθρώπους, καιν αμπέλια, χωράφια, δέντρα, καταστρέφουν εκκλησιές και σκολειά, κάνουνε στάχτη χωριά ολάκερα. Τώρα, σ' αυτά τα μέρη, γίνεται κ' ένα άλλο κακό, που πρέπει κι αυτό να το ξέρουμε. Από τα μέρη της Ευρωπαϊκής Τουρκιάς οι Τούρκοι σιγά σιγά φεύγουνε κατά την Ασία, γιατί νοιώθουν πως σε λίγο δε θα μείνει πια ψωμί γι' αυτούς στην Ευρώπη. Φεύγοντας, αφίνουν τα χωράφια και τα τσιφλίκια τους, και τα παίρνουν οι Σλάβοι. Αλλά, από τα ίδια μέρη, και δικοί μας φεύγουνε στην ξενιτιά για να μαζέψουν τους θησαυρούς του Κροίσου, που θα τους βρούνε τάχα εκεί, σκορπισμένους στους δρόμους. Τη θέση λοιπόν των δικών μας πάλε οι Σλάβοι τη παίρνουν, για οι Εβραίοι, γιατί και τούτοι αγοράζουνε μεγάλα τσιφλίκια και φέρνουν Σλάβους χωριάτες να τους τα οργώσουν. Το κατάλαβε η σλαβική προπαγάντα και σαν καλό της φάνηκε να κατεβαίνουν Σλάβοι στα νότια και να ζυγώνουν στην Άσπρη Θάλασσα, στη Θράκη και στη Μακεδονία, σε τόπους δηλαδή ελληνικούς, και ναγοράζουνε χτήματα. Αυτός είναι μεγάλος κίντυνος για το έθνος μας, για όσους έχουνε μάτια και βλέπουν. Γυρεύουν οι Σλάβοι σιγά σιγά να μας πάρουν το χ ώ μ α .

Στην Ή π ε ι ρ ο και στη Μ α κ ε δ ο ν ί α μνήσκουν και κάμποσοι Ελληνόβλαχοι, σκόρπιοι σε διάφορες πολιτείες και χωριά. Αυτούς, με την αφορμή τάχα πως είναι συγγενείς τους, βάλθηκαν οι Ρουμάνοι να μας τους πάρουν και να τους κάμουν Ρουμάνους. Φωνάζουν οι κακόμοιροι οι Βλάχοι πως δεν είναι Ρουμάνοι, πως δε θέλουν να είναι άλλο παρά Έλληνες. Οι Ρουμάνοι, τίποτε. Με το ζόρι θα τους κάμουν δικούς τους. Τους Ρουμάνους σ' αυτό τους το φέρσιμο τους υποστηρίζουν και άλλοι, οι Γερμανοί, οι Αυστριακοί και οι Τούρκοι, που γυρεύουν με κάθε τρόπο να μας αδυνατίσουν. – Για την ίδια αιτία έχουνε βάλει οι Γερμανοαυστριακοί και τους Εβραίους να μας χτυπούν στη Μακεδονία, Αυτοί φυσικά, εμπορικός και τραπεζιτικός λαός, μας κάνουν συναγωνισμό μέσα σ' όλη την Τουρκιά. Αυτούς λοιπόν ηύραν κ' έκαμαν πλάτες τους οι ΓερμανοΑυστριακοί για να διαδώσουν το εμπόριο τους και τα προϊόντα τους, και σύγκαιρα να μας αδυνατίσουν εμάς.

Στην Α λ β α ν ί α κάθονται οι Αρβανίτες, συγγενικός μας λαός, που εχθρεύεται τους Σλάβους. Όμως κι αυτούς έχουνε φαρμακώσει οι Αυστριακοί εναντίο μας, και οι Ιταλοί το ίδιο, γιατί και οι δυο τους γυρεύουν να πάρουν την Αρβανιτιά. Μας βάζουν λοιπόν ζιζάνια και τρωγόμαστε με τους Αρβανίτες, τους κολακεύουν αυτούς, &τους& λεν πως είμαστε εχθροί τους και τους αναγκάζουν να μας κυνηγούν στην Ήπειρο για να μας αδυνατίσουν. Αλλά τους γέλασαν τους Αρβανίτες πως είμαστε εχθροί τους, πως δε θέλουμε να προκόψουν μήτε να φτιάσουν κι αυτοί το έθνος τους. Τους Αρβανίτες εμείς τους αγαπούμε, είναι αδέρφια μας και θέλουμε το καλό τους, και έχουμε, όπως κ' εκείνοι, εχθρούς τους Σλάβους. Λοιπόν πάντα αδελφικά μαζί τους πρέπει να ζούμε, μαζύ να πολεμούμε τους Σλάβους.

Κοντά σ' όλους αυτούς είναι και οι Τ ο ύ ρ κ ο ι. Ορίζουν ακόμα τους τόπους που τους έχουνε στο μάτι τα γειτονικά μικρά και μεγάλα έθνη. Μα οι Τούρκοι, είναι ξένοι καταχτητές, ήρθαν και θα φύγουν πάλι. Αυτοί τουλάχιστο δε θέλησαν ή δεν κατάφεραν ποτέ να πάρουν τη θρησκεία, τη γλώσσα, τον εθνισμό μας. Ενώ οι άλλοι λαοί που μας περιτριγυρίζουν και το θέλουν και το καταφέρνουν, Γι' αυτό είναι και πιο επικίνδυνοι από τους Τούρκους. Αλλά οι Τούρκοι δεν ξέρουν να φυλάξουν το έθνος μας από τις επιβολές, των τριγυρινών εθνών. Και δυστυχώς οι Τούρκοι δεν ξέρουν ούτε να κυβερνήσουν δίκαια τους λαούς που κατάχτησαν, και γι' αυτό όλοι όσοι έχουν να κάμουνε μαζί τους, έ ν α μονάχα γυρεύουν, πώς να τους ξεφορτωθούν μια ώρα αρχήτερα. Σεις οι σκλαβωμένοι Έλληνες, που σας ορίζουν οι Τούρκοι, ξέρετε πόσο δυνατή είναι η λαχτάρα σας για να ξεσκλαβωθήτε από τα χέρια τους.

Ούτε έγινε, ούτε και τώρα γίνεται ό,τι έπρεπε, για να ξεσκλαβωθούνε τα ελληνικά χώματα, και να ενωθεί όλη η Ελληνική φυλή, να κάμει έ ν α, μ ε γ ά λ ο, ε λ ε ύ θ ε ρ ο κ α ι δ υ ν α τ ό Ελληνικό κράτος. Όπως είμαστε κομματιασμένοι, εμείς οι Έλληνες, μένουμε αδύνατοι, δε δουλεύουμε όλοι μαζί μ' ένα σκοπό, δεν πολεμούμε όπως έπρεπε τους εχθούς μας. Κι όμως και καιρό είχαμε, και χρήματα δε μας λείψανε, για ν' αγωνιστούμε, να καταφέρουμε την ένωσή μας. Θα πει πως δεν είμαστε αρκετά άνθρωποι, αρκετά ανεξάρτητοι, για να σηκώσουμε κεφάλι κατεπάνω στον Τούρκο. Κ' έχουμε χρέος να γίνουμε άνθρωποι, γιατί γύρω μας είναι κίνδυνοι, που χρειάζονται άνθρωποι, δυνατοί, αληθινοί Έλληνες, για να τους νικήσουν.

Ας πάρουμε πρώτα εκείνους που έχουν και μπορούν να δώσουν χρήμα για το κοινό καλό. Απ' αυτούς πολλοί είναι φιλάργυροι, δε δίνουν ποτέ τους τίποτε, ούτε για την ψυχή των αποθαμένων τους – άλλοι σκορπούν τα χρήματά τους για δική τους διασκέδαση, – άλλοι χαρίζουν χρήματα, (δωρεές και κληροδοτήματα) για το έθνος τάχα, – άλλοι με τα χρήματά τους κάνουν επιχείρησες γεωργικές, εμπορικές, ναυτικές, βιομηχανικές, που δίνουνε δουλειά σε αναρίθμητα χέρια. Τα δυο τελευταία είδη είναι τα καλλίτερα. Ας κοιτάξουμε ως τόσο μια στιγμή εκείνους, που δίνουν για φιλάνθρωπα έργα. Τους κοστίζει να δίνουν και να μην ακούγεται τόνομά τους, και ίσως δίνουνε μόνο και μόνο για ν' ακούγεται. Γι' αυτό τους αρέσουν τόσο τα χτίρια που φαίνουνται σαν παντοτεινά κι αχάλαστα, και μπορεί κανείς να γράψει επάνω με χρυσά γράμματα τόνομά του. Κάποτε δίνουν κι άμα τους τύχει κανένα δυστύχημα και γυρεύουν να βρούνε συχώρεση, γι' αμαρτίες. Δε μας μέλει το πώς και γιατί δίνουν, φτάνει που δίνουν και δεν είναι σαν άλλους τσιγκούνηδες. Αλλά πρέπει άλλο να προσέχουμε, δηλαδή το π ο ύ δίνουμε τα χρήματά μας. Δυστυχώς οι πλούσιοί μας τα χρήματά τους τ' αφίνουν οι περισσότεροι σε νοσοκομεία, και λένε πως τ' αφίνουνε στο έθνος, σα νάταν το έθνος άρρωστο. Όπως πάμε, θα καταντήσουν τα νοσοκομεία του έθνους να έχουν τόσα κρεβάτια, όσα κρεβάτια χρειάζονται, για να μπει σε κρεβάτια όλο το έθνος, δηλαδή δέκα εκατομμύρια άνθρωποι. Και τότε πια θα ησυχάσουν οι πλούσιοι μας ή θα ξενιτευτούν, για να μπορέσουν και τάλλα έθνη να τ' αρρωστήσουν και να τα χώσουν σε κρεβάτια μέσα. Αλήθεια η φιλανθρωπία μας τελειωμό δεν έχει!

Ως τόσο, απ' αυτά που είπαμε παραπάνω, από τους κίνδυνους του έθνους, καταλαβαίνετε, πιστεύω, και μονάχοι σας, πού θα ήταν καλλίτερα να μαζεύουνταν και να πήγαιναν τα χρήματά μας. Για να το δήτε όμως πιο ξάστερα, σας τα βάζω κάτω ένα ένα τα έργα που μπορούν και πρέπει να γίνουν με τα χρήματά μας και με την ενέργειά μας.

Α'). Χρειάζεται ν' αγοράζουμε τσιφλίκια στα υπόδουλα μέρη και να βάζουμε δικούς μας χωριάτες να τα δουλεύουν, να βγάζουν το ψωμί τους και να κερδίζουν κιόλας. Τα μέρη αυτά είναι πλούσια, γιατί και το χώμα είναι καλό, και δάση βρίσκουνται και βουνά, και νερά πολλά τρεχάμενα και στεκάμενα, κ' έτσι μπορεί το χρήμα να βγάλει κι άλλες δουλειές στη μέση, χτηνοτροφία, βιομηχανία και μεταλλουργία, (χαλιά, υφάσματα μάλλινα και μεταξωτά, νήματα, τυριά, βουτύρατα, κρασιά, ψάρια, ζάχαρη, γυαλί, μάρμαρα κτλ.). Έτσι και τα χώματα τα Ελληνικά θα μένουνε σ' ελληνικά χέρια, και ο λαός θα βρίσκει καλή δουλειά και θα γλυκαίνεται και θα μνήσκει στον τόπο του και θα πληθαίνει και θα πλουταίνει, χωρίς να πηγαίνει σε ξένους τόπους για νάβρει καλλίτερα.

Β'). Το ίδιο να κάνουμε και στο ελεύθερο βασίλειο. Να γίνουν μεγάλες επιχείρησες, γεωργικές, βιομηχανικές, εμπορικές, ναυτικές. Η Θεσσαλία μπορεί να θρέψει χιλιάδες ανθρώπους ακόμη. Έχει όμως ανάγκη από υδραυλικά έργα για να γίνει καλλίτερη και σιγουρότερη η καλλιέργεια και η εσοδιά. Είμαστε ναυτικό έθνος, και όμως μια ατμοπλοϊκή εταιρία της προκοπής για επιβάτες από την Αθήνα στην Πόλη, στη Θεσσαλονίκη και στη Σμύρνη δεν υπάρχει. Και μεταλλεία άπειρα έχει ο τόπος μας, και πόσα άλλα. Πρέπει να βρίσκει δουλειά ο λαός. Ο τόπος μας έχει να μας θρέψει, έννοια σας, φτάνει να ξέρουμε νανοίγουμε δουλειές, και τότε θα βρίσκουμε γλύκα στον τόπο μας.

Γ'). Σα θέλει κανείς και καλά να χτίσει χτίρια για να μείνει τ' όνομά του αθάνατο, ας χτίσει στρατώνες και αποθήκες, υδραγωγεία, γεφύρια, ας φτειάσει δρόμους και σιδερόδρομους, ας ναυπηγήσει πολεμικά καράβια. Θα πείτε, γιατί να μη χτίσει και σκολειά; Μα γι' αυτό θα μιλήσουμε αμέσως παρακάτω.

Δ'). Σκολειά στην Ελλάδα δε χρειαζόμαστε· έχουμε αρκετά, και δημοτικά, και γυμνάσια και πανεπιστήμιο. Τα γυμνάσια στην Ελλάδα είναι πάρα πολλά μάλιστα. Να ήταν τρόπος να έδιναν οι πλούσιοί μας χρήματα για να κλειστούνε μερικά. Γιατί τα γυμνάσια βγάζουν ανθρώπους όχι της δουλειάς, μα χασομέρηδες και ακαμάτες που γυρεύουνε θέσες. Κ' οι τέτοιο άνθρωποι είναι ψώρα σ' έναν τόπο. – Και μολονότι το πανεπιστήμιο που έχομε, κι αυτό πολύ μας πέφτει, βρέθηκε κάποιος πλούσιος να μας φτειάσει και δεύτερο. Κρίμα στα χρήματα!

Σκολειά χρειαζόμαστε αλλού. Σκολειά – όχι με χτίρια μεγαλόπρεπα, παρά απλά, παστρικά κι αερικά – όχι γυμνάσια, παρά δημοτικά σκολειά, γι' αγόρια και για κορίτσια και νηπιαγωγεία, – όχι με πολλούς δασκάλους και δασκάλες, παρά μ' ένα, δυο ή τρεις το πολύ, μα καλούς, καλοπληρωμένους, να αγαπούνε τα παιδιά και τη δουλειά τους, και να ξέρουνε τι περιμένει το έθνος απ' αυτούς και από τα σκολειά του, – τέτοια σκολειά χρειάζουνται στην Τουρκιά (στην Ανατολή και τη Ρούμελη) και μάλιστα εκεί που δε μιλούν ακόμα οι Έλληνες καλά τα ελληνικά, παρά ανακατώνουν και τούρκικα και σλαβικά.

Ε'). Χρήματα χρειάζεται και ο στρατός και ο στόλος. Να, λοιπόν πού μπορούσαν να πηγαίνουνε κάμποσα χρήματά μας. Γιατί, σημειώστε το καλά, δε μιλούμε μονάχα στους πλούσιους, μιλούμε σ' όλους, και σε κείνους που μόνο μια δεκάρα μπορούν για το γενικό καλό να χαρίσουν το χρόνο. Όλοι μας έχουμε χρέος να βοηθήσουμε για ναγοράζονται και να δουλεύονται τσιφλίκια και χωράφια να γίνονται, σκολειά εκεί που χρειάζονται, να βρίσκεται πάντα έτοιμος και καλογυμνασμένος ο στρατός, να δουλεύεται το χώμα το Ελληνικό όσο μπορεί περισσότερο και καλλίτερα, και ούτε μια σπιθαμή γης να μη μείνει ανόργωτη.

Πλούτος δεν είναι το χρήμα. Πλούτος είναι η δ ο υ λ ε ι ά. Ποτέ δεν είμαστε φτωχοί, όσο μπορούμε και δουλεύουμε. Και πρέπει πρώτ' απ' όλα να δουλεύουμε στον τόπο μας και να τον καλοδουλεύουμε τον τόπο μας σαν κάτι που το αγαπούμε περισσότερο από κάθε άλλο πράμα. Πρέπει να καταλάβουμε, μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί, πως το ξενίτεμα δεν είναι καλό πράμα, όσο έμεινε αδούλευτος ο τόπος μας και το έθνος μας δεν έγινε δυνατό και μεγάλο για να μπορεί να ζήσει δίχως τη βοήθεια όλων των παιδιών του. Μας χρειάζεται σιμά της η πατρίδα, να μας έχει στο χέρι. Δεν είναι σωστό να της ξεφεύγουμε. Έπειτα, καθώς είπαμε, τα ελληνικά τα χώματα μ π ο ρ ο ύ ν να μας θρέψουν, είναι λογής λογής, και τα περισσότερα πλουτοφόρα. Αντί να πηγαίνουμε στην Αμερική και στην Αφρική, μπορούμε, όσοι δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τη δουλειά στον τόπο μας, να πηγαίνουμε σ' άλλους ελληνικούς τόπους κι όχι στη ξενιτιά. Όλη η ελληνική γη θέλει δούλεμα γερό. Της λείπουν τα χέρια, γιατί τα παιδιά της την αφίνουν και φεύγουν, και γιατί τα ελληνικά κεφάλαια μένουν τα περισσότερα νεκρά. Αν εξακολουθήσει να γίνεται αυτό, θάρθουνε σίγουρα, σήμερα αύριο, ξένοι να εκμεταλλευτούν τον τόπο μας. Κοιτάξετε, άρχισε να γίνεται αυτό που λέμε. Οι Γερμανοί με τα όλα τους, σαν ακρίδες, έπεσαν στη Μικρασία. Αφού οι ξένοι έρχονται να δουλέψουνε στον τόπο μας, θα πει πως ο τόπος μας έχει αξία, και πλούτο, και δουλειά, για να θρέψει πολλούς ανθρώπους.

Πρέπει να καταλάβουμε και τούτο· πως χρέος μας απαράβατο είναι να κάνουμε όλοι το στρατιωτικό μας, για να είμαστε γυμνασμένοι κ' έτοιμοι για κάθε αγώνα, και προ πάντων για τον αγώνα που πρέπει ναρχίσει για την ένωση της φυλής.

Και τους φόρους έχουμε χρέος να τους πληρώνουμε ταχτικά, οι ελεύθεροι Έλληνες, όπως οι σκλαβωμένοι τις συνεισφορές τους για το στρατό και το στόλο.

Λέμε πως το έθνος μας είναι φτωχό και χρήματα δεν έχει για να πορεύεται και να κάμει και τους μεγάλους σκοπούς. Κι όμως το έθνος μας θα είναι πλούσιο, αν τα παιδιά του όλα είναι γερά και της δουλειάς, αν δε βαρυούνται τον κόπο, αν δουλεύουνε και κερδίζουν, αν κάνουν πρόθυμα το στρατιωτικό τους, και αν πληρώνουν τα δοσίματα που τους ζητεί το έθνος για να προκόψει κι αυτό το ίδιο και το κάθε άτομο.

Φτωχοί και πλούσιοι, μικροί και μεγάλοι, όλοι μας, αυτά να έχουμε στο νου, κι αυτά να τα κάνουμε πράξη, κ' η προκοπή θαρθεί μονάχη της.

Η ΜΙΚΡΗ ΠΑΤΡΙΔΑ

Δημοσιεύτηκε στον αριθ. 292 (11 του Μάη 1908) του «Νουμά». Είχε πρωτοβγεί στην Πόλη τις μέρες κείνες σε φυλλάδιο ξεχωριστό κ' είταν η Β' ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ &στους σκλαβωμένους και στους ελευθερωμένους Έλληνες&. Δεν ξαίρω αν τις Προκήρυξες αυτές τις έβγαζε το Δημοτικιστικό «&Αδερφάτο&» της Πόλης, ή η «&Οργάνωσις της Κωνσταντινουπόλεως&», που ο Δραγούμης είταν ένας από τους ιδρυτές και τους κυριώτερους μοχλούς της.

Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ή το χωριό που μας γέννησε, είναι η μ ι κ ρ ή μ α ς π α τ ρ ί δ α, είτε σε νησί βρίσκεται, είτε σε κάμπο – σε μεσόγειο ή σε παραθαλάσσιο.

Στα χωριά τα σπίτια είναι γνώριμα, και οι άνθρωποι σα να συγγενεύουν. Όλοι ξέρουν όλους, και τα τριγυρινά τους πράγματα. Άλλο από γειτονιές δεν υπάρχει.

Χαράματα σηκώνεται ο άντρας, βουτά μια κομμάτα ψωμί στο κρασί του, και με το δισάκκι και την τσάπα, με το ζώο που θα οργώσει και με το παιδί του, πάει στο χωράφι, στ' αμπέλι ή στο μποστάνι. Σηκώνεται κ' η γυναίκα του και πάει στη βρύση για νερό. Το κορίτσι νοικοκυρεύει το σπίτι και την αυλή, πλένει, υφαίνει, λευκαίνει το πανί. Τη χωριάτισσα πότε τη βλέπεις στον αργαλειό, πότε στο ληνό με γυμνά ποδάρια να πατά σταφύλια, πότε μ' ανασκουμπωμένα μανίκια, σκυμένη, να ζυμώνει ψωμί στη σκάφη, κ' έπειτα να το βάζει στο φούρνο, στην αυλή, πότε ν' αρμέγει την αγελάδα, πότε να γνέθει. Άλλοτε πάλι συνδαυλίζει τη φωτιά και κοιτάζει τη χύτρα. Φρύγανα από το βουνό φέρνουν τα παιδιά.

Τις αγελάδες του χωριού και τ' άλογα τα παίρνουνε δυο τρία παλληκάρια πρωί πρωί και τα βόσκουν. Πλανιώνται όλη μέρα τα ζώα στα λιβάδια, κι ακούς τα κουδουνίσματα τους στη σιγαλιά. Το βράδι τα γυρίζουν στο χωριό οι αγελαραίοι, κοπαδιαστά. Βοσκοί στο βουνό βόσκουν τα γιδοπρόβατα. Το καλοκαιριάτικο μεσημέρι σταλίζουν τα πρόβατα στον ίσκιο του μεγάλου πεύκου, αποσταμένα από το λιοπύρι. Και βράδι-βράδι τα οδηγούν στις στάνες.

Σα νυχτώσει, βλέπει ο δραγάτης φωτιές, σαν άστρα στο βουνό. Ώρες ώρες ακούει γαυγίσματα μαντρόσκυλων. Έπεσε να κοιμηθεί το χωριό, και ο δραγάτης όλο φυλάγει, περιδιαβάζοντας στ' αμπέλια και στα περιβόλια, με τ' όπλο στον ώμο. Ποιος ξένος μπήκε στη βραγιά και πώς απέρασε τους φράχτες;

Το χωριό κοιμάται δίχως ονείρατα. Ο νέος όμως, που είδε στο χορό, την κυριακή τ' απόγεμα, στ' αλώνια, ο νέος που είδε την όμορφη την κόρη τη στολισμένη, προτού αποκοιμηθεί το βράδι, ονειρεύεται. Ίσως και κείνη να τον ξεδιάλεξε· τα μάτια τους σα ν' αντικρύστηκαν μια στιγμή, την κυριακή τ' απόγεμα στο χορό, στ' αλώνια. Και θα την πάρει.

Έρχεται, πάλε η Κυριακή στο χωριό. Νωρίς γεμίζει η εκκλησιά από κορίτσια, γυναίκες, παιδιά, και άντρες, και γέροντες. Ο δάσκαλος ψέλνει στα δεξιά, και δυο τρία σκολιταρούδια του κρατούν το ίσο. Στ' αριστερά είναι ένας χωριανός και ψέλνει με τη μύτη κι αυτός. Ο παπάς, με το κοντό το ράσο, λειτουργά και θυμιάζει. Οι γέροι, έχουν τα στασίδια τους και κάθονται. Στο παγκάρι οι επίτροποι πουλούν αγιοκέρια. Τ' αγοράζουν οι χριστιανοί και τα στήνουνε στα μανουάλια, προτού ασπαστούν τα εικονίσματα. Έπειτα γυρίζουν οι επίτροποι με τους δίσκους: «για την εκκλησιά, για τον παπά, για το σκολειό μας», και ακούς δεκάρες και κουδουνίζουν, Και σαν περνούνε τ' άγια, σκύβουν πολύ χαμηλά και σταυροκοπιούνται, γέροι, γυναίκες, άντρες, παιδιά, νιές και παλληκάρια. «Μνησθείη αυτών Κύριος ο Θεός εν τη Βασιλεία αυτού πάντοτε»…

Τις μικροδιαφορές που τυχαίνει να έχουν ανάμεσό τους οι χωριανοί, τις ξεδιαλύνουν οι δημογέροντες – έφοροι του σκολειού κ' επίτροποι της εκκλησιάς. Άμα βέβαια έχουνε μεγάλες διαφορές, τότε πηγαίνουν κάτω στη χώρα, να τους δικάσει κριτής, ειρηνοδίκης ή δικαστήριο. Μα πάντα καλλίτερα έχουν να μην κατεβαίνουν για τέτοιες δουλειές στη χώρα. Και μπελάς είναι και έξοδα γίνονται. Ενώ στο χωριό, με τη βοήθεια των γερόντων, άμα λείπουν τα πείσματα, όλα συμβιβάζουνται.

Οι γέροντες έχουν και άλλα να σκεφτούν. Θα συμφωνήσουν το δάσκαλο και τη δασκάλα, θα διορίσουν τον καντηλανάφτη, το δραγάτη, θα φροντίσουν για το σκολειό αν θέλει διόρθωμα, την εκκλησιά, αν θέλει καθάρισμα ή στόλισμα, τους δρόμους, αν είναι να φτειαστεί ή να σιαχτεί κανένας.

Με την κοινότητα ο δάσκαλος κάνει συμβόλαιο και το υπογράφουν. Του δίνουνε μιστό και σπίτι, και ξύλα για κάψιμο. Καμιά φορά του τάζουν και τόσα κοιλά σιτάρι. Πόσες φορές θα ήταν καλλίτερα να του έδιναν κριθάρι! Ο μισθός του γίνεται καλλίτερος αν κάνει και τον ψάλτη. Και τη δασκάλα την περιποιούνται οι χωριανοί, εξόν αν τύχει καμιά φανταγμένη, που δεν τους καταδέχεται, μόνο παραπονιέται αδιάκοπα για το κάθε τι και φορεί μεγάλα καπέλλα φτερωτά.

Ο παπάς είναι χωριανός, σαν τους άλλους, με λίγα γράμματα. Σπάνια τον αλλάζουν, με την άδεια βέβαια πάντα και την ευλογία του Δεσπότη. Έχει και αυτός το χωράφι του, το αμπέλι του, τη γυναίκα του, το σπίτι του και την αγελάδα του. Η παπαδιά είναι σαν τις άλλες γυναίκες του χωριού. Και λειτουργάει ο παπάς κάθε κυριακή και σκόλη. Τον βλέπεις σε κάθε λείψανο, στεφάνωση και βάφτιση. Είναι ήσυχος άνθρωπος, κανένα δε θέλει να κακοκαρδίσει, δεν πολυανακατεύεται στα μαλώματα και στους θυμούς των χωριανών, και χαίρεται σαν του φιλούν το χέρι.

Ο Δεσπότης θα περάσει μια φορά το χρόνο και θα λειτουργήσει. Μετά το Ευαγγέλιο «κηρύττει τον λόγον του Θεού» με λόγια που κανένας ίσως δεν τα καταλαβαίνει. Του μετρούν τα κανονικά του και τα τυχερά του, και ό,τι καθυστερούμενα έχει να πάρει, τα ζητεί. Αν είναι τίποτα ζητήματα, τα ξεδιαλύνει ή δεν τα ξεδιαλύνει και φεύγει.

Η ποταμιά κοντά στο χωριό είναι βαθειά, ντυμένη πλατάνια, πικροδάφνες και δάφνες. Εκεί πλένουν οι γυναίκες τα ρούχα. Από την άλλη τη μεριά σηκώνεται το βουνό που βγάζουν την πέτρα για τα σπίτια, και το δάσος που κάνουν τα κάρβουνα.

Σαν πάρει ο χωριανός τη ράχη του βουνού κι ανέβει στην κορυφή, βλέπει κάτω τις στέγες του χωριού του, και αγναντεύει άλλα χωριά που τα έχει ακουστά, και την πολιτεία εκεί δα πέρα, κοντά στη θάλασσα. Και μικραίνει το χωριό του. Νοιώθει πως δεν είναι μοναχό στον κόσμο, και πως ο τόπος είναι μεγάλος. Και τότε – τότε του έρχεται να γνωρίσει και τάλλα τα χωριά, και να κατεβεί στη χώρα, να ζυγώσει στη μεγάλη λίμνη με τ' αρμυρό νερό.

Γνώρισε την πολιτεία, και αρχή αρχή του φάνηκε καλή. Σα να είναι πιο ελεύθερα τα πράματα εδώ. Χωράφια δε βλέπει, μήτε λιβάδια, μα βρίσκει καπηλειά πολλά, και πίνει κρασί με πολλούς συντρόφους. Και δεν ντρέπεται πολύ πολύ τους πολίτες, γιατί δεν τονέ γνωρίζουν. Του μάθανε να βρίσκει και γυναίκες για μια βραδιά, με λιγοστά χρήματα. Αγάλι αγάλι η πολιτεία τον ποτίζει τα φαρμάκια της, αρχίζει και στενοχωριέται. Σαν άρρωστος είναι, και ξαναθυμάται το χωριό του.

Εδώ, στην πολιτεία, είναι σαν το ξερριζωμένο πλατάνι της ρεματιάς, που αποζητάει το χώμα και τις πέτρες που το γέννησαν.

Και μακρύτερα μπορεί να πάγει. Η θάλασσα κοντά. Καράβια περνούν κάθε μέρα. Στο χέρι του είναι· ποιος θα τον εμποδίσει; Ας πάγει κι αυτός στην ξενιτιά να γίνει πλούσιος. Και φεύγει. Και νοιώθει πως ο τόπος που άφησε, με τα χωριά και τις πολιτείες του, ήταν πατρίδα, η πατρίδα του, – η μ ε γ ά λ η π α τ ρ ί δ α. Βρίσκονται στον κόσμο και άλλοι τόποι, ξένοι τόποι, που μιλούν οι άνθρωποι άλλες γλώσσες και έχουν άλλα συνήθια. Τα σπίτια τους είναι διαφορετικά κι αλλοιώτικες οι εκκλησιές. Οι πολιτείες μπορεί να είναι μεγάλες, μεγαλόπρεπες, και φαίνονται σαν πλούσιες. Αυτός όμως κάθεται σε μια σοφίτα σκοτεινή, με τέσσερες άλλους μέσα. Πού είναι το σπίτι του το νοικοκυρεμένο, στο χωριό! Το χρήμα δεν είναι χυτό στους δρόμους. Δε σκύβει να μαζέψει χρυσάφι, παρά και αυτού δουλειά αναγκάζεται να γυρέψει. Αφού είδε κι απόειδε, κατάφερε τέλος και τον πήραν εργάτη σ' ένα σιδερόδρομο, με δυο τρία φράγκα την ημέρα. Δεν είναι προκοπή αυτή!

Ο ξενιτεμένος θυμάται το χωριό του και αποζητά το σπίτι του πατέρα του, της μάννας του το χάδι, το ψωμί το σπιτίσιο, το καλό κρασί του αμπελιού τους. Σα να μην τα χάρηκε αρκετά. Και θυμάται τα βώδια, το αλέτρι, το χώμα, τις αγελάδες, τα δέντρα, και τις πέτρες του βουνού, και τα λιθάρια του δρόμου. Του φαίνεται πως δεν τα δούλεψε όσο έπαιρνε.

Φεύγουν όμως και άλλοι από το χωριό.

Εκείνοι που αφίνουν το χωριό τους και παν σε μεγαλύτερα κέντρα για να σπουδάσουν, εκείνοι που, με κάποια υποστήριξη, είτε της οικογένειας είτε των φίλων, του βουλευτή τους ή του Δεσπότη, εξακολουθούν τις σπουδές τους, και από το χωριάτικο σχολειό της χώρας, στο γυμνάσιο, κ' έπειτα στο πανεπιστήμιο. Οι χωριάτες δεν ξέρουν τι κάνουν στέλνοντας τα παιδιά τους σε ανώτερα σχολεία. «Για να γίνεις άνθρωπος, λεν του παιδιού τους, πρέπει να πας στο Γυμνάσιο να μάθεις γράμματα». Και αφού τελειώσει το Γυμνάσιο, το στέλνουν και στο Πανεπιστήμιο. Φαντάζονται πως αν γίνει γιατρός ή δικηγόρος ο γιός τους, θα τιμηθεί τάχα η οικογένεια. Μα δε νοιώθουν πως τιμή είναι η δουλειά, κι ούτε το γυμνάσιο, ούτε το επάγγελμα κάνουν τον άνθρωπο. Άνθρωπος είναι εκείνος που έχει οικογενειακή ανατροφή, είτε σε πολιτεία ανατράφηκε είτε σε χωριό, είτε ξέρει γράμματα, είτε δεν ξέρει. Άνθρωπος είναι εκείνος που παίρνει τη δουλειά του πατέρα του και την καλλιτερεύει.

Του χωριάτη ο γιος πρέπει να μείνει χωριάτης, του παπουτσή παπουτσής, του φούρναρη φούρναρης. Και πάλι του εμπόρου ο γιός έμπορος, και του τραπεζίτη τραπεζίτης. Και μόνο έτσι καλλιτερεύει η εργασία του καθενός.

Ο γιός μαθαίνει από τον πατέρα του, καλλίτερα παρά από κάθε άλλον, την τέχνη που έχει να κάνει όλη του τη ζωή. Και ο πατέρας πάλι μ ι α τέχνη μονάχα ξέρει να διδάξει στο παιδί του, την τέχνη που ξέρει, τ η δ ι κ ή τ ο υ την τέχνη. Και τότε ο γιός, εξακολουθώντας την τέχνη του πατέρα του, μπορεί να την καλλιτερέψει. Μονομιάς ο άνθρωπος από παπουτσής δε γίνεται στρατηγός ουδέ τραπεζίτης. Και του παπουτσή ο γιός δε γίνεται πρωθυπουργός. Μπορεί όμως ο γιός του παπουτσή να μεγαλώσει το εμπόριο που έμαθε από τον πατέρα του και να γίνει μεγαλέμπορος. Μπορεί και άλλη σχετική τέχνη να πιάσει, να γίνει δερματέμπορος. Και ταμπάκικο μπορεί νανοίξει. Μπορεί καινούριες τέχνες ν' ανακαλύψει, και να βγάλει στη μέση καινούριους τρόπους εργασίας, καινούρια μέσα. Και θα βάλει τότε κι αυτός στις νέες τούτες τέχνες και δουλειές το παιδί του. Και σ' άλλους πολλούς πατριώτες του θα δώσει δουλειά.

Αυτοί γίνουνται οι πιο χρήσιμοι άνθρωποι σε μια κοινωνία, όσοι κάνουν τη δουλειά του πατέρα τους, καλλιτερεύοντας και μεγαλώνοντάς τηνα. Όσοι αφήνουν την τέχνη του πατέρα τους και την καταφρονούν, οι περισσότεροι χάνονται, δεν κάνουν τίποτε καλό, ούτε στον εαυτό τους, ούτε στους άλλους. Θα καταντήσουν είτε υπάλληλοι με μεγάλες απαιτήσεις και τιποτένιο μισθό, είτε τεμπέληδες δασκάλοι για ν' αποστραβώσουν τους άλλους, είτε μπεκρήδες, ακαμάτες και παραλυμένοι – δηλαδή η ψώρα μιας κοινωνίας. Δάσκαλοι δεν πρέπει να βγαίνουν από τους τέτοιους ανθρώπους. Στην Ελλάδα απ' αυτούς βγαίνουν και οι κομματάρχες, γιατί με τη βοήθεια του βουλευτή τους θα βρούνε καμιά θεσούλα κυβερνητική να κουτσοζήσουν, οι τιποτένιοι!

Ο γεωργός που με η δουλειά του και τη δουλειά του πατέρα του, γίνεται πλούσιος και καταπιάνεται στο μικροεμπόριο, εκείνος με τον καιρό, ή το παιδί του, φυσικά θα κατασταλάξει μια μέρα στη χώρα, για να μεγαλώσει το εμπόριό του.

Μα να φεύγουν οι φτωχοί ζευγολάτες από το χωριό τους για να παν στις πολιτείες και στην ξενιτιά, είτε για να πλουταίνουν είτε για να σπουδάσουν και να γίνουν μεγάλοι άνθρωποι, – αυτό ποτέ δε βγαίνει σε καλό τους. Κανείς απ' αυτούς δεν έγινε ποτέ ούτε πλούσιος, ούτε βγήκε μεγάλος. Οι εξαίρεσες είναι τόσο σπάνιες, που μήτε λογαριάζονται.

Οι γονιοί οι γνωστικοί, όσοι νοιώθουν από κόσμο, δε θα σπρώξουν ποτέ τα παιδιά τους σε τέτοιο στραβό δρόμο, παρά θα τα αναθρέψουν έτσι, που να μείνουν σιμά τους, και θα τα μάθουν από μικρά την τέχνη τους. Έτσι μονάχα τα παιδιά θα γίνουν ά ν θ ρ ω π ο ι, δηλαδή χρήσιμοι στην Κοινωνία και στον εαυτό τους. Γιατί οι γνωστικοί ξέρουν πως ο άνθρωπος δε γίνεται ούτε με τα πολλά γράμματα, ούτε με τα πολλά χρήματα. Γίνεται με την οικογενειακή ανατροφή και με τη δουλειά.

***

Σ' όποια μικρή πατρίδα κι αν γεννήθηκε ή κι αν ζει ο Έλληνας, όπου κι αν βρίσκεται, σε πολιτεία ή σε χωριό, πρέπει να ενδιαφέρεται και να φροντίζει για την κ ο ι ν ό τ η τ ά του, πρέπει να θέλει να φανεί χρήσιμος και σ' αυτήν, όπως θέλει να είναι χρήσιμος στον εαυτό του. Και όταν φανεί χρήσιμος στην κοινότητά του, πάλι στον εαυτό του θα είναι χρήσιμος. Πρέπει να νοιώθει πάντα πως, θέλοντας και μη, είναι δεμένος με τους τριγυρινούς του, τους πατριώτες του, και να τους βοηθεί. Μόνο εκείνος που βοηθεί τους άλλους, μπορεί με το δίκιο του να γυρεύει και απ' αυτούς βοήθεια. Πάλι καλό δικό που θα κάμει βοηθώντας τους. Η αλληλοβοήθεια είναι δύναμη και του καθενός ανθρώπου και της κοινότητας όλης. Εκείνος που δε βοηθεί, δεν είναι άξιος να τον βοηθούν και οι άλλοι, και δεν την πειράζει την κοινότητα αν τύχει και χαθεί.

Ο άνθρωπος του κάθε τόπου, εκείνος και καλύτερα μπορεί να φροντίζει για τον τόπο του, γιατί εκείνος και πιο κοντά είναι, και κάθε μέρα τον βλέπει, δηλαδή τον ξέρει καλλίτερα από κάθε άλλον και τον πονεί περισσότερο.

Σαν τι βοήθεια όμως πρέπει να δίνει στους τριγυρινούς του, και σαν τι φροντίδα να δείχνει για τον τόπο του;

Πρέπει:

Α'). Να βοηθεί τον άλλο νάβρει δουλειά. Ο άλλος αυτός φυσικά πρέπει νάναι άξιος να δουλέψει. Αν είναι ακαμάτης, ανίκανος, ποιος του φταίει αν χαθεί; Ο καθένας ας κοιτάζει να μεγαλώσει την εργασία του, για να μπορέσει και σ' άλλους συντοπίτες του να δώσει δουλειά. Όσο μεγαλώνουν οι δουλειές του καθενός, τόσο χωρούν και παίρνουν και άλλους. Διψά η δουλειά γι' ανθώπους.

Β'). Να φροντίζει για τη νεώτερη γενεά. Τα σκολειά να καλλιτερέψουν, Όχι να γίνουν με περισσότερες τάξες ή πιότερους δασκάλους, παρά να τα επιβλέπουν καλλίτερα οι έφοροι, να είναι πάντα καθαρά, αερικά, καλά χτισμένα, και ό,τι μαθαίνουν τα παιδιά να το μαθαίνουν αληθινά. Πολλά γράμματα δε θέλει ο πολύς κόσμος. Τα παιδιά φτάνει να μαθαίνουν καλά λιγοστά πράματα, ό,τι τους χρειάζεται για τις δουλειές του χωριού ή για την τέχνη τους, όχι άλλο. Πρέπει να μαθαίνουν και την εθνική τους ιστορία, για να ξέρουν τι είναι οι ίδιοι, ποιοι τους γέννησαν, και ποιοι είναι οι τωρινοί εχτροί του έθνους. Περισσότεροι δάσκαλοι δεν χρειάζονται, αλλά καλλίτεροι. Φαντάζεστε τι θα ήταν για το έθνος ένα διδασκαλείο, που θα έβγαζε δασκάλους – ανθρώπους. Έπειτα και τούτο να πρσσέχουμε: το χωριό που έχει δημοτικό σκολειό ή τετρατάξια αστική σχολή, δεν έχει ανάγκη σχολαρχείο ή εφτατάξια αστική σχολή. Και ακόμη λιγώτερο του χρειάζεται γυμνάσιο. Θα ήταν πια τρέλλα να του φτειάσουν και πανεπιστήμιο.

Возрастное ограничение:
12+
Дата выхода на Литрес:
28 сентября 2017
Объем:
140 стр. 1 иллюстрация
Правообладатель:
Public Domain

С этой книгой читают