Читайте только на ЛитРес

Книгу нельзя скачать файлом, но можно читать в нашем приложении или онлайн на сайте.

Читать книгу: «Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος», страница 4

Шрифт:

VI

Ταφείσα και πάλιν εις τον ζοφερόν εκείνον τάφον, ουδέν πλέον ήκουσα, ειμή συγκεχυμένον τινά βόμβον, ισχυρότερον ολονέν αποβαίνοντα, και απολήξαντα τέλος εις πανδαιμόνιόν τινα πάταγον, ενώ αμυδρώς διέκρινα τον δούπον γρόνθων φερομένων κατά της τραπέζης, τον κρότον σκαμνιών θραυομένων κατ' αλλήλων, οιμωγάς δερομένων, και οδόντων τριγμούς και βλασφημίας και ύβρεις.

Ησθάνθην τον κύριόν μου αναστάντα από της έδρας του και αναμιχθέντα κλονουμένω τω βήματι εις την έριδα, πλην μετ' ολίγον χειρ ρωμαλέα έδραξεν αυτόν από του στήθους, τα συνέχοντα το ιμάτιον αυτού κομβία διεσπάσθησαν, και εγώ κατέπεσα χαμαί εις το βορβορώδες έδαφος του οινοπωλείον.

Τα περαιτέρω είνε συγκεχυμένα και αόριστα εις την μνήμην μου. Καταπατηθείσα επί πολλήν ώραν υπό των θορυβωδώς εξερχομένων του οινοπωλείου, και ζυμωθείσα με τον οινόφυρτον του εδάφους πηλόν, ανεσύρθην τέλος υπό του οινοπώλου Κυρ Μπούτρου, εκαθαρίσθην υπ' αυτού όσον ήτο δυνατόν, και περί μέσας νύκτας κατέλιπον μετ' αυτού το οινοπωλείον.

VII

Λίαν πρωί εξήλθεν ο οινοπώλης Μπούτρος της οικίας του, φέρων με τυλιγμένην εντός παλαιάς εφημερίδος, και απαντών εις την σύζυγον αυτού, ερωτώσαν: πού υπάγει,

– Πάω να ξεκάμω αυτό το διαβολόχαρτο, να μην εύρω τον μπελά μου.

Πλησιάσας δε πραγματικώς μετ' ολίγον περίεργόν τι είδος ανθρώπου, μακρόν έχοντος και πιναρόν τον πώγωνα, ατημέλητον δε την κόμην και φυσιογνωμίαν μετέχουσαν αλώπεκος συνάμα και γυπός, με επώλησεν εις αυτόν επί υπερτιμήσει τεσσαράκοντα φράγκων.

– Ας ωφεληθούν και άλλοι, είπεν ο ολιγαρκής Μπούτρος, εγκαταλείπων με εις τας απλύτους χείρας του νέου μου κατόχου.

Εκολακεύθημεν, το ομολογώ, η φιλοτιμία μου εκ της υπερτιμήσεως, την οποίαν ήξιζα ήδη, αλλ' αι καπνού και λίπους απόζουσαι χείρες του νέου μου κυρίου επείραξαν τα νεύρα μου φοβερά.

– Ούτος με απέθηκεν επιμελώς εις τα βάθη μεγάλου θυλακίου του πανταχόθεν καταρρέοντος επενδύτου του, όπου, προς μικράν μου καν παρηγορίαν, απήντησα και άλλας εκ των αδελφών μου τεθαμμένας εκεί προ εμού. Ολίγος δε παρήλθε χρόνος, και η ρυπαρά εκείνη χειρ εισήλθε και πάλιν εις το θυλάκιον, και νέαι αδελφαί μου απετέθησαν πλησίον μου. Το αυτό επανελήφθη πολλάκις της ημέρας, και ηπόρουν τη αληθεία, πού ο ρυπαρός εκείνος ρακενδύτης εύρισκε τόσα χρήματα, ώστε να πληρόνη υπερτιμημένας όλας μου εκείνας τας αδελφάς.

Δεν διήρκεσεν όμως μακρόν η απορία μου, διότι μετά τινας ώρας, περί το εσπέρας, ο κάτοχος ημών εγκατέλιπε την αγοράν, και μεθ' ικανώς μακράν πορείαν, διά πολλών και σκοτεινών οδών, εισήλθεν εις μεγάλην οικίαν, και εζήτησε τον οικοδεσπότην.

– Τρώγει, τω είπεν η υπηρέτρια.

– Πολύ καλά, παρετήρησεν εκείνος μετά θρασύτητος, ην δεν ηδυνάμην ότε να εξηγήσω. Ειπέ του πως είνε ο Κυρ Γιάννης· θα τον περιμείνω εις το γραφείον του.

Και εισήλθε πραγματικώς εις την παρακειμένην αίθουσαν, όπου, στρωθείς επί μαλακού ανακλίντρου, άναψε σιγάρον και ήρχισε να μετρή το περιεχόμενον του θυλακίου του.

Μετ' ολίγον εισήλθεν ο οικοδεσπότης, εύσαρκος κύριος, ομοιάζων προς οικόσιτον ινδικήν όρνιθα, στρογγύλην έχων και λάμπουσαν εκ του πάχους την μορφήν, στρέφων δε τον αδρόν αυτού μύστακα διά της μιας αυτού χειρός, και βυθίζων την άλλην εις το θυλάκιον της αναξυρίδος του. Το εξωτερικόν αυτού εμαρτύρει αυτάρκειαν άνευ ορίων, το βήμα του ήτο σταθερόν και μεγαλοπρεπές, ωσεί βήμα νικητού θρίαμβον άγοντος, το δε ήθος αυτού ανέφαινε διάνοιαν παχυνθείσαν εν αργία.

– Καλησπέρα κυρ Γιάννη, είπε χαιρετίζων τον ξένον αυτόν, όστις ακίνητος και καθήμενος πάντοτε, εξηκολούθει μετρών και γράφων αριθμούς.

– Καλησπέρα σας, αυθέντα, απήντησεν εκείνος. Σας έκαμα σήμερον καμμιά εκατοστή κομμάτια με τα σαράντα, και αύριον πάλιν βλέπομεν.

Είπε και μας απέθηκε πάσας επί του τραπεζίου.

– Τόσας μόνον; ηρώτησεν αυταρέσκως μειδιών ο οικοδεσπότης.

– Και αυτάς με πολλή δυσκολία· τα μυαλά του κόσμου, βλέπετε, άρχισαν ν' ανάφτουν, και το πράγμα πηγαίνει ολονένα τον ανήφορο. Αγορασταί πολλοί και πωληταί ολίγοι.

– Ήσαν λοιπόν βασταγμέναι καλά σήμερον;

– Βασταγμέναι και βασταγμέναι. Δεν ηξεύρω μα την αλήθειαν, αυθέντα, πού θα πάη αυτή η ιστορία.

– Τι θέλεις να το ηξεύρης; ηρώτησεν απαθώς ο οικοδεσπότης, και τα χονδρά του χείλη εμόρφασαν παραδόξως.

– Λέμε δα, αυθέντη, να ξεύρωμε και 'μείς κάπως πού πατούμε . . . .

– Αφού δεν πατείς διά λογαριασμό σου, τι σε μέλει; Αύριο κύτταξε να μου κάμης όσας ημπορέσης . . .

– Με τα σαράντα; αδύνατον.

– Μη βιάζεσαι. Πήγαινε και εις τα σαρανταπέντε, . . . και εις τα πενήντα εν ανάγκη. Αλλά με τρόπον· εννοείς, ελπίζω.

– Όσο δα γι' αυτό, δεν είμαστε πρωτάραις.

– Ιδού χρήματα.

Και ανοίξας ο οικοδεσπότης σιδηρούν κιβώτιον, εξήγαγεν αυτού δέσμας τινάς χαρτονομισμάτων, ων ηρίθμησε και παρέδωκε το περιεχόμενον εις τον μεσίτην αυτού, αποχωρήσαντα μετά τινας βεβιασμένας υποκλίσεις.

Εμέ δε την δυστυχή και τας ομοιοπαθείς αδελφάς μου εδέχθη η χαίνουσα του σιδηρού κιβωτίου άβυσσος, όπου ουδέ φωτός ακτίς ούτε ήχου παλμός εισέδυε ποτέ, ειμή παροδικώς μόνον και επ' ολίγας στιγμάς, οσάκις ηνοίγετο η θύρα, ίνα φυλακισθώσιν εντός αυτού και άλλαι ομοιοπαθείς μου, ή αποφυλακισθώσι και άλλα χαρτονομίσματα.

VIII

– Πολλάς, αγνοώ πόσας, ημέρας διέμεινα εν φυλακή.

Εσπέραν τινά τέλος πάντων ηνοίχθησαν και πάλιν αι σιδηραί της πύλαι, και η στιβάς ην απετελούμεν εγώ και αι αδελφαί μου εξήχθη της σκοτεινής αβύσσου και απετέθη επί του τραπεζίου, όπου ήρχιζε να μας αριθμή ο ευτραφής ημών κάτοχος.

Εν τω δωματίω υπήρχον έτι, πλην αυτού, ο μεσίτης εκείνος, ον γνωρίζουσιν ήδη οι αναγνώσται μου, και κυρία τις, σύζυγος καθ' όλα τα φαινόμενα του οικοδεσπότου, εύσωμος και ανθηρά δέσποινα, κεκαλυμμένη διά μετάξης και τριχάπτων.

– Επτακόσιαι ογδοήκοντα! είπεν αναβλέψας και θεωρών τον Κυρ Γιάννην ο κύριος ημών.

– Και θα τας δώσης όλας; ηρώτησεν η κυρία.

– Εννοείται όλας· απήντησεν εκείνος ηρέμα. Μήπως θέλεις να περιμείνωμεν το μέρισμα; προσέθηκε παραδόξως μειδιών,

– Δεν λέγω διά μέρισμα, αλλά . . . τέλος πάντων ημπορεί ν' αναιβούν ακόμη.

– Δεν υπάρχει πλέον λόγος να υψωθούν, παρετήρησε μετά τραπεζικής εμβριθείας ο οικοδεσπότης· η υπογραφή της συμβάσεως έγεινε γνωστή, και η υπερτίμησις έφθασεν εις τον ανώτατον όρον της. Εις τα εκατόν πενήντα μόνον τρελλοί ημπορούν να αγοράζουν ή να φυλάττουν μετοχάς του Λαυρίου.

– Έννοια σας, κυρία, διέκοψε δειλώς ο Κυρ Γιάννης, ξεύρει ο αυθέντης τι κάμνει.

– Μάλιστα, μάλιστα, απήντησε μετά τινος πείσματος η κυρία· αλλ' ο κύριος Πετραδάκης, και αυτός ξεύρει μου φαίνεται, πολύ καλά τα πράγματα· έλεγε χθες, ότι αι μετοχαί του Λαυρίου θ' αναίβουν εις τα πεντακόσια . . .

– Αυτό το λέγω κ' εγώ είπεν ο κύριος, καθώς το λέγει και αυτός, διότι μας συμφέρει να το λέγωμεν, διότι είμεθα πωληταί, και θέλομεν να χάφτη ο κόσμος τοιούτου είδους παραμύθια και να αγοράζη. Αν αυτός δεν αγοράζη, εις ποίον θα πωλήσωμεν ημείς;

Ο Κυρ Γιάννης εμειδία εξ ευχαριστήσεως και ηκτινοβόλει εκ θαυμασμού.

– Έννοια σου, ψυχή μου, έννοια σου! προσέθηκεν ο μεγαλοφυής κερδοσκόπος, αποτεινόμενος εις την σύζυγόν του, μετ' ολίγας ημέρας θα ιδής πόσον φρόνιμα κάμνω σήμερον.

Και στραφείς προς τον Κυρ Γιάννην, ωσεί διδάσκαλός τις προς μαθητήν·

– Άκουσε, κυρ Γιάννη, είπεν εις αυτόν μετ' εμβρίθειας και οιονεί μετρών τους λόγους αυτού ένα ένα. Θα αρχίσης από τα εκατόν πενήντα, και θα κυττάξης να ξεκάμης εντός της αύριον όσας ημπορέσης. Μη δώσης συγχρόνως περισσοτέρας των πενήντα. Δεν μας συμφέρει να φανούμεν ότι βγάζομεν μεγάλαις φουρνιαίς. Ο κόσμος ημπορεί να τρομάξη και να έλθη στάσις. Αν σου ήνε εύκολον, και έχεις ανθρώπους της εμπιστοσύνης σου, μοιράζεις την εργασίαν, και από καιρόν εις καιρόν αγοράζεις απ' αυτούς και μερικά κομμάτια, διά να κρατήσωμεν τας τιμάς. Εννόησες.

Ο Κυρ Γιάννης είχεν ήδη δείξει διά τον συνεχών αυτού κατανεύσεων προς πάσαν φράσιν του οικοδεσπότου, ότι είχε κάλλιστα εννοήσει την βαθύτητα και το βάρος των λόγων αυτού, ώστε ουδέ καν ησθάνθη την ανάγκην να κατανεύση και πάλιν.

– Πάρε λοιπόν και πήγαινε! προσέθηκε τέλος ο κύριος, ως στρατάρχης τις εκπέμπων στρατηγόν εις μάχην.

Ο δε Κυρ Γιάννης, παραλαβών ημάς και τυλίξας εντός κοκκίνου ρινομάκτρου, κατέβη ανά δύο τας βαθμίδας της κλίμακος και εξήλθεν εις την οδόν, ψιθυρίζων μετά τινος στεναγμού.

– Όπου είνε τα πολλά πάνε και τα λίγα.

IX

Μετά τινας στιγμάς, υπό μάλης πάντοτε του Κυρ Γιάννη φερόμεναι, ευρέθημεν εν τω μέσω τριόδου, ην επλήρου πυκνός και πολυτάραχος ανθρώπων όμιλος.

Το θέαμα της θορυβώδους εκείνης σκηνής, ης υπήρξα ευτυχώς μάρτυς, διότι το άνω ήμισυ του σώματός μου εξείχε κατά τύχην του μανδηλίου, ουδέποτε μέχρις εσχάτης μου στιγμής θέλω λησμονήσει.

Ας φαντασθώσιν οι αναγνώσται μου ανθρώπους πάσης κοινωνικής τάξεως, παντός φύλου και πάσης σχεδόν ηλικίας διότι και γυναίκες έτι και παίδες δωδεκαέτεις ανεμιγνύοντο εις τα ενεργά πρόσωπα της παραδόξου εκείνης πανηγύρεως· συνωθούμενους εν τη οδώ, φωνάζοντας, χειρονομούντας, μεταλλάσσοντας θέσιν μετά πυρετώδους ανυπομονησίας, και ομοιάζοντας, απλώς ειπείν, προς χορόν δαιμόνων ορχουμένων περί το πυρ της κολάσεως· ας φαντασθώσι πάντα σχεδόν τα παρόδια καταστήματα ανοικτά έτι εν προκεχωρημένη νυκτί, κατάφωτα και πλήρη ανθρώπων χρηματιζομένων και κυβευόντων· ας φαντασθώσι τα καφενεία μεταβεβλημένα εις χρηματιστήρια, τα καπνοπωλεία εις μεσιτικά γραφεία, τα χαρτοπωλεία εις εντευκτήρια πωλητών και αγοραστών· ας φαντασθώσι τέλος όλας εκείνας τας μορφάς εμψυχουμένας υπό της δίψης του χρήματος, παραμορφωμένας υπό του κερδοσκοπικού πυρετού, και φωτιζομένας οτέ μεν αμυδρώς υπό των φανών της οδού, οτέ δε φαεινότερον υπό των λαμπτήρων των ένθεν και ένθεν της οδού καταστημάτων, και θέλουσιν ίσως κατορθώσει να σχηματίσωσιν ασθενή τινα πάντως αλλά προσεγγίζουσαν εις το αληθές εικόνα της διαβολικής τύρβης, ήτις επλήρου την διασταύρωσιν των οδών Αιόλου και Ερμού κατά την εσπέραν εκείνην, ότε επέκλωσε και εις εμέ η μοίρα να γίνω μάρτυς του πρωτοφανούς δι' εμέ θεάματος.

Ράκη τινά διαλόγων και ομιλιών προσέβαλλον, καθαρώτερον εκ του ταράχου εκείνου τας ακοάς μου, και τα πλείστα εξ αυτών με επλήρουν υπερηφανείας, διότι ουδέν άλλο ήσαν ή πανηγυρισμοί της αξίας μου.

– Και συ εδώ; ηρώτα ιατρός τις ιστάμενος επί του λιθοστρώτου άλλον συνάδελφον αυτού προσερχόμενον την στιγμήν εκείνην.

– Τι να κάμης, αδελφέ; ήλθε ο καιρός να ειπούμε γεια της φτώχιας, καθώς φαίνεται.

– Κύτταξε μόνον, να μην ειπούμε 'γεια εις το ολίγο ασημικό, που μας βρίσκεται.

– Α, μπα! και δεν πουλώ, αν θέλω, τώρα με τα εκατόν πενήντα, να μου μείνη καθαρόν κέρδος δέκα χιλιάδες φράγκα;

– Το κακό είνε ότι δεν πουλείς, καθώς δεν πουλώ κ' εγώ.

– Θα ήτον τρέλλα. Αύριον θα έχουν τριακόσια. Και πλησιάσας εις το ους του συναδέλφου του.

– Η σύμβασις δημοσιεύεται αύριον, τω είπε.

– Αυτό είνε παλαιόν, αγαπητέ . . . και πολύ φοβούμαι ότι ό,τι είχε να κάμη η σύμβασις το έκαμε. Αλήθεια, τι κάμνει ο άρρωστός σου;

– Ας κάμη ό,τι τον φωτίση ο ύψιστος.

Περαιτέρω άλλος διάλογος.

– Μην αγοράζης πλέον, Δημήτρη! έλεγεν οινοπώλης τις εις εύσωμον οψοπώλην, ούτινος η μορφή ήτο πορφυρά ως βρασμένος αστακός.

– Άφησέ με, που δεν θ' αγοράσω! Η τύχη, ματάκια μου, δεν έρχεται δυο φοραίς, και όταν έλθη πρέπει να την ιδής εσύ, γιατί εκείνη δεν βλέπει.

– Και συ τόρα νομίζεις ότι βλέπεις;

– Καλά! μεθαύριο τα μιλούμε.

Εγγύς αυτών αμύσταξ νεανίσκος, παις σχεδόν έτι, εξωμολογείτο εις άλλον ομήλικά του, ότι κατορθώσας να υπεξαιρέση πολύτιμα τινα της μητρός αυτού κοσμήματα, τα έκαμεν, ως έλεγε, «ψιλούς παράδες» και ηγόρασε δύο μετοχάς.

– Άκουσε το διαβολόπουλο! παρετήρησε δικηγόρος τις, ακούσας την εξομολόγησιν του παιδός. Πώς θα καταντήσωμεν, αδελφέ, με αυτήν την μανίαν;

– Θα καταντήσωμεν, απήντησε μειδιών ο ερωτώμενος συναδελφός του, να μη πηγαίνωμεν πλέον εις τα δικαστήρια και να δικαζώμεθα ερήμην.

– Το λέγεις τάχα δι' εμέ;

– Και διά σε και δι' εμέ.

Ολίγον παρέκει μεσίται δυο συνωμίλουν ταπεινή τη φωνή, προσπαθούντες – κωμικώτατον φαινόμενον – να απατήσωσιν αλλήλους. Αμφότεροι ήθελον να πωλήσωσι, και αμφότεροι προσεποιούντο ότι ήσαν αγορασταί. Τέλος επείσθησαν ότι μάτην εκοπίων, και απεχωρίσθησαν ψιθυρίζοντες, ο μεν: – Δεν γεληέται, ο διάβολος!, ο δε – Και ούτος με το ίδιον αέρα αρμενίζει.

Πλην υπεράνω πάντων αυτών των κατ' ιδίαν διαλόγων και των εν εμπιστοσύνη εξομολογήσεων, υπεράνω του υποκώφου ψιθυρισμού των προσπαθούντων να απατήσωσιν αλλήλους, των παροτρυνομένων αμοιβαίως εις αγοράς και πωλήσεις, και των φιλοσοφούντων επί του προ αυτών νοσολογικού κοινωνικού φαινομένου, αντήχει φοβερός και συμμιγής ο τάραχος των μεγαλοφωνούντων εξ υπογυίου μεσιτών, ων άλλοι άλλα τέως ασκούντες επαγγέλματα, κατέλιπον έν πρωί ο μεν το ξυράφιον αυτού και την λεκάνην, ο δε την οψοπωλικήν αυτού ποδιάν, ο δε το υπαλληλικόν του γραφείον, ο δε και αυτούς τους μαθητικούς σκύμνους, και ετράπησαν προς το διασκεδαστικόν και κερδοφόρον επιτήδευμα «του ποδαριού» – ως το απεκάλουν, – την χρηματιστικήν μεσιτείαν. Πάντες ούτοι, πλήρεις έχοντες τας χείρας αυτών χαρτονομισμάτων και μετοχών, ων η πλήρης ρύπου και μωλώπων μορφή αληθή και αδελφικόν μοι ενέπνεεν οίκτον, περιεφέροντο συνωθούμενοι και οιονεί δαιμονίωντες μεταξύ του πλήθους, και εξελαρυγγίζοντο κραυγάζοντες και εκφωνούντες το εμπόρευμά των.

– Αγοράζω δέκα κομματάκια με σαρανταεννηά! . . .

– Και μισό, αγαπητέ, και μισό.

– Πουλώ είκοσι, με πενήντα.

– Πουλώ εις τα πενήντα εκατό, διακόσια, όσα θέλετε . . .

– Δικά μου το λοιπόν, αφού πουλείς όσα θέλω!

– Τώχαψε ο φίλος σαν λουκούμι! τι κουτός που είσαι καϋμένε!

– Εγώ είμαι κουτός, ή εσύ είσαι μασκαράς;

– Α, α! όχι χονδρά λόγια, γιατί ξέρεις πως έχω το χέρι κομμάτι μακρύ.

– Αν ήνε μακρύ, το κονταίνομε, πουλάκι μου!

– Ελάτε! ησυχία, . . . ντροπή!

– Έχω δέκα κομματάκια, μιας χήρας, και τα ξεκάμνω εις τα πενήντα ένα.

– Εγώ έχω πέντε ενός ορφανού, και τα ξεκάμνω 'ς τα πενήντα.

– Όλο εμπρός μου θα βγαίνης, ευλογημένε;

– Δεν είνε δικά μου, να σε χαρώ!

– Πάρτε, κύριοι, πάρτε, . . . πριν πάνε 'ς τα διακόσια.

– Θα γυρεύετε και δεν θα βρίσκετε! . . .

Και αι φωναί εξηκολούθουν, και ο πάταγος ηύξανε, και ο θόρυβος εκορυφούτο.

Τι εγίνετο εν τούτοις ο Κυρ Γιάννης; θα ερωτήση ο ενδιαφερόμενος περί της τύχης μου αναγνώστης.

Τι εγινόμην εγώ, η εν τω μανδηλίω του Κυρ Γιάννη δεδεμένη;

Ο Κυρ Γιάννης, ως άνθρωπος φρόνιμος και περιεσκεμμένος, περιήλθεν ικανήν ώραν το εν τη οδώ πλήθος, οσφραινόμενος πανταχού ως ρινηλάτης κύων, λαλών σιγά προς τον ένα, νεύων προς τον άλλον και σφίγγων τρίτου την χείρα, εισήλθε μετά ταύτα εις το γωνιαίον καφενείον, όπου η αυτή περίπου σκηνή της οδού επανελαμβάνετο κατά μικροτέρας διαστάσεις, ανήλθε κατόπιν εις το υπεράνω του καφενείου κατάστημα, εβολιδοσκόπησε τας διαθέσεις του πανταχόθεν πλημμυρούντος κερδοσκοπικού κοινού, και μη ευχαριστηθείς, φαίνεται, κατέβη πάλιν εις την οδόν, όπου ήρχισε νέας διπλωματικάς ενεργείας. Μετ' ολίγας στιγμάς ησθάνθην αυτόν πλησιάσαντα εις δειλόν τινα και ωχρόν κύριον, ούτινος η μαραμμένη μορφή ενέφαινε κάματον, ανησυχίαν, και πεζότερόν τι ίσως έτι συναίσθημα, το της πείνης.

Τις οίδε πόσην ώραν είχεν ο ταλαίπωρος να φάγη.

– Λοιπόν, κυρ Θοδωράκη, δεν θα κάμωμεν τίποτε; ηρώτησεν επαγωγώς μειδιών ο κυρ Γιάννης. Δεν θα μου δώσης ένα δεκάρι εις τα σαρανταεννηά;

– Στα πενήντα αγοράζω εγώ, απήντησε μετά πυρετώδους εξάψεως ο Θοδωράκης.

– Πόσα; έσπευσε να ερωτήση ψυχρώς ο μεσίτης μου.

– Τριάντα . . . αν έχης, απήντησεν ο αγοραστής.

– Δικά σας! προσέθηκεν ο κυρ Γιάννης, και έτεινε την χείρα του προς τον ωχρόν και πυρέσσοντα Θοδωράκην.

– Τα χρήματα όμως, υπέλαβεν εκείνος, τείνων επίσης την χαρά του εις τον μεσίτην, αύριον το πρωί, διότι σήμερον εκτινάχθηκα.

– Όπως αγαπάτε, παριτήρησε γλυκερώς ο κυρ Γιάννης· μου δίδετε μόνον ένα χαρτάκι . . .

Και εισελθόντες εις παρακείμενον καπνοπωλείον, ούτινος η τράπεζα είχε προχείρως μεταβληθή εις κολλυβιστικόν λογιστήριον, συνετέλεσαν προς μεγίστην μου ευχαρίστησιν την συναλλαγήν αυτών. Λέγω δε, προς μεγίστην μου ευχαρίστησιν, διότι εκτός της χορηγηθείσης μοι πάλιν προς ώραν ελευθερίας διά της λύσεως του δέματος, όπερ έφερεν υπό μάλης ο κυρ Γιάννης, είδα μεθ' υπερηφανείας, ότι μία των εις υπερτίμησιν εκατόν πεντήκοντα φράγκων πωληθεισών μετοχών ήμην και εγώ.

– Αληθώς, διελογιζόμην κατ' εμαυτήν, φερομένη μετ' ολίγας στιγμάς εν τω θυλακίω του κυρ Θοδωράκη, αληθώς ο εκδότης μου ήτο μέγας ανήρ και είχε μεγαλοφυίαν ουχί των κοινών, κατορθώσας εντός ολίγων ημερών να αξίζουσι τα πεντήκοντα φράγκα διακόσια. Διότι, τέλος πάντων, εγώ είχα πληρωθή πρό τινων ημερών πεντήκοντα φράγκα, και όμως ηγοράσθην πρό τινων στιγμών αντί διακοσίων. Τούτο ήτο αλήθεια, ήτο γεγονός, ούτινος υπήρξα αυτήκοος και αυτόπτης. Και όμως εγώ ουδόλως είχα μεταβληθή· ήμην πάντοτε η αυτή, κατ' ουδέν αυξηθείσα, κατ' ουδέν βελτιωθείσα. Έφερον μόνον επ' εμού ολίγας κηλίδας ρητινίτου και στίγματά τινα εκ του βορβορώδους εδάφους του καπηλείου, όπου κατά κακήν μου μοίραν είχα κυλισθή την αξιομνημόνευτον εκείνην εσπέραν την οποίαν διηγήθην ήδη, αλλά δεν ηδυνάμην να εννοήσω, αν αι πρόσθετοί μου αύται ιδιότητες ήσαν ικαναί να δικαιολογήσωσι την υπερτίμησίν μου. Τι άρα γε συνέβη εν τω μεταξύ, και υψώθη τόσον η αξία μου; Ποίοι λόγοι παρεκίνουν τους ανθρώπους να πλειοδοτώσι προς απόκτησίν μου; Μάτην προσεπάθουν να το εννοήσω, και εσκεπτόμην έτι περί τούτου, ότε ο νέος μου κύριος εισήλθεν εις την οικίαν του, και πριν ή έτι αποβάλη τον πίλον αυτού, εξήγαγε του θυλακίου του την στιβάδα ημών όλην, ην από πρωίας, φαίνεται, είχε συναγάγει εντός αυτού, και την απέθηκε θριαμβικώς επί της τραπέζης.

Χ

– Ταις εκατάφερα τέλος πάντων εκατόν! εφώνησε προς μικράν τινα και κομψήν γυναίκα, καθημένην εγγύς τραπεζίου, και ράπτουσαν υπό το αμυδρόν φως μικράς ορειχαλκίνης λυχνίας, παρά το λίκνον κοιμωμένου βρέφους.

Αλλ' η σύζυγός του – διότι σύζυγος αυτού ήτο η ωχρά εκείνη και κατηφής γυνή, – ουδέν απήντησεν. Ανέβλεψε μόνον περιλύπως επί τινας στιγμάς προς τον λαλήσαντα, και καταβιβάσασα πάλιν τα βλέμματά της επί την νυκτερινήν αυτής εργασίαν, εξηκολούθησε ράπτουσα δι' ασταθούς και τρεμούσης χειρός.

– Ακόμη ράπτεις, Σοφία; προσέθηκεν ο Θοδωράκης διά ταπεινοτέρας φωνής, και αποβαλών τον πίλον αυτού προσήγγισεν εις την σύζυγόν του.

– Πρέπει να τελειώσω απόψε, απήντησεν η νεαρά γυνή.

– Τώρα που θα γείνωμεν πλούσιοι, δεν έχεις πλέον ανάγκην να ράπτεις, επανέλαβεν ο σύζυγος μειδιών. Αλλά το βεβιασμένον αυτού μειδίαμα εφαίνετο θέλον αυτόν μάλλον να φαιδρύνη ή την σύζυγόν του.

– Πλούσιοι! εψιθύρισε μόλις ακουομένη η Σοφία, και παραιτούσα αίφνης την εργασίαν της.

– Έχομεν αύριον να ψωνίσωμεν; ηρώτησε διά ζωηροτέρας φωνής, και ανέβλεψεν εις τον σύζυγόν της, ενώ αδρόν δάκρυ εκυλίεττο επί της ωχράς αυτής παρειάς.

– Άρχισες πάλιν τα δάκρυα και τα παράπονα υπέλαβε μετά τραχυτέρας φωνής ο Θοδωράκης, αποφεύγων την εις την ερώτησιν της συζύγου του απάντησιν.

– Εννοείς πολύ καλά, ότι τα δάκρυα αυτά δεν είνε δι' εμέ, αλλά διά σε περισσότερον και διά το ταλαίπωρον αυτό πλάσμα, το οποίον κοιμάται εκεί μέσα, και του οποίου δεν ηξεύρω ποία θα ήνε η τύχη, αν εξακολουθής αυτόν τον δρόμον.

– Αι! να σου ειπώ: διέκοψεν αυτήν ο κερδοσκόπος, και η φωνή του κατέστη έτι τραχυτέρα· κλαίε, αν θέλεις, και σου προξενεί ευχαρίστησιν, αλλ' άφησε τας συμβουλάς και τας νουθεσίας, διότι μου πειράζουν τα νεύρα.

– Σου πειράζουν τα νεύρα! ανέκραξεν η νεαρά γυνή, και η μορφή αυτής επορφυρώθη, και η φωνή της έτρεμεν εξ αγανακτήσεως. Σου πειράζουν τα νεύρα! και δεν σου πειράζει τα νεύρα λοιπόν η δυστυχία, την οποίαν πολύ γρήγορα θα φέρης εις το σπίτι σου, η πτωχεία και η πείνα, την οποίαν μας ετοιμάζεις, η ατιμία . . . Θεέ μου! . . .

Και η ταλαίπωρος μήτηρ μη κατορθώσασα να συμπληρώση την φράσιν της, εκάλυψε το πρόσωπον αυτής διά των χειρών και ερράγη εις λυγμούς.

– Η ατιμία! ωλόλυξεν ο Θοδωράκης δεν ηξεύρεις τι λέγεις, . . . και κάμε μου την χάριν σε παρακαλώ . . .

Είπε, και εβάδισεν απειλητικώς προς την Σοφίαν.

Αλλ' η νεαρά γυνή, ωσεί μεταμορφωθείσα αίφνης, ωσεί στομωθείσα την ψυχήν διά των πικρών δακρύων άτινα έχυσαν τα όμματά της, ανέστη ορθία, και προσβλέπουσα τον σύζυγον αυτής ασκαρδαμυκτί,

– Ναι! εφώνησεν, η ατιμία! Επώλησες ό,τι είχαμεν, και αυτά τα ολίγα μου κοσμήματα, και αυτόν τον μικρόν σταυρόν της κόρης μας, διά να αγοράσης μετοχάς, διά να παίξης εις το χαρτοπαίγνιον, διότι τι άλλο τέλος πάντων είνε αυτό το εμπόριον παρά χαρτοπαίγνιον! Και όμως δεν ησύχασες! ηγόρασες και άλλας σήμερον· με τι τας επλήρωσες; με τι θα τας πληρώσης, αφού δεν έχομεν πλέον ούτε μίαν δραχμήν διά να αγοράσωμεν ψωμί, αφού θ' αναγκασθώ να πωλήσω το μικρό αυτό υποκαμισάκι, που έρραπτα διά την κόρην μου, διά να ζήσωμεν αύριον;

Ο Θεοδωράκης δεν ήτο πλέον ο ίδιος άνθρωπος. Ίστατο προ της συζύγου του ενεός και άφωνος, ως μη αναγνωρίζων αυτήν, ως παράφρων προς στιγμήν γενόμενος.

– Λέγε μου λοιπόν! επανέλαβεν η Σοφία, με τι τας επλήρωσες;

– Θα τας πληρώσω αύριον, . . απήντησε μηχανικώς ούτως ειπείν ο κερδοσκόπος.

– Με τι; με τι; επέμενε κραυγάζουσα η νεαρά γυνή.

– Πλην, Σοφία μου, υπέλαβεν ο σύζυγος, ηπιώτερος εκ της αλλοφροσύνης αυτού ανακύψας, αύριον θα ήνε υπερτιμημέναι, θα τας πωλήσω εις τα διακόσια, και θα ωφεληθώμεν πέντε χιλιάδας φράγκα . . .

– Και αν αύριον δεν ήνε υπερτιμημέναι;

– Θα ήνε μεθαύριον, αντιμεθαύριον, θα ήνε τέλος πάντων εντός ενός μηνός. Το πράγμα είνε άφευκτον. Παραγγελίαι έρχονται καθ' ημέραν από το εξωτερικόν, από την Κωνσταντινούπολιν . . . και μέχρι της λήξεως τον συναλλάγματος . . .

Και ο κερδοσκόπος, ωσεί άκων εξολισθήσας εις την τελευταίαν του εξομολόγησιν, ανεστάλη αποτόμως, ψιθυρίζων καθ' εαυτόν – Διάβολε! πώς μου εξέφυγε!

– Συναλλάγματος! εξεφώνησεν η νεαρά γυνή· υπέγραψες συνάλλαγμα, διά να αγοράσης παληόχαρτα; Έδωκες την υπογραφήν σου, την τιμήν σου, διά να πλουτίσης με τον νουν, διά να έμβης μεθαύριον εις την φυλακήν, και να με αφήσης εις τους πέντε δρόμους;

Η Σοφία δεν ηδυνήθη να περάνη τους λόγους της. Οι αλλεπάλληλοι κλονισμοί κατέβαλον αυτήν, και έπεσε λιπόθυμος επί τινος έδρας.

Αλλ' η πεπωρωμένη, φαίνεται, του συζύγου του της καρδία ουδόλως εκ του θεάματος εκείνου εταράχθη, ενώ εγώ, η απλή μάρτυς του μικρού εκείνου οικογενειακού δράματος, έτρεμον όλη εκ της συγκινήσεως.

Πλησιάσας ο Θοδωράκης εις το τραπέζιον, εφ' ου εκείμην μετά των άλλων μου αδελφών, ήνοιξε τον σύρτην αυτού και μας εκλείδωσεν εντός των σκοτεινών του μυχών.

– Εκείθεν ήκουσα αυτόν μετ' ολίγον απερχόμενον με γοργόν το βήμα, και κλείοντα βιαίως όπισθεν αυτού την θύραν του δωματίου.

Возрастное ограничение:
12+
Дата выхода на Литрес:
30 июня 2018
Объем:
420 стр. 1 иллюстрация
Правообладатель:
Public Domain

С этой книгой читают