Читать книгу: «Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες»
Αγαπητέ μου Αλέξαντρε,
Αυτό το βιβλιαράκι είνε δικό σου. Το γιατί φανερώνεται από της "Μαζώχτρας„ τον πρόλογο. Να μ' αφήσης λοιπό να σου το προσφέρω· μικρό πράμα, θα πης, με μεγάλη όμως πονεσιά δουλεμένο.
Μαζί με τη "Μαζώχτρα„ σούβαλα και μερικά άλλα παραμυθάκια, Κρητικά και Νησιώτικα. Στο τέλος θα βρης κ' ένα έργο δραματικό που το καταπιάστηκα χρόνια τώρα, και για να κάμω του Δροσίνη μας το χατίρι, ίσως όμως και για να δείξω πως είμαι κ' εγώ Ρωμιός, με τη Ρωμαίικη την πετριά της "πολυτεχνωσύνης„.
Θα πης την είχε κι ο Γιαννίρης, ο μεγαλοπίχερος ο Γιαννίρης, τη Ρωμαίικη αυτή την πετριά. Εκείνος όμως τάβγαζε πέρα και με μια δύναμη που μας δείχνει τύπο Ρωμιού όχι τωρινού, παρά του Ρωμιού που θα μας έρθη με τον καιρό.
Ο τωρινός ο Ρωμιός – τον ξέρεις κι από μένα καλλίτερα· τόσο καλλίτερα, που καταντάει από λόγου σου να τον έχω κ' εγώ σπουδασμένο. – Δεν είνε κάστρο φιλολογικό που δε βάλθηκε να το πάρη, από τη στιγμή που έπιασε κοντύλι στο χέρι του. Μη βλέπης πως απότυχε – αυτό είνε άλλος λόγος, άλλη μελέτη. Η όρεξη και το θάρρος δεν τούλειψε. Αυτό να βλέπουμε. Παλληκάρι σωστό. Τόχει το αίμα του, τι τα θες. Ορίστε γιατί το είπα και το ξαναλέγω πως μπορεί νάρθη μέρα που να μας παίρνη σταλήθεια τέτοια κάστρα ο Ρωμιός, και να γίνεται Γιαννίρης. Θα το δη – δε γίνεται – πως για να κάμη την όρεξή του πρέπει να δουλέψη, να σπάση το κεφάλι του, να φέρη τάξη μέσα στανακατεμένο μυαλό του, να ρίξη λίγο νερό απάνω στην κορωμένη του φαντασία, και το πιο σπουδαιότερο απ' όλα, να μιμάται όχι τους ξένους, παρά τον εαυτό του. Ας τον αφίνουμε το λοιπό να παίρνη το δρόμο του· κάτι θα μας φτειάξη μια μέρα.
Αυτό λοιπό δεν είνε και πολύ μεγάλο κακό. Το μεγάλο το κακό είνε που οι άλλοι οι Ρωμιοί που δεν πιάνουνε κοντύλι, δεν πιάνουνε μήτε βιβλίο στο χέρι τους!
Δε μιλώ για κείνους που μελετούνε, μήτε για κείνους που το θαρρούνε χρέος τους να διαβάσουνε μερικά βιβλία, μάλιστα ξενικά, και τέλος μήτε για όσους τους αρέσει να διαβάζουν κάποτες για να σκοτώνουνε λίγον καιρό και μ' αυτόν τον τρόπο. Μα εννοώ το διάβασμα το συστηματικό, ταναπόφευγο, το φυσικό εκείνο το κόλλημα της ψυχής με το βιβλίο που βλέπουμε μέσα στο Λαό που μας φιλοξενεί και τους δυο μας, και καταντάει πια να θρέφεται ο νους τους διαβάζοντας καθώς το κορμί τους ανασαίνοντας ή τρώγοντας, που το γυρεύει, ταπαιτεί, το κυνηγάει η ψυχή τους. Αυτό λοιπόν το διάβασμα ο Ρωμιός μήτε το λαχτάρησε ακόμα, μήτε τονειρεύτηκε. Ίσως επειδή όσα τούγραφαν ως προ μερικά χρόνια δεν κατεβαίνανε στην ψυχή του, δεν περνούσανε μέσα στο αίμα του, δεν τον έθρεφαν, κ' έτσι έμεινε σα ραχιτικός. Ίσως είνε κι άλλοι λόγοι, που τους ταιριάζει ξέχωρη μελέτη. Η αλήθεια είνε πως το κακό υπάρχει.
Τι να ελπίζη τώρα ο δύστυχος ο συγραφέας και τι να περιμένη από τέτοια κατάσταση! Κι αυτό που κάμνει ηρωισμός είνε. Ο Dr Johnson έλεγε πως όποιος δε γράφει με σκοπό να κερδίση χρήματα, είνε για δέσιμο. Κ' επειδή ο Dr Johnson ανοησίες δεν έλεγε, συχνά το συλλογίστηκα μήπως όλοι εμείς που γράφουμε χάρισμα, και για κόσμο που δε διαβάζει, μήπως δεν τάχουμε χαμένα και μεις.
Να δης όμως πως "έχει τη μέθοδό της κι αυτή η τρέλλα„. Πρώτο που δε γράφουμε για τους ηλικιωμένους (αυτοί δε θαλλάξουνε – ξέγραψέ τους), παρά για τους νέους. Κ' ένας νέος μέσα στους χίλιους να μας διαβάση, να μας νοιώση και να μας πονέση, κέρδος κι αυτό. Ορίστε λοιπόν που έχουμε ένα κ έ ρ δ ο ς.
Και κέρδος υλικό μάλιστα. – Μικρό πράμα δεν είνε να μεγαλώσουνε μερικά Ρωμιόπουλα με την ιδέα πως στραβά τους τα μαθαίνανε στο Σκολειό, και πως αυτοί τα παιδιά τους θα τα βάλουνε να μάθουν τρία τέσσερα πράματα μόνο· Πραχτικές γνώσες, την Αλήθεια, τα Ρωμαίικα, και το Διάβασμα· και πως όλα τάλλα για τα παιδιά του Λαού είνε χασομέρι. Σημαντική αμέσως οικονομία από τουλάχιστο τρία χρόνια, που χάνουνται τώρα με τα δασκαλήσια μας τα συστήματα. Τρία χρόνια, τόσα Ρωμιόπουλα, προς τόσα το χρόνο, λογάριασέ τα και κάμε τα τώρα δραχμές. Κερδίζουμε, βλέπεις, και μεις, μόνο που τα κέρδη τα καταθέτουμε μέσα σε Ταμεία που ονομάζουνται Μέλλοντα. Κι α μας διαβάζη σήμερα ένα Ρωμιόπουλο, όχι στα χίλια, παρά και στις δέκα χιλιάδες, ας μην το ξεχνούμε πως τους κατοπινούς μας θα τους διαβάζη η Ρωμιοσύνη όλη με τον καιρό.
Έτσι πρόκοψαν όλες οι αλήθειες ως την ώρα, κι ας μη στενοχωριούμαστε που δε δουλεύει ο φυσικός ο νόμος πιο γλήγορα για τα μας.
Πάντα δικός σουΑΡΓΥΡΗΣ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ
Η ΜΑΖΩΧΤΡΑ
ΚΡΗΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
– Την ώρα δεν έβλεπα νάρθης, να μου τα πης, λέγω του φίλου μου τις προάλλες, ό τι μεταγύρισε από πεταχτό ταξίδι ως την Κρήτη
– Μην το θαρρής δα πως είνε κ' εύκολο να τα περιγράφω, μάλιστα καταπώς τόκαμ' αυτό το ταξίδι. Μήτε μολύβι, μήτε χαρτί. Έτσι, με τα μάτια και με το νου, αρπαχτά – απολογιέται ο λιοκαμένος μου φίλος.
– Και τι καλλίτερο; ζωντανά πράματα· τα γραμμένα τα βρίσκουμε κι απ' αλλού. Να μου τα πης όμως με το νυ και με το σίγμα. Έτσι, να θαρρέψω πως ταξιδεύω κ' εγώ στην Κρήτη.
– Αυτό να το βγάλης από το νου σου· αδύνατο. Ο μεγαλήτερος ο τεχνίτης ένα πράμα ξέρει και παρασταίνει με τρόπο που χωρεί στο νου σου καταπώς είνε – τον άνθρωπο και τανθρώπινα. Τάλλα, ταπέξω, τοποθεσίες και θέες, ό,τι θέλει ας κάμη, πλανερά θα τα παραστήση. Όχι πως δεν τάχει αυτός αληθινά εικονισμένα μέσ' στο δικό του το νου· αυτός τα φυλάει μια μορφιά στοιβασμένα. Η δική σου όμως η φαντασία, μια και ταποδεχτή στα φτερούγια της, παίρνει δρόμο και τα κολνάει όπου της κατέβη. Μήτε όπου της κατέβη, παρά όπου το μνημονικό σου τηνε φυσήξη. Ας καθίσω τώρα εγώ κι ας σου παραστήσω, να πούμε, την Κάντανο. Θα ξυπνήσουνε μέσα σου μύριες παλιές σκηνές ανάλογες, θαρπάξη η φαντασία σου μια ή και πιώτερες, και θα σου σκαρώση μιαν Κάντανο, που να τηνε δης την αληθινή καμιά μέρα, θα γελάς με τη ψεύτικη την εικόνα που είχες παρμένη από τον τεχνίτη σου. Για δαύτο κι ο τεχνίτης, ξέροντάς το αυτό που σου λέω, τι κάμνει; Όλο ανάλογα ξετρυπώνει και βρίσκει, να σου παραστήση με κάποια αλήθεια το τι δεν είδες. Όλο εικόνες και σύγκρισες.
– Απελπισιά το λοιπόν! Κάνω του φίλου μου. Κι ως τόσο δε μ' έπεισες. Ο καλός ο τεχνίτης ποτές δε σφάλλει. Δεν πάω να πω πως δεν είσαι καλός τεχνίτης· μια όμως κι ανέβασες το ζήτημα στ' αψηλά, πρέπει να σου αποδείξω πως λαθεύεις. Κοίταξε τον Όμηρο —
– Γεια σου, τον Όμηρο, αντισκόβει ο φίλος. Πού και πότε είνε μεγάλος ο πατέρας της τέχνης κι αληθινός; Όταν ιστορή ανθρώπινες πράξες κι ανθρώπινους λογισμούς. Σε κάμνει και τα νοιώθεις κατάβαθα κι αυτά και ταπόκρυφά τους τα ελατήρια. Γίνεται η ψυχή σου ένα μαζί τους. Σε συνεπαίρνει μ' αυτόν τον τρόπο κι ο Όμηρος κι ο Σαιξπήρος κι όλοι τους, επειδή μέσ' από τα φυλλοκάρδια σου το παίρνουν το υλικό τους. Την ψυχή σου ιστορούνε. Πάρε όμως δυο καλούς ζουγράφους· φαντάσου πως δε διάβασαν ποτές τους μήτ' Όμηρο μήτε Ντάντε. Βάλ' τους να διαβάσουν. Κλείσ' τους έπειτα μέσα σε ξέχωρες κάμαρες, και πες τους να ζουγραφίσουν, ας πούμε το νησί της Καλυψώς κ' έναν κύκλο της Κόλασης, καταπώς τα παράλαβαν από τον Όμηρο κι από τον Ντάντε. Πάρ' τις εικόνες τους ύστερα και κάμε σύγκριση —
– Κατάλαβα, του είπα, πρέπει να πάω και γω στην Κρήτη και να τα δω. Κρίμας τη λαχτάρα που σ' απάντεχα τόσον καιρό να τακούσω.
– Να σου πω τι θα κάμω, αποκρίνεται ο φίλος με χαμόγελο παρηγορητικό, θα σου περιγράψω άκρες μέσες ό,τι μου πέση εύκολο, αφού και τεχνίτης δε λέγω πως είμαι. Να μη γεμίσω και το νου σου ψεύτικες ζουγραφιές. Έπειτα θα σου διηγηθώ ένα πολύ περίεργο ιστορικό που τάκουσα εκεί κάτω, και που ίσως σου παραστήση μιαν όψη της Κρητικής της ζωής.
– Λαμπρά. Και σε τι γλώσσα, να πούμε;
– Σε τι γλώσσα; Να, σ' αυτή τη γλώσσα που σου μιλώ. Αγκαλά εκείνος που μου τα δηγήθηκε – ένας δικηγόρος σπουδασμένος, αν αγαπάς, στην Αθήνα, – παράχωνε κάπου και μερικές φρασούλες της καθαρεύουσας, σαν ξένος που είμουνα, βλέπεις.
– Λοιπόν όχι στο Κρητικό το ιδίωμα!
– Άλλο πάλε αυτό! Κ' ήθελες τάχα να τη χάψω μέσα σε δέκα μέρες τη γλώσσα τους; Το πολύ, να σου πω μερικές λέξες. Να! Σαν τουφεκίσουν κανένα, λεν πως του "παίξανε μια μπαλλοτέ„.
– "Μπαρουθιά„ τόξερα γω. Έτσι τόλεγαν οι Σφακιανοί μια φορά.
Πήγες και στα Σφακιά;
– Δεν μπόρεσα ως εκεί. Άλλη ιστορία.
– Του κάκου· μαζί να ξαναπάμε· ν' ανεβούμε τότε και στα Σφακιά, ν' ακούσουμε και τα χαριτωμένα τραγούδια τους, αφού οι "μπαρουθιές„ τους παν πια και πάνε, δόξα νάχη ο Θεός.! Το θυμάσαι το λιανοτράγουδο;
Το κυπαρίσσι ρέγουμαι, το μυρισμένο ξύρο,
Οπού σου μοιάζει, μάθια μου, στο μάκρος και στο ψήρο.
– Καθώς βλέπω, δουλειά δε θα κάμουμε, λέει ο φίλος ανυπόμονα.
– Τώρα κι ομπρός λοιπόν, του απαντώ, εγώ σωπαίνω και συ λαλείς.
Κι αρχίζει ο φίλος.
– Από τα Χανιά ξεκινήσαμε με μουλάρια, ο αγωγιάτης – ένας ως εκεί απάνω – κ' εγώ.
Είχαμε γράμματα για τον Πέτρο το Μελουδάκη, νομικό στην Αγιά Ειρήνη. Μήτε τουφέκι, μήτε μαχαίρι, μήτε ραβδί μαζί μας δεν πήραμε. Κάμποσοι Οθωμανοί στα ξώχωρα, κ' είχαν πιασμένες τις κοντορραχούλες, με τα τουφέκια στον ώμο. Κατέβηκ' ένας τους, μου ζήτησε καπνό, τούδωκα μερικά τσιγάρα, τέλειωσε. Παρακείθε, μήτε ψυχή Οθωμανός. Πήραμε τα μονοπάτια, αρχίσαμε τανέβασμα, και το πρώτο πράμα πούπιασε το μάτι μου, εξόν από τις φυσικές ομορφιές, κι αυτές τις αφίνουμε, είταν η ρήμαξη κ' η καταστροφή. Ελιές σύρριζα κομμένες, ή και καμένες, κι ακόμα παραμέσα· όπου χωριό και χαλάσματα. Λυπητερό θέαμα! Τάβλεπες τα καημένα τα παραβλάσταρα κι ανάβλεπαν τρυφερά κι ολόχυμα, σα να το είχε βάλει πείσμα η φύση να τη σκεπάση την ανθρώπινη τη βαρβαρωσύνη.
Γης Μαδιάμ ο Παράδεισος εκείνος! Κ' οι κάτοικοί του, οι αγγελόκορμοι εκείνοι οι λεβέντηδες, δίχως νόμο, δίχως τρόπο, δίχως Κυβέρνηση, κι ως τόσο ησυχία παντού, παντού ειρήνη κι απαντεχιά. Ως και στις χλωρασιές απάνω τάβλεπες τα πρόβατα κ' έβοσκαν αναπαμένα κι αυτά, σα να μην έτυχε τίποτις. Το τουφέκι ως τόσο πάντα στον ώμο.! Πού να ταφήση Κρητικός το τουφέκι, που με δαύτο γεννήθηκε και μεγάλωσε. Αν είνε πράμα που να τους συμπονάει άνθρωπος τώρα που βλέπουν οι δύστυχοι χαραυγή άσπρης μέρας, είνε που δε θα κρέμεται πια το Μαρτίνι κι ο Γκρας πίσω από τον ώμο τους.
– Και σε ποιο χωριό πρωτοσταθήκατε;
– Στ' Αλικιανού. Το θυμάσαι το μέρος από τα προπερσινά. Εκεί σαν πας, θα δης ασυνήθιστο πράμα· να τρέχη το ποτάμι μαβύ σαν τη θάλασσα. Είνε εξαιτίας που κατεβάζει από τα βουνά τριγύρω και στρώνει κάτω μολυβιά χαλίκια σκιστόπετρα.
Τώρα κι ομπρός αρχίζαμε κι ανεβαίναμε στα γερά. Σταματήσαμε και κονέψαμε στους δοξασμένους τους Λάκκους. Ξέρεις πως οι Λακκιώτες —
– Τα ξέρω, τα ξέρω· από το δωδέκατο τον αιώνα μάλιστα. Άλλες ιστορίες αυτές.
– Ταφίνουμε λοιπόν και σκαλώνουμε παραπάνω, κατά τον Ομαλό. Απλάδα κι αυτή περιξακουστή, ως τρεις χιλιάδες πόδια του ύψου, τέσσερα μίλια φάρδος, και πέντ' έξη μάκρος, και τα βουνά ολοτρόγυρα ακόμη πιο απόψηλα και πιο περήφανα. Αν έχης όρεξη να σταθής και να κοιτάξης πίσωθέ σου καθώς ζυγώνεις τον Ομαλό, θαγναντέψης το πέλαγο, τακρωτήρι, τον Κάβο – Σπάδα – όλα ξετυλίγουνται στα μακριά σα "ζουγραφισμένα„, που λέει ο κόσμος. Στον Ομαλό απάνω ανταμώσαμε και τον αρχηγό το Χατζημιχάλη μέσα στα βουνήσια φωλιάσματά του. Τώρα χτίζει έναν πύργο εκεί, να πηγαίνη, λέει, ο κόσμος και να πέρνη αγέρι. Μας κέρασε μαστίχα ο χρυσόκαρδος ο καπετάνος, μας έκοψε καρπούζι, μας έφερε και καρύδια. Τάσπανε τα καρύδια με τα σιδερένια του δόντια ο καλότυχος, που λεγες κ' είταν παξιμαδάκια. Χαμογέλασε και μου είπε με τη βροντερή του φωνή πως φόβο δεν έχει, σαν άκουσε πως φοβήθηκα μην τύχη και σπάση τα δόντια του.
Τάλλο το κόνεμά μας είτανε στην Αγιά Ειρήνη, από την παρακείθε πλαγιά του βουνού, δίπλα στ' Απανωχώρι. Εκεί το λοιπόν μπρος στο Καφενείο, αντάμωσα τον καλό μου τον Πέτρο που σούλεγα παραπάνω. Ήρθε κατόπι κι ο αδερφός του ο Παυλής, δικηγόρος κι αυτός, και μας βρήκε.
– Και φορούσανε Κρητικά οι δικηγόροι αυτοί;
– Δηλαδή μισά μισά, μάλιστα ο Παυλής. Στιβάνια στα πόδια, το κεφάλι τυλιγμένο με μαύρο μαντίλι, στενά όμως φορεμένος κι αυτός, καθώς ο αδερφός του, ο πιο κοσμογυρισμένος από τους δυο. Μ' αποδεχτήκανε λοιπόν και με περιποιήθηκαν και τα δυο ταδέρφια με τη φιλοξενία που την ξέρεις κι από τα δικά σας τα μέρη. Άλλο πράμα αυτή η καλωσύνη. Του πουλιού το γάλα να σου πω πως μου βρήκανε, θα σε γελάσω. Γάλα όμως πρόβειο και μυζήθρες και καρύδια και κάστανα και γουρουνάκια κι αυγά, σου τα δίνουν οι Κρητικοί με την παλληκαρήσια καρδιά τους, και το χαίρουνται ολόψυχα σαν τα καλοδέχεσαι. Να μη σου τα πολυλογώ, τα ταιριάξαμε με τα δυο ταδέρφια, και τους πήρα μαζί μου στο ταξίδι.
Πρώτος μας σταθμός ύστερ' απ' την Αγιά Ειρήνη, παίρνοντας το φρύδι του κατοπινού του βουνού, είταν η Κάντανο, γνωστή σου κι αυτή από πρόπερσι· αγκαλά παλαιικό μέρος κι' αυτό. Πολιτεία άλλοτες, περιφέρεια τώρα, με πέντ' έξη χωριά. Ωριόφαντος τόπος. Θεόρατη λακκωματιά, ως έξη μίλια μάκρος, καστανιές γεμάτη στα βάθια της, κι αψηλόκορμες ελιές στα βουνόπλαγα, πηχτές και φουντωμένες κι από τις δυο τις μεριές.
– Κι αποκάτου οι Σφακιανές οι μαζώχτρες που έρχουνται, λέει, από τον Άη Γιάννη να βγάλουν το μεροκάματο. Και δεν τις ρώτηξες α βγάζη κι ο τόπος τους ράδι;
– Εγώ δεν τις είδα. Μα και να τις έβλεπα, θα τους έβγαζα μα την αλήθεια το σκούφο μου, κι όχι από κοινή ευγένεια, παρ' από σέβας, που γεννούν τέτοιους δράκους. Ας είνε. Από την Κάντανο τραβήξαμε σύνταχα το πρωί δυτικά, κατά τα Κισαμιώτικα τα χωριά. Ποια χωριά είδαμε, μη ρωτάς. Κι όχι πως πειράζει σ' αυτή την περιγραφή, μα έρχεται, βλέπεις, κατόπι η ιστορία, κ' επειδή μου περνάει υποψία πως μπορεί να τα γράψης, και γράφοντάς τα να παραχώσης και μερικά που εγώ δεν τα είπα, κάλλιο να μείνουν τα κατατόπια δίχως ονόματα.
Μείναμε σύφωνοι και σε τούτο, και πήγε ο φίλος ομπρός.
– Το χωριό λοιπόν που πήγαμε και κατασταλάξαμε βράδυ βράδυ, θα σου το βαφτίσω Παραμυθιά. Κι αυτό ανάμεσα σε βουνά, εδώ κ' εκεί στημένα σαν πύργοι, που λες και τα διαφεντεύουν τα χωριουδάκια που τάχουν αγκαλιασμένα μες' στα πλευρά τους. Ελιές και δω στις βουνοπλαγιές, καστανιές και δω κάτω στα βαθιά τα λακκώματα. Κατασκέπαστα τα κορφοβούνια ή με χλωρασιές ή μ' αρείκι, καταστόλιστες οι ραχούλες με θυμάρια και με κουμαριές και με βάτους, ως κάτω στα ριζοβούνια, όπου δεν τυχαίνει νάχουνε λιόδεντρα φυτεμένα.
– Μα αυτά είπαμε να μην τα λέμε. Έπειτα ταπομαντεύω κι από τα δικά μας.
– Ένα δυο άλλα όμως δε θα τα μαντέψης α δε σου τα πω. Πρώτο, τα σπιτάκια τους – χάρβαλα τα πιώτερα τώρα – δεν είνε σαν τα δικά σας, τα "σπιτάλια„. Είνε τόσα δα καλυβάκια. Ένα χαμώγι, και μια κάμαρα αποπάνω του, που γίνεται κατά την ανάγκη σαλόνι, νυφιάτικη κάμαρα ή και ξενώνας, όταν έχη μουσαφιρέους. Μερικά σεντούκια κοντά στους τοίχους αραδιασμένα, κανέναν πάγκο παράπλευρα με τον τοίχο κι αυτόνα, δύο τρία σκαμνιά ή καρέγλες, από κείνες με το μονό τακκουμπήδι, τραπέζι, και το κρεββάτι στην κώχη. Σκάλα λιθόχτιστη απέξω, σκαλί κι από μέσα που σανεβάζει στην ίδια την κάμαρα. Κάτω πάλε στο χαμώγι η καθημερινή η ζωή.
– Μακάρι, μα το ναι, να τα είχαμε κ' εμείς οι άλλοι νησιώτες τέτοια σπίτια, και κανένα παλιοτούφεκο κρεμασμένο στον τοίχο. Εμείς όχι τουφέκι, μα μήτε Κολοκοτρώνικη σουγιά δεν κρατούμε απάνω μας. Άφησέ μας εμάς, και λέγε μου για τους Κρητικούς.
– Σα να τόξερες πως για δαύτους ήθελα τώρα να πω δυο λόγια. Είνε λοιπόν, που λες, αγγελοκάμωτοι σταλήθεια οι Κρητικοί. Όχι να πης και πολύ αψηλόκορμοι, σαν το τραγούδι σου· μα θαρρείς και τεχνίτης τόχυσε το κορμί τους – τέτοια συμμετρία. Πόδια και χέρια ψιλοκάμωτα και μικρουλά. Τα μάτια τους ζωηρά κι ολόξυπνα, που λες το καθένα τους κι απόνα ρωτηματικό. Όλα τα ρωτούν κι όλα να τα μάθουνε γυρεύουνε. Στόμα σύμμετρο κι αυτό και πρόσχαρο, μισό κοσμογνωρισιά, μισό γλύκα και καλωσύνη. Και μια γοργάδα! Σκαρφαλώνουνε τα βουνά γοργοπόδαροι, σα να τάχουνε φτερουγιασμένα καθώς ο Ερμής.
– Και τα φορέματά τους;
– Τα ξέρεις από τους κατακαημένους τους Πρόσφυγες. Στα μέρη που πέρασα, τους έβλεπα με μαύρο μαντίλι περιτυλιγμένο στο κεφάλι τους αντίς φέσι ή σκούφο (οι Οθωμανοί άσπρο μαντίλι), με κοντοβράκια και με στιβάνια που ανέβαιναν ως τα γόνατα. Στο ζωνάρι χωμένο πιστόλι κι ασπρομάνικο λάζο, και στον ώμο τουφέκι.
Τέτοιος φαινότανε, κ' έτσι είτανε φορεμένος ο καλός μου ο Γιάνης που μας φιλοξένησε στην Παραμυθιά. Έλειπε σαν μπήκαμε στ' απλοϊκό σπιτικό του. Μας αποδέχτηκε η κερά του, νιόπαντρη κοπέλλα ως δεκαφτά χρονών. Όχι κι ομορφιά που να τρελλαθής, μα πρόσχαρη και σβέλτη κι αυτή, καθώς όλες τους, που σαν τις ζορκάδες τις έβλεπα και πετιούνταν από δω κι από κει, στις ελιές, στα κάστανα, στις νεροσυρμές, στα κοπάδια – παντού. Μας καλωσόρισε κ' η γριά η μάννα τους συσταζούμενη γυναίκα και γνωστικιά. Όσο για τα γυναικήσια τα φορέματα, δε μου φάνηκαν και πολύ διαφορετικά απ' αυτά που βλέπουμε σε κοντινώτερά μας χωριά.
– Τα ξέρω κι αυτά. Παντού τώρα κρυφογλιστράει η μόδα και τους ταλλάζει.
– Ως τόσο έχουν κ' οι γυναίκες τους τον Κρητικό τον αέρα, κι ας μη φορούν πια όλες στιβάνια ως τα γόνατα, καθώς οι άντρες. Ό,τι λοιπό βγήκε το συνηθισμένο το γλυκό κι ο καφές, να κι ο νοικοκύρης ο Γιάνης και μπαίνει, και μας καλωσορίζει κι αυτός. Αποθέτει το τουφέκι, καθίζει, αρχινάει η κουβέντα. Με μάγεψε μα την αλήθεια αυτός ο άνθρωπος, που καθώς είπα, είνε της Κρητικής της ομορφιάς και της λεβεντιάς εικόνα πιστή. Ο μαυριδερός μου ο Γιάνης, ο λιγόλογος, ο αρχοντικός. Κάτι μούλεγε το πονετικό εκείνο το πρόσωπο, τα κατάμαυρα μάτια του, που γλυκαστράφτανε στου λυχναριού τις αχτίδες, το ήμερο και στοχαστικό του χαμόγελο, κάτι που μ' αποτραβούσε, και στη ψυχή του μέσα γύρευε να με κατεβάση, να γνωρίσω τα φυλλοκάρδια του, και να μάθω τον κρύφιο του πόνο.
Τέλος, καθίσαμε στο φαγεί. Μονάχα οι άντρες όμως. Οι γυναίκες, μάννα και νύφη, κάθισαν αντίκρυ σε σεντούκι απάνω, και μας μιλούσαν αυτές από μακριά. Είπα φαγεί, μα έπρεπε να το πω φαγοπότι, ή ποτοφάγι. Επειδή από την πρώτη δαγκαματιά άρχισε και το κέρασμα. Λαμπρό, μπρούσικο Κισαμιώτικο. Μαζί του κατέβαινε η σαλάτα που κολυμπούσε στο λάδι, μαζί του ταυγά τα τηγανιτά, μαζί του το κομματιαστό το γουρουνάκι, το τυρί, τα κάστανα, τα καρύδια – τίποτις μονάχο του δεν κατέβαινε. Και κάθε φορά "Εισυγεία!„ Την μπουκάλα ο κυρ Γιάννης στο πλάγι, και δος του Κισαμιώτικο. Κατά το τέλος περουνιάζει κι απόνα κοψίδι κρέας και τα προσφέρνει τω γυναικώνε με ποτήρι κρασί. Τιμητικό συνήθιο κι αυτό. Προσηκώθηκαν οι γυναίκες κ' ήπιαν, αφού μας προσχαιρέτησαν όλους με την αράδα.
– Τώρα να σε κεράσω κ' εγώ, που τα δηγάσαι με τόση όρεξη, λέγω του φίλου.
– Ναι, να με κεράσης. Να την ανιστορήσω τη μαγική εκείνη ζωή. Που λες. Σαν αποφάγαμε, και το γλεντίσαμε με τα κάστανα τα ο φ τ ά, καθώς τα λεν, και με το Κισαμιώτικο, μας καλονύχτισαν, και πλαγιάσαμε. Εγώ στο κρεββάτι, οι άλλοι στον πάγκο, ή και κατάχαμα. Τη νύχτα, βρίσκοντας εγώ το κρεββάτι σαν άβολο, σηκώθηκα και πλάγιασα στην άλλη την άκρη του πάγκου. Ξυπνάει κατόπι ο Πέτρος, και τηρώντας αδειανό το κρεββάτι (έφεγγε η καντήλα), ανατινάζεται στο ποδάρι και μου φωνάζει "τι γενήκατε!„ Φοβήθηκε ο δύστυχος μην έπαθα τίποτις, μα γλήγορα τον καθησύχασα με το τράντασμα του γέλοιου μου, και πρέπει να τους ξύπνησα και τους αλλουνούς αποκάτω.
Ταποταχύ, σάνε σηκωθήκαμε και προγεματίσαμε, και ξανάπιαμε πάλε κρασί, και μας πρόσφερε η γριά ζεμπίλι γεμάτο κάστανα για το δρόμο, ξεκινήσαμε κατά την Κάντανο, πήραμε σα να πούμε πάλε την πίσω γύρα, παραστρατώντας κάποτε να κοιτάξουμε κανένα χωριό. Και σάλλες τρεις τέσσερεις μέρες μέσα, είμαστε στα Χανιά.
– Κ' η ιστορία;
– Τώρα κ' η ιστορία. Σα βγήκαμε το λοιπόν και ξεκινήσαμε, κάνω εγώ του Πέτρου – Τι όμορφο παλληκάρι, και τι συμπαθητικό, αυτός ο Γιάνης!
– Και να τήραγες τον αδερφό του τον Πανάγο, απολογιέται ο Πέτρος.
Και νάκουγες και την ιστορία τους.
Ίσα ίσα ώρα για ιστορίες. Τους κουρντίζω λοιπόν και τους δύο τους κι' αρχίζουνε. Όσα αποξεχνούσε ο ένας ταπόσων' ο άλλος, κ' έτσι κάμαμε κάμποσο δρόμο. Και για να νοιώσης και συ κάτι από ζωή Κρητική – ας είνε και τόσο δα – σου τα ξαναλέγω τώρα με λίγα λόγια.
Η Μ Α Ζ Ω Χ Τ Ρ Α
1
ΤΑ έλουζε ο ήλιος από τον καταμεσήμερο θρόνο του τα λιόδεντρα της Παραμυθιάς, του πρόσχαρου εκείνου χωριού, που σκαλωμένο σε μιαν από τις βουνοπλαγιές του Κισάμου, ξάστραφτε δίπλα στα δέντρα σα να γύρευε να δείξη την ομορφιά του μ' ερωτιάρικη περηφάνεια στ' αντικρινό το βουνό. Πλούσια η χρονιά, άλλο τίποτις καρπό τον Οχτώβρη εκείνο τα φουντωμένα κλωνιά, που καθώς έπαιζε ο μεσημερίτης ανάμεσα στα μύρια ξανθόφυλλά τους, θάρρειες και κάθε φύλλου τρεμούλιασμα ξεφανέρωνε κι από μια ελιά, καλοθρεμμένη, βαθοπόρφυρη, με ταργυρόλαμπο χνούδι.
Όντας Σαβάτο μέρα, οι πιώτερες οι μαζώχτρες είταν παγεμένες να νοιαστούνε τα σπιτικά τους. Μια και μονάχη κοπέλλα απόμενε στου Πανάγου τα δέντρα, να μαζώξη ταπομεινάρια, πρι να σημάνη Σπερνός. Δεν είχε και σπιτικό να πολυνοιαστή η λυγερή μας Παραμυθιώτισσα. Άλλο στον κόσμο δεν είχε παρά τη θεια της την Πασκαλιά, ζαροπρόσωπη και σκυφτή γριά, που σφαλισμένη μέσ' στο καλύβι της κατά την άλλη άκρη του χωριού, περνούσε τις μερούλες της με τα γουρουνάκια της, έχοντας μαζί της και τη μαζώχτρα την Ασήμω, σαν ορφανεμένη που είταν από γονιούς, τουρκοφαγωμένους χρόνια πολλά. Δεν πολυσυφωνούσαν τα χνώτα τους όμως. Η θεια όλο με τα γουρουνάκια της, με τα ορνίθια της και με τις άλλες δουλίτσες της, η καθεμιά τους αλύπητος κόπανος απάνω στο παιχνιδιάρικο το κεφάλι της ανιψιάς. Αφορμή λοιπό ναποτελειώση το μάζωμα, την άφινε τη γριά η Aσήμω να νοικοκυρεύεται απατή της.
Πήρε δεν πήρε ταυτί της του μεσημεριού το ναμάζι (είχε κι Οθωμανούς η Παραμυθιά), κι αφίνει το μάζωμα η Ασήμω, σακκούλι και καλάθι μισόγεμα, και με το λίγο φαεί της ροβολάει, κατά τις καστανιές στη λακκωματιά. Ήθελε να ραχατέψη η Ασήμω. Ήθελε να το ρίξη στην ξαπλωσιά δυο στιγμές και να ζήση, να βυθιστή στα χαδευτικά τα ονείρατα, που το κορίτσι, και μαζώχτρα να είνε, πρέπει να τα γυρέψη.
Παράξενο πλάσμα η Ασήμω και μαγικό. Σα να μην είτανε για τέτοια λογής μαζώματα γεννημένη. Τα χέρια της, θα πης, ροζωμένα, από το τρίβε – τρίβε στο χώμα· μα πάντα μικρουλά και χυτά. Τα στιβάνια της όχι της ώρας, κι' ίσως στραβοπατημένα λιγάκι. Μα κι αυτά μικροκάμωτα. Και δίχως άλλο, αν κατείχε η μαζώχτρα μας από ταληθινά τα μάγια της τέχνης, θα τηνε βλέπαμε τώρα ξυπόλυτη κι ανεμοπόδαρη, καθώς κατέβαινε στα παράμερα εκείνα λημέρια. Δεν έφεγγαν από την πάστρα οι ποδιές της, που δω και κει ο αψύς ο χυμός της ελιάς τις είχε στυμμένες. Τα θεόμαυρά της μαλλιά, η πίσσα εκείνη η ψιλόχνουδη κι η μαλακόφεγγη, κατέβαινε κι έπαιζε όπως τύχαινε απάνω στις τορνευτές ωμοπλάτες της. Ως και τα κατάμεστά της τα στήθια τα χαδεύανε μερικές πλεξούδες. Μα απ' όλα πιο ελκυστικό και πιο νεραϊδίστικο φαίνουνταν το πρόσωπό της, κι ας είταν και λιοκαμμένο. Χαμηλωμένα καθώς γέρναν τα μεγάλα της μάτια, αδύνατο να τα κοιτάξης απάνω στη γοργή της περπατηξιά· τάκρινες όμως από τα πηχτά, τα μαύρα ματόκλαδα, καθώς και τα φρύδια. Κι όσο για τη μιλιά τους (αφού μιλούν και τα μάτια), την απείκαζες από το γελαστό μα και μαριόλικο στόμα, από τα μισανοιγμένα τα χείλη, από τα χνουδερά και παχουλούτσικα μάγουλα. Ένα και μονάχο ψεγάδι στο παράμορφο εκείνο το πρόσωπο, που κι αυτό για καλό της ομορφιάς καταντούσε. Το λαξευτό της σαγώνι δεν είχε και τη στρογγυλάδα που βρίσκεις σταρχαία ταγάλματα. Όσο για τη μύτη δεν πείραζε. Η τέλεια της η συμμετρία της έσωνε.
Δεν άργησε να ζυγώση τα δάση της σύδεντρης εκείνης κοιλάδας. Κοντοστέκεται, ρίχνει περίγυρα σιγανή ματιά, και διαλέγει πηχτόκλαδη και πλατύσκιωτη καστανιά. Εκεί αποκάτω καθίζει, και γεύεται ταπλοϊκό της φαγεί. Άψε σβύσε το γιόμα της. Λες κ' είτανε πουλί και τσίμπησε μερικά ψίχουλα. Ξαναδένει στο μεσάλι ό,τι απόμεινε, και τηράει πάλε γύρω με μάτια σα νυσταγμένα, ορθάνοιχτα όμως και γαλήνη γεμάτα· θάλασσα σωστή, όσο θέλεις βαθειά, μα αυτή την ώρα ατάραγη κι ακυμάτιστη. Δε βλέπει ψυχή πουθενά! Της ήρθε όρεξη να πλαγιάση απάνω σε μερικά κιτρινόφυλλα που θάρρειες πρόλαβαν και πέσανε, να της δώσουνε στρώμα πιο ταιριαστό. Τα πιώτερα φύλλα γλυκόπαιζαν ακόμα τόνα με τάλλο απάνω στους κλώνους. Πλάγιασε η Ασήμω ανάστηθα και ξέννοιαστα, και κοίταζε την ολοπράσινη στέγωσή της, αναγυρισμένα τα δυο της μπράτσα ζερβόδεξα, και τα δάχτυλα μπλεγμένα απάνω στην αναμαλλιασμένη κορφή της. Τήραγε τα φύλλα που σάλευαν και που σαλεύοντας άφιναν κάθε λίγο και ξεγλιστρούσαν απ' ανάμεσά τους αχτίδες που αστράφτανε στα μισοκλεισμένα της μάτια σαν πρώτου νερού διαμάντια. Μα μ' όρεξη ακόμη πιο παιχνιδιάρικη κοίταζ' ένα τσαμπάκι σταφύλι, μέρος φαγωμένο από κοτσύφους ή από σφήγγες, μέρος κιτρινόφεγγο και κατάλαμπρο, που το φύλαγε διαφεντεμένο από κλέφτες ή εργάτες μήνες και μήνες μεγάλη κληματαριά, της καστανιάς εκείνης αχώριστη κι αγκαλιαστή φιλενάδα. Το λόγιαζε τορεχτικό το τσαμπί και στα χείλη της χόρευαν αμίλητες χάρες, κρυφοί αντίλαλοι της καρδιάς. Ήσυχος είταν και σιγανός, μα βαθύς κι ο ανασασμός της.
Παράξενη την είπα και μαγικιά τότες που έπαιρνε τον κατήφορο βεργολυγερή και γοργοπόδαρη. Μα τα πιο αξετίμωτα μάγια της, κρυμμένα εκείνη την ώρα στα φυλλοκάρδια της μέσα, δεν ταγνάντευες τότες σαν τώρα, που λες και τάβγαζε και σα στολίδια τα ξετύλιγε και τα γλυκοκαμάρωνε.
Πολλά, θα μου πης, τα τόσα παινέδια για μια μαζώχτρα. Το σκαρί της όμως δεν είταν από μαζώχτρες. Εκεί καταστάλαξε, μα πούθε ξεκίνησε, ένας θεός το κατέχει. Α με πολυσφίξης, θα σου αποκριθώ πως ξεκίνησε από λαμπρότερων αιώνων αγκάλες, από τα μακαρισμένα τα χρόνια που οι αθάνατοί μας τεχνίτες βρίσκανε πρότυπα όπου κι αν πρωτογύρευαν. Και τάχα τι παράξενο να κατέβαινε από τα δοξασμένα εκείνα τα ύψη; Όλα τα είχε της Ελληνικής ομορφιάς, εξόν το κατιτίς εκείνο που είνε της σκλαβιάς κι όχι της λευτεριάς, της ψυχής κι όχι της μορφής, μα έχει δεν έχει θανέβη και στη μορφή, και πότε σ' όλη την όψη μας περιχιέται, πότε δυο τρία της μέρη διαλέγει και φωλιάζει εκεί μέσα. Από την πανώρια εκείνη τη μαζώχτρα διάλεξε τα ψιλούτσικα τα χείλη, το σαγώνι το μυτερό, τα παράπηχτα φρύδια.
Άραγες θαποκοιμούνταν εκεί και θα ονειρευότανε σταλήθεια; Άραγες θα σηκώνουνταν αμέσως και θα ξαναπήγαινε στην αγγαρειά της; Ποιος το ξέρει. Συνέβηκε όμως κάτι που την ξάφνισε απάνω στο γλυκονείριασμά της.
2
Την ώρα ίσια ίσια που η Ασήμω χωνότανε μέσα στα μεσημεριανά κατατόπια της, ξεκινούσε κι ο Πανάγος από το σπίτι να ρίξη μια ματιά στις δουλειές του. Το χωριό, καθώς ίδαμε, δεν είταν και πολύ μακριά. Πήρε το μονοπάτι και πότε διαβαίνοντας από βάτους ανάμεσα, πότε από θυμάρια κι από ρίγανες, πότε πάλε πηδώντας λιθάρια ξερά και γυμνά, ζυγώνει τα λιοφυτεμένα βουνόπλαγα. Δεν άργησε να βρεθή στα δικά του τα δέντρα. Ανεβοκατέβαινε, σεριάνιζε, κι απολογάριαζε τα μαξούλια του.
Άλλο άγαλμα πάλε αυτός. Ως εικοσιτριώ χρονών παλληκάρι. Εσείς, που τα μετράτε με το διαβήτη, κοπιάστε να του βρήτε ψεγάδι στο πρόσωπο το μαυριδερό, στο κυπαρισσένιο κορμί, στη δαχτυλιδένια τη μέση. Μονομιάς θα το δήτε, πως ο ίδιος ο μάστορης που έπλασε της Ασήμως την ομορφιά, έχυσε και του Πανάγου τη χάρη. Μα του Πανάγου με κάτι πιώτερη γνωρισιά. Την ομορφιά την περέχυνε κάποια σα μελαχολία, σα σοβαρότη, που έλειπε ολότελα από της μαζώχτρας την όψη. Έπειτα χείλη πιο παχουλούτσικα, σαγώνι πιο στρογγυλωτό. Το μουστάκι του πάλε, το καστανό, το ψιλόχνουδο, το πηχτουλό, σου παρουσίαζε αντροσύνη και ζεστασιά, που τα ψιλογραμμένα τα φρύδια δεν τηνε δείχνανε. Όσο για τα μαύρα του μάτια, τα στοχαστικά και τα γοργοκίνητα, τέλος δεν είχε η λυπητερή διαφανάδα τους. Με το Κρητικό το μαυρομάντιλο τυλιγμένο περίγυρα στην κορφή του, δεν τα πολυστερούσουνα τα σγουρά του. Στερούσουν όμως, αν τύχαινε κ' ήθελες μάθημα τέχνης από το φυσικό, στερούσουν τα σκέλια, κρυμμένα καθώς είταν μες στα μακριά τα στιβάνια.
Στέκετ' ομπρός στο μισόγεμο το σακκούλι ο Πανάγος. Γνωρίζοντας τις συνήθειες της λυγερής, το μαντεύει κατά που τράβηξε, και τηράει μαριόλικα προς τα κάτω. Η ώρα το είχε; της ηλικίας είταν; της μοίρας του; Αναπόφευγη λαχτάρα τονε συνεπαίρνει να κινήση και να βρη την κοπέλλα. Ίσως και λιγουλή περιέργεια. Τράβηξε τον κάτω το δρόμο δίχως δεύτερη συλλογή. Άμα ζύγωσε τη δασωμένη κοιλάδα, άρχισε κι αλαφροπάταγε σα να κυνηγούσε περδίκι, τηρώντας από παντού. Την είδε δεν την είδε, και χώθηκε πίσωθε χοντρόκορμης καστανιάς. Είταν ό,τι τέλειωνε το ψωμί της. Στέκουνταν ασάλευτος, ανάσαστος, τα μάτια στηλωμένα απάνω της, μισανοιγμένα τα γελαζούμενα χείλη του, ως είκοσι βήματα μακριά. Δεν του ξέφυγε μήτ' ένα της κίνημα. Όλα τα είδε, ταποκαμάρωσε, τάννοιωσε. Ίδρος ψιλός τον περέχυνε τότες που η Ασήμω κοίταζε το σταφύλι. Σύφλογη λαχτάρα τον περιτύλιξε και του στέγνωνε το λαρύγγι. Από στοχαζούμενος εργάτης του κόσμου έγεινε μονομιάς ο Πανάγος αχαλίνωτος ποιητής, παιχνίδι της φαντασίας. Μήτε τονειρεύουνταν, πρι να ξεκινήση από το σπίτι του, τέτοιο απερίμενο απάντημα. Νοικοκύρης συσταζούμενος καθώς είτανε, μ' αδέρφια και με φαμελιά καλονόματη στο χωριό του, άλλη έννοια δεν είχε ως την ώρα παρά τις ελιές του και το τουφέκι του.
Από τη στιγμή όμως που πήγε και βρήκε το χτήμα του έρημο, γύρω τριγύρω μήτε ψυχή, κι ως τόσο ο κόσμος γεμάτος ζωή κι ομορφιά, γεμάτος χίλια δυο μάγια που η φύση τα στένει να ξυπνήση τη νιότη και να της θυμίση πως την κρατάει αιώνια της σκλάβα, κάτι σαν τρέλλα τον άδραξε τον Πανάγο και τον κατρακύλησε τον κατήφορο. Το γνώριζε πως άλλη μαζώχτρα δεν έμνησκε τώρα παρά την Ασήμω. Τα γνώριζε τα κρύφια της καταπότια. Την ήξερε την Ασήμω από παιδί. Θα πης, μια και βγήκανε στον κόσμο, άλλαξαν κ' οι δρόμοι τους πια. Ο Πανάγος με την παρέα του, η Ασήμω με τις μαζώχτρες της. Κάθε όμως φορά που τόβρισκε βολικό η Ασήμω, μα στο μάζωμα είτανε, μα στο χωριό, μα στο πανηγύρι, του κρυφοπέταγε φλογερές ματιές. Το σκαρί της, το αίμα της, η ψυχή της όλη, αρχοντόπουλο γύρευε. Και ποιος τον ξεπερνούσε τον Πανάγο στην αρχοντιά και στη λεβεντιά; Καμώνουνταν τον κουτό ο γνωστικός ο Πανάγος, είνε αλήθεια. Μα δεν μπορούσε και να μην τα βλέπη, να μην τα νοιώθη. Κ' έτσι ήρθε ώρα και πλημμύρισαν την καρδιά του, και ξεχείλισαν, κ' έπνιξαν το λογισμό του οι μελετημένες εκείνες οι μαριολιές της.
Και να καταλάβης πως ο Πανάγος δεν το σκόπευε να το ρίξη σε τέτοιο γλέντι, να μπλέξη σε βρόχια κρύφιας αγάπης, μα ας είτανε και προς ώρας, – νά που δε νοιάστηκε να παραγγείλη να μην αφήσουνε το λαγωνικό του και ξεπορτίση και τρέξη κατόπι του. Παρ' άμα γύρισε το σκυλί από τις γειτονικές του περιοδίες, και δεν βρήκε τον αφέντη του σπίτι, πήρε το μονοπάτι κι αυτός, και πρι ναποτραβήξη, ας είταν και μια φορά, την ξεκρεμασμένη του γλώσσα, σκύβε σκύβε και μύριζε μύριζε βρέθηκε μέσα στα λιόδεντρα. Από κει πάλε μια και δυο και στις καστανιές. Και πρι να τον πάρη του Πανάγου το μάτι, κοντοστέκεται ο Πιστός ως δέκα βήματα δεξά του, ακκουμπάει στα πισωμέρια του μια στιγμή, τινάζει αστραπές από τα ολόξυπνα μάτια του, και δες του ένα ολόχαρο αλήχτισμα. Ολόρθη αμέσως από τη μια η ξαφνισμένη η Ασήμω, ξύλο μονάχο από την άλλη ο Πανάγος! Κοιταχτήκανε κατάματα μια στιγμή.