Читайте только на ЛитРес

Книгу нельзя скачать файлом, но можно читать в нашем приложении или онлайн на сайте.

Читать книгу: «Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος», страница 6

Шрифт:

Δ'

Ο Κύριος Παρδαλός εισέρχεται εις τον κοιτώνα τον, και προσπαθεί να ενδυθή. Αλλά τούτο είνε αδύνατον, διότι η εύσωμος σύζυγός του έχει πλήρες το δωμάτιον εσθήτων, μεσοφορίων, μανδηλίων, στηθοδέσμων και πάσης της πολυμόρφου συσκευής του γυναικείου ιματισμού. Συνάγει λοιπόν τα ενδύματά του, λαμβάνει έν μικρόν κάτοπτρον και έν κηρίον, και απέρχεται εις το γραφείον του, όπως συντελέση εν αυτώ την ενδυμασίαν του. Αλλά μετ' ολίγον ενθυμείται, ότι είνε αξύριστος, και ότι πρέπει να ξυρισθή πριν αλλάξη. Μεταβαίνει πάλιν εις τον κοιτώνα, ανοιγοκλείει την θύραν, διαμαρτυρομένης της κυρίας Παρδαλού, ότι θα την κρυώση, και επιστρέφει κρατών το ξυράφιόν του και τα λοιπά απαιτούμενα. Ενθυμείται τότε, ότι θέλει θερμόν ύδωρ· αλλά παρατηρών ότι η ώρα είνε προχωρημένη, και δεν υπολείπεται καιρός ίνα το ύδωρ θερμανθεί, αρκείται εις το ψυχρόν, και άρχεται περιαλείφων με σάπωνα την σιαγόνα και τας παρειάς του, λέγων καθ' αυτόν·

– Θα μου έλθη πάλιν καμμιά καταιβασιά εις τα δόντια, που να με τρελλάνη, αλλά . . . τι να γείνη!. .

Και ετοιμάζεται να φέρη το ξυράφιον επί την παρειάν αυτού, ότε ηχεί και πάλιν ο κώδων της ανοιγομένης θύρας,

– Συ είσαι Θοδωρή; φωνεί ο Παρδαλός, προβάλλων ολίγον την σαπωνόφυρτον αυτού μορφήν διά της θύρας.

– Όχι, αφέντη! απαντά κάτωθεν η φωνή της υπηρετρίας, είνε ένας κύριος, . . . θέλει κάτι να σας ειπή.

– Ας περάση μίαν άλλην ώραν. Έχω εργασίαν,

– Είνε ανάγκη να σας ιδή τόρα, απαντά μετά τινα δευτερόλεπτα η φωνή της υπηρετρίας.

– Άλλο κακόν! λέγει καθ' εαυτόν ο ατυχής Δημητράκης, και μη δυνάμενος να πράξη άλλως, απομάσσει εν τάχει τον σάπωνα από της μορφής του, και εξέρχεται του γραφείου του, ενώ ο νυκτερινός επισκέπτης αναβαίνει την κλίμακα.

– Η κυρία Τραχανά, λέγει μειδιών ο νεωστί ελθών, σας στέλλει το κλειδί του θεωρείου δι' απόψε . . . Αν αγαπάτε . . .

– Ευχαριστούμεν πολύ, παιδί μου . . . ευχαριστούμεν, . . αλλά είμεθα προσκεκλημένοι εις συναναστροφήν· απαντά ο ταλαίπωρος Παρδαλός, προσπαθών να κολάση το οργίλον της μορφής του διά τυπικού τινος μειδιάματος.

– Α, έτσι; προσκυνώ, καλήν νύκτα σας.

– Προσκυνήματα πολλά.

Και εισέρχεται εις το γραφείον του, γρυλλίζων εκ του θυμού·

– Διάλεξε και αυτή η ευλογημένη την ημέραν και την ώραν, να μας στείλη το θεωρείον της.

– Ποίος ήτον; φωνεί από του κοιτώνος της η κυρία Παρδαλού.

– Η κυρία Τραχανά ενθυμήθη να μας στείλη το θεωρείον της.

– 'Σ πολλάτη της! Όταν βρέχη μόνον και χιονίζη μας θυμάται! . . μας καθυποχρέωσε!

Μετ' ολίγας δε στιγμάς ανακράζει και πάλιν·

– Κοντεύεις, Δημητράκη;

– Πού να κοντεύω, αδελφή! ακόμη δεν ξυρίσθηκα. Έπειτα, δεν βλέπω κι' όλα, και κατακόπηκα . . .

– Ου, καϋμένε! Έλα 'δω που έχει περισσότερον φως.

– Αυτού; και πού να σταθώ; εις τον αέρα;

– Έλα, έλα τώρα, και σου κάμνω τόπον. Εγώ ετελείωσα σχεδόν· μόνον την τραχηλιά μου έχω να βάλω.

Ο Παρδαλός πείθεται, συγκινούμενος υπό της συζυγικής μερίμνης της κυρίας Φρόσως, λαμβάνει πάλιν το φως, το κάτοπτρον και το ξυράφιον, και ημιξύριστος μεταβαίνει εις τον κοιτώνα, όπου ευρίσκει την Ευφροσύνην τοποθετημένην προ του κατόπτρου μεταξύ τεσσάρων κηρίων και καταγινομένην μετά πολλού κόπου να δέση όπισθεν του τραχήλου της μικράν εκ μέλανος βελούδου ταινίαν, αφ' ης κρέμαται επί του υπερακμάζοντος στήθους της χρυσούς λοβίσκος.

– Και, πού θέλεις να σταθώ εγώ τώρα; απολαμβάνει ο ταλαίπωρος Παρδαλός, μη βλέπων τόπον κενόν προ του κατόπτρου.

– Έλα, μη μουρμουρίζης, απαντά μειλιχίως ελέγχουσα η κυρία, περιπόρφυρος εκ του ματαίου κόπου, ον καταβάλλουσιν οι χονδροί αυτής βραχίονες, ανακαμπτόμενοι όπισθεν της κεφαλής της. Δέσε μου μία στιγμή εδώ αυτό το βελουδάκι, και σου αφίνω όλον τον τόπον ελεύθερον.

Ο Παρδαλός γίνεται κατ' ανάγκην προς στιγμήν και θαλαμηπόλος της συζύγου του, ήτις περατοί τέλος την ενδυμασίαν αυτής και καταπίπτει κάθιδρος και ασθμαίνουσα επί του ανακλίντρου, φυσώσα ως ατμομηχανή και αεριζομένη διά του μανδηλίου της, ενώ ο συζυγός της ξυρίζεται.

– Α! Δημητράκη, . . λέγει, μόλις κατορθούσα να αρθρώση τας λέξεις, σε βεβαιόνω . . . μεγάλο ήτον το χατήρι σου απόψε . . . να υποφέρω όλον αυτόν τον κόπον, διά να 'πάγω να πιω το τσάι του Σουσαμάκη σου!

– Έννοια σου, Φρόσω μου, απαντά ο Παρδαλός πονηρώς, έννοια σου, και δεν θα πιης μόνον τσάι απόψε εις του Σουσαμάκη. Ο Ορέστης ξεύρει και κάμνει τα πράγματα καθώς πρέπει . . . θα μας έχη και σάντουιτς και κρασάκι και φρούτα . . .

– Πού το ξεύρεις; υπολαμβάνει ηπιώτερον η κυρία Φρόσω, ήτις, λαίμαργος φύσει και πολυφάγος, ήρχιζε να συγχωρή εις τον Σουσαμάκην την συναναστροφήν του χάριν του δείπνου του.

– Το ξεύρω, διότι τον είδα σήμερον το πρωί εις την αγοράν και εψώνιζε.

– Αι, . . τότε κάπως υποφέρεται, διότι μα την αλήθειαν . . .

Κρότος αμάξης σταθείσης προ της θύρας της οικίας διέκοψεν αίφνης την φράσιν της κυρίας Παρδαλού.

– Νά! ανεφώνησεν ο μόλις την στιγμήν εκείνην τελειόνων το ξύρισμά του Δημητράκης, το αμάξι ήλθε, κ' εγώ είμαι ακόμη άντυτος.

Και σπογγισθείς εν τάχει ήρχισε να ενδύεται.

– Έχομεν ακόμη ώραν, παρετήρησεν η κυρία βλέπουσα το ωρολόγιον. Είνε οκτώ παρά τέταρτον.

Ο Παρδαλός φορεί εν τάχει τον καθαρόν του χιτώνα, και δένει ήδη τον λαιμοδέτην του, ότε έξωθεν της θύρας ακούεται η φωνή της υπηρετρίας.

– Αφέντη!

– Καλό, καλό! ας σταθή λιγάκι, φωνάζει αφ' ενός ο Δημητράκης, ενώ η σύζυγός του φωνάζει αφ' ετέρου·

– Έφερε τα γάντια μου;

– Δεν ξεύρω. κυρία, . . . θέλει να είπη κάτι του αφέντη . . .

– Ο αμαξάς θέλει να μου ειπή κάτι; αυτό δα είνε πάλιν από τ' άγραφα.

– Όχι, αφέντη, είνε ο κύριος Ορέστης . . .

– Ο Κύριος Ορέστης! αναφωνεί η Φρόσω. Περίεργον!

– Λέγεις ν' αργήσαμεν; ερωτά ο Παρδαλός· το ωρολόγι μας θα πηγαίνει τρομερά πίσω! Ας ορίση 'ς την σάλα, και τόρα έφθασα! προσθέτει, εις την υπηρέτριαν αποτεινόμενος,

Και ταύτα λέγων φορεί εν βία τον επενδύτην του και εισέρχεται εις την αίθουσαν, όπου αναμένει αυτόν δειλός, περίλυπος και καταβεβλημένον έχων το ήθος ο κύριος Σουσαμάκης.

– Μας συγχωρείς που αργήσαμεν, φίλτατε κύριε Σουσαμάκη, λέγει ο κύριος Παρδαλός εισερχόμενος και τείνων προστατευτικώς την χείρα προς τον υπάλληλόν του, αλλά το αμάξι δεν μας ήλθε ακόμη, και . . .

– Καλησπέρα σας, κύριε Σουσαμάκη, υπολαμβάνει διακόπτουσα η κυρία Ευφροσύνη, εισερχομένη και αυτή θριαμβευτικώς εις την αίθουσαν και ισταμένη πλησίον του λαμπτήρος, όπως σπινθηρίζωσιν κάλλιον οι αδάμαντές της. Πώς είσθε; η κυρία είνε καλά; είμεθα έτοιμοι, βλέπετε . . .

– Ευχαριστώ, κυρία μου, απαντά μετά μεγάλης στενοχωρίας ο πτωχός Ορέστης, προσποιούμενος ότι δεν ήκουσε το τελευταίον μέρος της φράσεως. Εγώ είμαι καλά . . . αλλά η Πασιφάη . . .

– Πώς; τι τρέχει; κακοδιάθετος ίσως! . . . Δεν είνε τίποτε . . . με τον χορόν περνά! παρατηρεί μετά πολλής στωμυλίας η κυρία Παρδαλού. Έννοια σας, κ' εγώ την κάμνω και χορεύει πολύ . . .

– Ου! εννοείται· ο χορός είνε διά τας κυρίας πανάκεια, προσθέτει εν τέλει ο κ. Παρδαλός, μετ' αυταρέσκου μειδιάματος προφέρων βραδέως την τελευταίαν λέξιν, οιονεί εναβρυνόμενος δι' αυτήν, και επαναλαμβάνων ευθύς, έτι βραδύτερον: πα-νά-κει-α!

– Ναι, ναι, . . απαντά δειλός ο Σουσαμάκης και προσπαθεί να μειδιάση επίσης. Πλην . . . δυστυχώς . . . – και σταματά, ως αν κατέλειπεν αυτόν η δύναμις να τελειώση.

– Τίποτε σπουδαιότερον; ω! επιφωνεί ο προϊστάμενος αυτού· και πώς;

– Δεν ηξεύρω, τη αληθεία, – εκρύωσε φαίνεται, και έχει τώρα από το μεσημέρι ένα φοβερόν πυρετόν· είνε εις το κρεβάτι προ τριών ωρών . . . ώστε . . . – και σταματά πάλιν, ελπίζων να τον μαντεύσωσι τον δυστυχή.

Ουδείς όμως θέλει να τον μαντεύση· ο Κύριος Παρδαλός και η Κυρία Παρδαλού ίστανται απέναντι του άφωνοι ως ερωτηματικά σημεία, εκείνος δε αισθάνεται έτι η γλώσσα του εκολλήθη εις τον λάρυγγά του.

– Πλην οπωςδήποτε, διαλογίζεται, το πράγμα πρέπει να τελειώση.

Γίνεται λοιπόν τολμηρότερος, και κλείων τους οφθαλμούς, ως οι δειλοί ασθενείς οι μέλλοντες να καταπίωσι πικρόν ιατρικόν, επαναλαμβάνει·

– Ώστε . . . είνε αδύνατον απόψε . . . να λάβωμεν την τιμήν . . . Δεν ηξεύρετε πώς λυπούμαι, κύριε Διευθυντά . . . σας βεβαιόνω . . . μ' έρχεται να σκάσω . . .

– Α! τίποτε, τίποτε . . . απαντά ψυχρώς ο κ. Παρδαλός, εύχομαι να ήνε περαστικά . . .

Η Κυρία Παρδαλού ουδέν λέγει. Φυσά μόνον και αερίζεται με το μανδήλιόν της, αισθάνεται δε ακαταμάχητον όρεξιν να εξορύξη τους οφθαλμούς του Κυρίου Σουσαμάκη, όστις τέλος, αφού μάτην προσεπάθησε να προσθέση μερικάς λέξεις, ουδέν άλλο εύρε να είπη, ή μόνον·

– Καλήν νύκτα σας, . . . μας συγχωρείτε, Κύριε Διευθυντά . . . δεν είνε έτσι;

Οι δύο σύζυγοι ένευσαν εκ συμφώνου, ως αυτόματα, την κεφαλήν, και ο Σουσαμάκης ανεχώρησε.

Μετά μικρόν ηκούσθησαν τα ψηλαφώντα όπως ειπείν βήματα του επί της σκοτεινής κλίμακος, ουδείς δε εσυλλογίσθη να φωτίση τον δυστυχή, όπως μη κατρακυλήση τον κατήφορον.

Ε'

Ο Δημητράκης και η Φρόσω έμειναν μόνοι.

Σιωπώσι δε αμφότεροι, και τα διάφορα αισθήματα κυμαίνουσι τας καρδίας των – κατά την φράσιν των τραγικών ποιητών.

– Τα είδες της λέγει επί τέλους μη δυναμένη πλέον να κρατηθή, μήτε ξεθυμαίνουσα αρκούντως διά μόνου του φυσήματος, η κυρία Παρδαλού. Τα είδες τα; Ορίστε τόρα! Όταν σου έλεγα εγώ να μην πάμε . . .

– Αι, ματάκια μου, τι θέλεις να κάμη ο άνθρωπος; αφού αρρώστησε η γυναίκα του . . .

– Αμή δεν αρρώστησε η γυναίκα του; Αυτά είνε διά να τα πιστεύετε σεις οι άνδρες· εμένα όμως δεν με γελά η κυρά Σουσαμάκαινα, κ' έννοια της. Φαντάζομαι εγώ τι θα έτρεξε μεταξύ των· θα τσακώθηκαν πάλι, καθώς συμβαίνει τακτικά μιαν φοράν την εβδομάδα τουλάχιστον, και το τσάκωμά τους ξέσπασε ΄ς το κεφάλι μας αυτήν την φοράν.

Σημειωτέον ενταύθα, χάριν της περιεργείας των ημετέρων αναγνωστών, ότι η κυρία Παρδαλού εμάντευεν ορθότατα διά της γυναικείας εκείνης οξυνοίας, αφ' ης μάτην αγωνίζονται να κρυβώσι πολλάκις οι άνδρες.

Η Κυρία Σουσαμάκη έδιωξε της οικίας τα κομισθέντα εκ του ζαχαροπλαστείου αφθόνως γλυκύσματα, δροσιστικά κ. λ., ο Σουσαμάκης έμαθε τούτο κατά την άφιξίν του, και οργισθείς και φρυάξας εβρόντησε κατά της Πασιφάης του όσον επέτρεπον τούτο αι τριάκοντα της προικός του χιλιάδες. Αλλ' η κυρία Σουσαμάκη έπαθε τα νεφρά της, εκτύπησε τους τοίχους διά των χειρών της, το πάτωμα διά των ποδών αυτής και τον Ορέστην διά της παντούφλας της, και εξαπλωθείσα εις την κλίνην της, προσεποιήθη την λιπόθυμον εφ' όσην ώραν ενόμισεν ικανήν, όπως πεισθή ο σύζυγός της, ότι πάσα εσπερινή συναναστροφή ήτο αδύνατος.

Της καταιγίδος ταύτης είδομεν προ μικρού το αποτέλεσμα παρά τω κυρίω Παρδαλώ.

Μόλις είχε τελειώσει την φράσιν αυτής η κυρία Φρόσω, και νέος κρότος αμάξης έπαυσε προ της θύρας της οικίας Παρδαλού.

Ήτο η άμαξα, ην μετά πολλού κόπου κατώρθωσε να εύρη ο ταλαίπωρος Θοδωρής.

Δεν περιγράφομεν την απελπιστικήν και σπαραξικάρδιον τριωδίαν μεταξύ αμαξηλάτου, ζητούντος αδράν αποζημίωσιν επί τω ματαίω κόπω. Παρδαλού, αξιούντος να πληρώση μίαν μόνην δραχμήν, και του δυστυχούς Θοδωρή, ευρισκομένου εις δυσχερή και δυσέκβολον θέσιν μεταξύ του ωργισμένου κυρίου του και του αμαξηλάτου, ον αυτός εμίσθωσεν.

Η σκηνή διελύθη επί τέλους, αποζημιωθέντος του αμαξηλάτου. Δεν κατωρθώσαμεν όμως να εξακριβώσωμεν τι επλήρωσεν ο Κύριος Παρδαλός.

Η Κυρία Παρδαλού ωρκίσθη να μην υπάγη πλέον ποτέ εις συναναστροφήν οιανδήποτε.

ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΜΥΣΤΙΚΗ
ΔΙΑ ΣΦΑΙΡΙΔΙΩΝ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ
ΕΝ ΑΦΡΙΚΗ

(Εκλογικαί σκηναί εν έτει 2400).3

Η σκηνή υπόκειται εν Μαρόκω μετά πεντακόσια έτη.

Μέχρι της εποχής εκείνης η Αγγλία θα βαρυνθή βεβαίως να προστατεύη τους μαροκηνούς, και θα τους καταστήση τέλος ελευθέρους συνταγματικούς πολίτας, απαλλάττουσα αυτούς του Σιδί- Μοχαμέτ, ως απήλλαξεν η Γαλλία τους αλγερινούς του Αβδέλ-Καδέρ. Όταν δε, χάρις εις τας προόδους του πολιτισμού, παύσωσιν οι κροκόδειλοι να καταπίνωσι τους περιηγητάς, και οι ανθρωποφάγοι της Καζόνδης να τρωγαλίζωσι τους ρώθωνας των ιεραποστόλων· όταν της Σαχάρας η έρημος παύση θάπτουσα υπό των άμμων της τα νέφη καμήλους και οδοιπόρους, και διαχαραχθή υπό σιδηροδρόμων και διωρύγων και δενδροφύτων περιπάτων· όταν οι αφρικανοί αισθανθώσι του συκοφύλλου την ανάγκην και αποκτήσωσι εμπορεία συρμού, και κουρεία, και γαλλικόν θέατρον και αναγκαστικήν κυκλοφορίαν και λαχειοφόρους ομολογίας, θ' αποκτήσωσι βεβαίως και καθολικήν ψηφοφορίαν, – την οποίαν εις το πείσμα των Τόρεων θα έχη τότε και η Αγγλία, – θα έχωσι σύνταγμα και εκλογάς, και κομματάρχας και υποψηφίους πολλούς, και εκλογείς έτι πλείονας, και εκλογικούς συλλόγους, και καθημερινάς εφημερίδας.

Η ευδαίμων αύτη διά την μελαψήν ανθρωπότητα εποχή, ο χρυσούς ούτος αιών των αφρικανών θα επέλθη κατά πάσαν πιθανότητα μετά πεντακόσια έτη. Ίσως επιστή και ταχύτερον, διότι – μα τον φωνογράφον, και το ηλεκτρικόν κλειδοκύμβαλον, και τα τεχνητά ωά, και το τουρκικόν σύνταγμα – τις δύναται πλέον σήμερον να προϋπολογίση τας προόδους της παραδόξου γηίνης μυρμηκοφωλεάς, ήτις καλείται ανθρωπότης! Ημείς όμως είμεθα μέτριοι, και δεν επιθυμούμεν να ονομάσωσιν ημάς θερμοκεφάλους όσοι μετά πεντακόσια έτη αναγνώσωσι τας σειράς ταύτας αφρικανοί συνταγματικοί πολίται.

Διά τούτο αίρομεν την αυλαίαν του μέλλοντος εν Μαρόκω μετά πεντακόσια έτη, και καλούμεν τους ημετέρους αναγνώστας να παρακολουθήσωσιν ημάς εκείσε διά των αιώνων.

Οι Μαροκηνοί εκλέγουσι μετά δεκαπέντε ημέρας τους δημοτικούς αυτών άρχοντας, ήτοι τους δημάρχους, δημοτικούς παρέδρους και δημοτικούς αυτών συμβούλους.

Οι ουλεμάδες αυτών, ήτοι οι σοφοί οι αποτελούντες το νομικόν του κράτους συμβούλιον, αναδιφήσαντες την ιστορίαν του πολιτικού δικαίου, ανεκάλυψαν ότι τελειότατος εκλογικός οργανισμός ήτο ο κρατών πάλαι ποτέ εν τω ελληνικώ βασιλείω, και μετεφύτευσαν αυτόν ήδη προ πολλού εν Μαρόκω μετά μικρών τινων και ασημάντων βελτιώσεων, ας υπηγόρευσεν εις αυτούς η πρόοδος της πολιτικής επιστήμης.

Ούτω λοιπόν πάντες οι συνταγματικοί μαροκηνοί πολίται είνε εκλογείς συγχρόνως και εκλέξιμοι· τα δε ονόματά των, ανακαθαρθέντα κατά τας διατάξεις του νόμου, φέρονται τυπωμένα επί καινουργών εκλογικών καταλόγων, ων η ενδελεχής μελέτη ασχολεί από μηνός ήδη τους πολυαρίθμους υποψηφίους, και ιδίως τους υποψηφίους δημάρχους, ανακηρυχθέντας υπό των κατά τόπους κατήδων κατά τα νενομισμένα. Φαίνεται δε, ότι δεν είνε πολύ κακά συντεταγμένοι οι κατάλογοι ούτοι, διότι άλλοι μεν των υποψηφίων ευρίσκουσιν αυτούς ελλιπείς, άλλοι δε τουναντίον αφθονούντας ανυπάρκτων ονομάτων. Του ζητήματος τούτου επελήφθη εγκαίρως και η μαροκηνή δημοσιογραφία, αλλά διεφώνησε και αυτή, ως διαφωνούσιν οι υποψήφιοι. Οπωςδήποτε οι κατάλογοι είνε οριστικοί, οι δε διαφωνούντες υποψήφιοι ομοφωνούσι κατά τούτο πάντες, ότι πρέπει να καρπωθώσιν όσον το δυνατόν περισσότερον εκ του περιεχομένου των.

Η βαθύσοφος αύτη σκέψις επικρατεί της επομένης σκηνής, τελουμένην εσπέραν τινα εν της οικία του Χαλέμ-αλ-Ταρίφ, ενός των ισχυροτέρων υποψηφίων δημάρχων της Ταγγέρης.

Όχι πλέον επί χαμηλών διβανίων, περιθεόντων την αίθουσαν ως θα εγίνετο σήμερον εν Μαρόκω, αλλ' επί στερεών και κομψών αγγλικών καθεδρών, ως θα γίνεται βεβαίως αυτόθι μετά πεντακόσια έτη κάθηται σοβαρός όμιλος κομματαρχών, ποικίλων την αναβολήν και την όψιν. Δεν ευωδιάζουσι βεβαίως όλοι ουδ' ενίφθησαν πάντες την ημέραν εκείνην· αλλ' είνε όμως άνθρωποι ισχυροί παρά τω λαώ, έχουσιν επιρροήν μεγάλην, γνωρίζουσιν όλον τον κόσμον, και ο υποψήφιος Χαλέμ έχει προς αυτούς μεγάλην υπόληψιν, μεγαλειτέραν ή όσην έχουσιν ούτοι προς αλλήλους.

Είς εξ αυτών, ο μόνος δυνάμενος να αναγινώσκη απροσκόπτως, απαγγέλλει από του εκλογικού καταλόγου τα ονόματα των ψηφοφόρων, και οι κομματάρχαι κρατούσι δήθεν σημειώσεις, δι' όσων έκαστος γνωρίζει γραμμάτων του αλφαβήτου· ο δε υποψήφιος μειδιά εξ ευχαριστήσεως.

– Αβδαλά-βεν-Ραμάν! φωνεί ο γραμματεύς, και προσθέτει αμέσως·

– Αφήστε τον αυτόν επάνω μου· είνε δικός μου άνθρωπος. Εκάμαμε μαζύ τρία χρόνια φυλακή.

– Αβδέρ-Γεζίτ!

– Ο λοκαντιέρης; Είνε κουμπάρος μου· τον παίρνω εγώ, λέγει σοβαρώς ο κομματάρχης Χασάν.

– Αβα-ήλ-Μουλεύ!

– Ο αμαξάς του ιπποσιδηροδρόμου! αναφωνεί ο Γιουσέφ-Μουχαδή, μικρός κομματαρχίσκος, περιφερόμενος εν τη αιθούση διά κλονουμένου βήματος, μεθύων και παραπαίων, καπνίζων δε πούρον μεγαλοπρεπές, όπερ εξήλθε προ μικρού της σιγαροθήκης του υποψηφίου. Αυτόν εγώ τον κάμνω καλά. Είνε συγγενής μου.

– Συγγενής σου; και από πού; ερωτά υπομειδιών ο σοβαρός Χασάν.

– Από πού; Και δεν είνε δεύτερος εξάδελφος της γυναικαδέλφης μου;

– Σωστό! σωστό! λέγει αποφθεγματικώς ο αναγινώσκων τον κατάλογον, και ο όμιλος επινεύει.

– Αβούλ-βεν-Χακήμ!

– Αυτόν μη τον λογαριάζετε. Δεν είνε δικός μας, παρατηρεί κομματάρχης υψηλός και ισχνός, ρικνός την όψιν και πιναρός τον πώγωνα, προδήλως δε απαισιόδοξος τον χαρακτήρα.

– Ημπορούμεν όμως να τον πάρωμεν, διακόπτει ο σοβαρός Χασάν, αν του τάξωμεν καμμίαν επιστασίαν εις τον φόρον.

– Να του την τάξωμεν! λέγει ο υποψήφιος, και το ήθος της μορφής του παρωδεί το ήθος του Κάτωνος, φωνούντος: Delenda Carthago.

– Του κάκου αφέντη! παρεμβαίνει αυτάρκης ο υπηρέτης της οικίας – εκλογεύς και αυτός και κομματάρχης μάλιστα θεωρούμενος – εισερχόμενος την στιγμήν εκείνην και περιφέρων επί δίσκου τον καφέν εις τους περικαθημένους. Του κάκου! Αυτός είνε βαφτισμένος Εδρίς-Μωχαμέτ.

Αναγκαίον ενταύθα να σημειωθή, ότι Εδρίς-Μωχαμέτ είνε ο ισχυρότερος των αντιπάλων του Χαλέμ-αλ-Ταρίφ.

– Τότε ας πάη, να ήνε! λέγει έτερος των παρεστώτων. Δεν μας μέλει! Ο Εδρίς δεν βγαίνει που δεν βγαίνει – ας πάρη κ' ένα κουκί παραπάνω!

– Όχι δα . . . . . διατί; απολαμβάνει ο υποψήφιος. Αν ημπορούμεν να τον κερδήσωμεν. . . . με καμμίαν θυσίαν.

– Θα σας ομιλήσω ιδιαιτέρως δι' αυτήν την υπόθεσιν, παρατηρεί ο σοβαρός πάντοτε Χασάν, καμμύων εκφραστικώς τον δεξιόν του αφθαλμόν.

– Καλά δουλεύει του Χασάν η φάμπρικα, λέγει ταπεινή τη φωνή ο αναγνώστης εις τον παρακαθήμενον.

Αυτός, παιδί μου, είνε μάννα!. . . . απαντά εκείνος. Να τελειώσ' η εκλογή, και θάβγη πάλι με κανένα καινούργιο σπίτι.

Κ' εμάς μας περνούν με εικοσιπεντάρικα, 'σαν να είμαστε σπουργίτια.

Επιλέγει μελαγχολικώς αναστενάζων ο αναγνώστης, και εξακολουθεί την ανάγνωσιν, Αλή-ελ-Μούσα!

Θεός σχωρέση τον! φωνεί ο μικρός Μουχαδή, περιφερόμενος πάντοτε και καπνίζων το πούρον του. Λυτός σκοτώθηκε 'ς ταις περσιναίς εκλογαίς. Ακόμη τον έχουν αυτού μέσα;

Δεν πειράζει! παίρνει άλλος τώνομά του, παρατηρεί ηρέμα ο Χασάν.

Δεν σούλεγα, πως είνε μάννα; ψιθυρίζει και πάλιν εις τον αναγνώστην ο γείτων του.

Και η ανάγνωσις εξακολουθεί.

Οι εκλογείς κοσκινίζονται, διαλέγονται, καταγράφονται, διατιμώνται ως εμπορεύματα, και η μορφή του υποψηφίου Χαλέμ-αλ -Ταρίφ ακτινοβολεί εκ χαράς.

Αφαιρεί, επί το εμπορικώτερον, τεσσαράκοντα τοις εκατόν φύραν εκ των καταγραφέντος εις τα δελτία των κομματαρχών του, κ' ευρίσκει το υπόλοιπον πρόσβαρον πάντοτε και περισσεύον.

Η σκηνή παρατείνεται πέραν του μεσονυκτίου, τοιαύτη οποία ήρχισε· τελειόνει δε διά περιέργου χαιρετισμού ανταλλασσομένου μεταξύ του υποψηφίου και των κομματαρχών του. Ούτος μεν προ πάσης χειραψίας εξάγει την χείρα εκ του θυλακίου του, έκαστος δε των απερχομένων εισάγει μετά την χειραψίαν την χείρα του εις το ιδικόν του θυλάκιον.

Και ο συμβολικός ούτος αποχαιρετισμός επαναλαμβάνεται εικοσάκις.

Τέλος απέρχονται πάντες, και ο υποψήφιος μένει μόνος μετά του Χασάν.

Καθ' οδόν.

– Τα είδες τα; λέγει μαδών τον πώγωνά του ο απαισιόδοξος Γιακούπ· πάλιν μυστικά έχει ο Χασάν.

– Αμ· τα ξεύρομε δα τα μυστικά του.....

– Και πως τα ξεύρομε, τι βγαίνει; Αυτός τραβάει τον παρά, κ' εμείς μετρούμε τους πούντους.

– Ουφ, καϋμένε Γιακούπ, όλο πήταις ονειρεύεσαι!

– Και δεν τρώγω ουδέ σημίτι. Αύτη είνε η γλύκα.

– Ρώτησ' τον Χασάν, υπολαμβάνει παρεμβαίνων ο μικρός Μουχαδή, να σου δώση τη ρετσέτα της πήττας

– Αυτός, παιδί μου, λέγει άλλος, την ρετσέτα του την φυλάει μυστική· την έχει κληρονομιά από τον πατέρα του, και δεν τρελλάθηκε να μας μάθη την τέχνη. Είνε μάστορης που δεν βγάζει καλφάδες.

– Μα τότε το λοιπόν είμαστ' εμείς κουτάβια;

– Τώρα τώνοιωσες; φωνεί αγρίως και μαδά έτι βιαιότερον του πώγωνά του ο Γιακούπ. Τώρα τώνοιωσες; Αν είχαμε εμείς ενός δραμιού μυαλό και δύο δραμιών φιλοτιμία, θα μαζευόμαστε πρώτα ώμορφα ώμορφα μεταξύ μας, να συννενοηθούμε, . . . και θα πηγαίναμε ύστερα 'ς του Κυρ Χαλέμ, να του πούμε παστρικά . . .

– Τι πράμμα; υπολαμβάνει τις των εταίρων, βλέπων διστάζοντα τον Γιακούπ.

– Τι πράμμα; απαντά ούτος, αφού επί στιγμήν εσκέφθη, ότι οι δισταγμοί του ήσαν εντελώς ανόητοι, τι πράμμα; ότι θέλομε κ' ημείς μέταλλο! νά τι πράμμα!

– Δεν είνε 'ντροπή, καϋμένε;

– Αν μας πάρη η 'ντροπή, φορούμε κόσκινα, απαντά άλλος, ενώ ο Γιακούπ, απαθεστάτην έχων την λογικήν αυτού, καίτοι αγανακτεί η καρδία τον, επιφέρει·

– Γιατί ντροπή, κυρ Χακήμ; Αν ο Χασάν πουλεί κωλοφωτιαίς για φανάρια, δεν έχομε τάχα κ' εμείς κωλοφωτιαίς για πούλημα;

– Άλλο τίποτε, απαντά ο προλαλήσας, Κι' αν δεν της πουλήσωμε τώρα, που άνοιξε το παζάρι, δεν ειξεύρω τι διάβολο θα ταις κάμωμε.

– Ακούστε, βρε παιδιά, να σας 'πώ! λέγει ο Γιακούπ, απαράλλακτα ως έλεγέ ποτε ο Δημοσθένης προς τους Αθηναίους: δεηθήναι πάντων υμών βούλομαι, τους λογισμούς άκουσαί μου διά βραχέων. Ο κυρ Χαλέμ φυσά.

– Και παραφυσά! φωνεί ο χορός των περιεστώτων.

– Δεν του φθάνει τώρα ο παράς, θέλει και δόξα.

– Την θέλει! φωνεί ο χορός

– Εμείς έχομε δόξα για πούλημα, αυτός έχει παρά για δόσιμο· το λοιπόν τράμπα!

– Τράμπα! φωνεί ο χορός.

– Κι' αν κάμη τον κουφό; λέγει δειλώς ο μικρός Μουχαδή.

– Κάνουμε κ' εμείς το στραβό, απαντά αποφθεγματικώς ο Γιακούπ.

– Ο λόγος μας, που του δώσαμε;

– Ας τον φυλάξη να παίξη 'ς την ύψωση, λέγει διαρρηγνύμενος εις γέλωτα άλλος των εταίρων, πάλαι μεν ποτε περιάκτης πετρελαίου και θρυαλλίδων, νυν δε μεσίτης εν τω χρηματιστηρίω της Ταγγέρης και κομματάρχης in partibus . . . absentium.

– Όχι δα, καϋμένε! υπολαμβάνει ο Χακήμ· αυτό δεν είνε τίμιο πράγμα.

– Κολοκύθια! απαντά ο Γιακούπ· θέλεις και τιμή και παρά, του λόγου σου; και τη σούβλα άκαη και το αρνί ψημένο; Όταν τα βρης μαζή, μου δίνεις είδησι.

– Γεια σου μωρέ Γιακούπ! εσύ θα γείνης σπουδαίος άνθρωπος μια μέρα, φωνεί ένθους ο πρώην θρυαλλιδοπώλης.

– Το λοιπόν, επαναλαμβάνει λέγων ο μαροκηνός Δημοσθένης, όσοι με καταλάβατε, και θαρρώ πως με καταλάβατε όλοι, γιατί όλοι έχετε ηλικία, . . . . αύριο βράδυ 'ς του Μπενί-Αλλάχ την ταβέρνα! Σύμφωνοι;

– Σύμφωνοι! απαντώσι πάντες σχεδόν οι συνοδοιπόροι, και αφανίζονται εις το σκότος των στενών ατραπών της πόλεως.

Εντός μικράς αιθούσης, κομψώς ηυτρεπισμένης, κάθηνται καπνίζοντες τρεις οικοκυραίοι της Ταγγέρης. Βία του εκπολιστικού ανέμου, όστις επέπνευσε το Μαρόκον, οι αγαθοί ούτοι αστοί κάθηνται σταυροποδητί επί ευρέος και αναπαυτικού σοφά, ροφώσι σοβαροί τον ναργιλέν των, και ομιλούσιν απαθώς και βραδέως, ως γνήσιοι αφρικανοί πολίται και του Μωάμεθ λάτρεις, πιστοί διαμένοντες εις το πάτριον θρήσκευμα, με όλους τους άγγλους ιεραποστόλους.

Ανήκουσιν ως προείπομεν, και οι τρεις εις την τάξιν των οικοκυραίων, των ανθρώπων δηλ. εκείνων, οίτινες ενδιαφέρονται κυρίως – ως λέγουσι τουλάχιστον πανταχού του κόσμου οι της τάξεως ταύτης άνθρωποι – υπέρ της τάξεως, της ησυχίας και της καλής διοικήσεως.

Είς εξ αυτών είνε βιομήχανος, ο άλλος έμπορος, και ο τρίτος υπάλληλος του μεταξύ Ταγγέρης και Αλγερίου σιδηροδρόμου. Φίλοι εκ παίδων και παλαιοί συμμαθηταί, είνε πάντοτε σχεδόν σύμφωνοι, οσάκις συζητούσι περί πραγμάτων ασχέτων προς τα ατομικά των συμφέροντα. Φρονούσι και οι τρεις, ότι η αγαθή του δήμου των διοίκησις είνε πράγμα επιθυμητόν, ότι η χρηστότης των δημοτικών υπαλλήλων είνε πράγμα ευκταίον, ότι ανάγκη εν παντί πατριωτισμού, τιμιότητος, χρηστότητος, ικανότητος, και πολλών έτι άλλων οτήτων. Προκειμένου περί των αφηρημένων τούτων πραγμάτων, ουδέποτε διεφώνησαν κατ' αρχήν οι καλοί ούτοι φίλοι. Αλλ' η τρυφερά των αύτη ομοφωνία διασπάται δυστυχώς ενίοτε, οσάκις πρόκειται περί πραγμάτων συγκεκριμένων, πολύ δε περισσότερον οσάκις, ως συνήθως, ενσαρκούνται εις πρόσωπα τα συγκεκριμένα πράγματα.

Τούτο ακριβώς συμβαίνει καθ' ην στιγμήν εισάγομεν τον αναγνώστην εις την σοβαράν αυτών συνδιάσκεψιν.

– Να σου ειπώ, αδελφέ, λέγει ο υπάλληλος προς τον βιομήχανον· εγώ χρεωστώ την θέσιν μου εις τον Εδρίς. Μ' έσωσεν από την δυστυχίαν, μου έδωκε ψωμί, μ' έκαμε και κουμπάρον.

– Εννοείς, ότι θα ήτο μαύρη αχαριστία να μη του δώσω ψήφον!

– Αφίνω, ότι το παιδί μου θα ήτον ακόμη στρατιώτης, αν δεν είχα την προστασίαν του.

– Όλ' αυτά δεν θα πουν ότι είνε καλός και διά δήμαρχος. Αγάπα τον όσον θέλεις, είχε τον εις την προσευχήν σου, στέλνε του κανένα καλάθι χουρμάδες . . . καλά και άγια! Αλλ' όποιος είνε καλός φίλος δεν θα πη πως είνε και καλός δήμαρχος. Εσύ είσαι ο καλλίτερος φίλος μου· πρέπει λοιπόν να σε κάμω και δήμαρχον;

– Αυτά είνε αστειότητες.

– Βέβαια είνε αστειότητες μήπως δεν είνε αστειότης να μου λέγης, ότι θα ψηφοφορήσης τον Εδρίς διότι τον έχεις κουμπάρον;

– Και συ τάχα, διατί ψηφοφορείς τον Ομέρ σε παρακαλώ;

– Διότι είνε άνθρωπος τίμιος και πλούσιος, και 'ξεύρω πως δεν θα κλέψη τα χρήματα του δήμου.

– Θα τα κλέψουν άλλοι τριγύρω του, που είναι χειρότερον. Καλλίτερα μία βδέλλα χονδρή, παρά εκατόν μικραίς. Κεφάλι, έχει κεφάλι;

– Έξη αριθμό καπέλλο φορεί! λέγει παρεμβαίνων ο έμπορος.

– Του λόγου σου το ξεύρω πως δεν σ' αρέσει, απαντά ο βιομήχανος, αξιότιμος φανοποιός και μεσίτης οικοπέδων κατά τας ώρας της σχολής αυτού. Συ θέλεις τον Χαλέμ, διότι . . .

– Διότι είνε ο καλλίτερος απ' όλους.

– Ο καλλίτερος διά σένα· το παραδέχομαι. Σου έβαλε κεφάλαια και άνοιξες το κατάστημά σου· είνε φυσικόν . . .

– Του τα πλήρωσα με τον τόκον, σαν εγγλέζος.

– Τα πλήρωσες όταν είχες, και αυτός σου τάδωκε όταν δεν είχες, υπολαμβάνει ο σιδηροδρομικός υπάλληλος. Δεν ημπορείς να πης ότι δεν του έχεις υποχρέωσιν.

– Υποχρέωσιν του έχω, αλλά δεν του δίδω δι' αυτό την ψήφον μου. Τον θέλω διότι είνε άνθρωπος ικανός, είδε ξενόν κόσμον, κ' εσπούδασε και δύο χρόνια εις το Παρίσι τα δημοτικά.

– Πήρε και δίπλωμα;

– Μπορεί· δεν ηξεύρω· απαντά σοβαρώς ο έμπορος, αλλά την σοβαρότητά του ταράττει δυσαρέστως ο άσβεστος γέλως ον προκαλεί η απάντησίς του.

– Τι γελάτε; ερωτά πειραχθείς. Αστείον σας φαίνεται πράγμα που δεν 'ξεύρετε;

– Μη το ματαπής αυτό, Χαλήμ, απαντά ο φανοποιός· όπου το πης θα σε γελάσουν.

– Ξεύρετε τι βλέπω εγώ; παρατηρεί ο υπάλληλος. Όλη η ομιλία μας θα πάη του κάκου. Δεν θα συμφωνήσωμεν. Είμεθα και οι τρείς δεμένοι . . . και κανείς δεν ημπορεί να λύση τον άλλον.

– Και τι ανάγκην έχομεν, σε παρακαλώ; ερωτά ο έμπορος. Ανεξάρτητοι άνθρωποι είμεθα· ημπορούμεν νομίζω να σκεφθούμεν . . .

Και εξακολουθούσιν αληθώς συσκεπτόμενοι οι τρεις εκείνοι ανεξάρτητοι οικοκυραίοι. Αλλ' η σύσκεψις αυτών, στρεφομένη εντός τον κύκλου, ον αμυδρώς διεγράψαμεν, εις ουδέν αποβαίνει άλλο αποτέλεσμα, ή εις το παράδοξον τούτο: να απόσχωσι και οι τρεις της ψηφοφορίας. Αφού μάτην έκαστος προσεπάθησε να αναδείξη τα προτερήματα του υποψηφίου του υπέρτερα των άλλων, ετράπησαν την εναντίαν οδόν, και ήρχισαν συζητούντες τα ελαττώματά των· η δε κακολογία ήγαγε τέλος τους συνταγματικούς εκείνους πολίτας εις σημείον ομοφωνίας. Μη κατορθώσαντες να υπερβάλωσιν αλλήλους πλειοδοτούντες, έφθασαν κατ' ανάγκην εις το ανυπέρβλητον της μειοδοσίας όριον . . . – το μηδέν.

– Παρ' τον ένα κτύπα τον άλλον! καθώς βλέπω, είπεν ο έμπορος, σφραγίζων την συνδιάσκεψιν,

– Έπειτα, αδελφέ, προσέθηκε μετά τινος μελαγχολίας ο φανοποιός, δεν συλλογίζεστε και ταις εκατόν πενήντα κάλπαις; Βάλε 'βγάλε το χέρι μας, θα πιασθούμε ως τα ύστερα. Ας μας λείψη εφέτος αυτή η διασκέδασις.

– Ας μας λείψη!

«Το ωραίον, τερπνόν και υψηλόν θέαμα της εκλογικής πάλης», ως γράφει καθημερινή τις εφημερίς της Ταγγέρης, προσεγγίζει. «Η ημέρα της εξασκήσεως τον ιερωτάτου και πολυτιμοτάτου δικαιώματος του συνταγματικού πολίτου», ως γράφει άλλη, «επέστη».

Μετά δύο ημέρας ανοίγουσιν αι κάλπαι των εκατόν πεντήκοντα υποψηφίων δημάρχων, δημαρχικών παρέδρων και δημοτικών συμβουλίων του δήμου Ταγγερίων, και οι δημόται πάντες, κατηχούμενοι και μη κατηχούμενοι, καλούνται να εκλέξωσι τους άρχοντας αυτών τους δημοτικούς.

Την φοβεράν αυτήν καλποστοιχίαν αδύνατον υπήρξε να περιλάβωσι τα δημοτικά σχολεία και οι ναοί της πόλεως, διότι αμφοτέρων η χωρητικότης είχεν υπολογισθή ανάλογος των ευλαβών αστών και των φιλομαθών παίδων της Ταγγέρης, ουχί δε και των φιλοδόξων πολιτών της, ων ηύξησε μεγάλως τον αριθμόν το νέον φιλελεύθερον πολίτευμα του Μαρόκου. Κατεσκευάσθησαν λοιπόν επί τούτω ευρύχωρα και μεγάλα παραπήγματα, όπου παρετάχθησαν μεν ήδη αι κάλπαι των υποψηφίων, δεν κινδυνεύουσι δε να πάθωσιν ασφυξίαν οι μέλλοντες να παρευρεθώσιν εντός αυτών αντιπρόσωποί των, σφαιριδιοδόται, εφορευτικαί επιτροπαί, και άλλοι υπάλληλοι, καθ' α εγνωμοδότησεν αρμοδίως το ιατροσυνέδριον, αφού, εννοείται, έλαβεν υπ' όψιν ότι εν Ταγγέρη γίνεται μεγαλειτέρα κατανάλωσις σκορόδων ή σάπωνος.

Πάσα τοίχου γωνία φέρει από ημερών ήδη προσκεκολλημένα ποικιλόχρωμα και πολύμορφα χαρτία, εφ' ων αποτυπούνται διά γραμμάτων μικρών ή μεγάλων – αναλόγως της πεποιθήσεως ή της μετριοφροσύνης εκάστου – τα ονόματα των υποψηφίων οτέ μεν συνοδευόμενα διά συντόμου σημειώσεως του επαγγέλματος ή των προσόντων αυτών, οτέ δε συνοδεύοντα την προσωπογραφίαν των, ιλαράν και προσμειδιώσαν. Οι υποψήφιοι αποτείνονται προδήλως διά των θεατρικών τούτων προγραμμάτων εις τους γινώσκοντας γράμματα συνδημότας των· λησμονούσι δε, ότι τα σχολεία της πόλεως απεδείχθησαν χωρούντα μαθητάς ολιγωτέρους των υποψηφίων.

Πάντα της πρωτευούσης τα οινοπωλεία και οψοπωλεία, – και αυτά έτι τα ύπαιθρα πολλάκις οπτανεία, όθεν αρτύει συνήθως ο χειρώναξ τον άρτον του διά δύο ή τριών τηγανιτών μαρίδων – κατέστησαν τόποι συνεντεύξεων και διαπραγματεύσεων μεταξύ εκλογέων και υποψηφίων. Εκεί από πρωίας μέχρι νυκτός τελούνται τρυφεραί και πολύσπονδοι υπ' αμφοτέρων αγάπαι . Εκεί περιπτύσσεται εν συγκινητική κρασοκατανύξει τον τραπεζίτην ο χειρώναξ, και φιλεί τον αγοραίον ο μοσχανάθρεπτος νεανίας, και ο χθες επηρμένος την οφρύν, σφίγγει περιπαθώς την γλοιώδη χείρα του τυχόντος αλλαντοπώλου. Εκεί ανταλλάσσονται υποσχέσεις βεβιασμέναι, και όρκοι ψευδείς, και απατηλαί διαβεβαιώσεις. Εκεί προεξοφλούνται θέσεις και υπουργήματα, και ασφαλίζεται των κλεπτών η ατιμωρησία, και των στρατευσίμων το ακαταδίωκτον, και πωλείται η ψήφος αντί κερμάτων, και αγοράζεται η ευθηνή συνείδησις αντί ποτηρίου οίνου. Εκεί – παράδοξον φαινόμενον· νομίζουσι πάντες ότι απατώσιν, ενώ απατώνται πάντες. Εκεί υπόσχεται έκαστος, απόφασιν έχων να παραβή την υπόσχεσιν. Εκεί πωλούσι χωρίς να παραδίδωσι το εμπόρευμα· εκεί αγοράζουσιν αέρα αντί αέρος Και είνε πάντες ευχαριστημένοι . . . ότι εγέλασαν ο είς τον άλλον.

Οι δραστηριώτεροι των υποψηφίων, όσους δεν εκούρασεν η από τριών ήδη μηνών αρξαμένη εκλογική στρατεία, περιέρχονται έξαλλοι, απηυδηκότες και ασθμαίνοντες τας αγυιάς και τας ρύμας της πόλεως, σύροντες όπισθεν αυτών αποσπάσματα ιχνευμόνων εκλογικών. Οι ψηφοθήραι ούτοι σταματώσι τον δυστυχή περιπλανώμενον Ιουδαίον, ούτινος έγειναν ciceroni ενώπιον πάσης θύρας λησμονηθείσης κατά τας προτέρας εκδρομάς, και τον εισάγουσιν εις έκαστον υπόγειον, ούτινος υποθέτουσιν ευμενείς τας διαθέσεις. Εδώ μεν ερωτά ο υποψήφιος, πώς έχει η σύζυγος του εκλογέως, λεχώ από τριών ημερών, και συγχαίρει επί τω νεογνώ· εκεί δε πληροφορείται ανήσυχος, αν προβαίνει τακτική και ακίνδυνος η οδοντοφυία του μικρού. Παρά τούτον ζητεί ευμενώς πληροφορίας περί των εργασιών και του εμπορίου του· εκείνον συλλυπείται συμπαθώς επί τω θανάτω της μάμμης του· άλλου θωπεύει τον ώμον, και άλλους περαιτέρω φιλεύει μίαν οκάν εις τα όλα.

3.Εδημοσιεύθησαν το πρώτον εν τη Εστία του έτους 1883. 4) Το διήγημα τούτο, υπό αλλοίαν όλως μορφήν, εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Πανδώρα του έτους 1860.
Возрастное ограничение:
12+
Дата выхода на Литрес:
30 июня 2018
Объем:
420 стр. 1 иллюстрация
Правообладатель:
Public Domain

С этой книгой читают